Από τις αρχές Αυγούστου, οπότε και άρχισε να ξετυλίγεται η υπόθεση των παρακολουθήσεων, η κυβερνητική πλευρά έχει υποστηρίξει διάφορες θέσεις για το ζήτημα και έχει υποχρεωθεί από τα γεγονότα σε αναδιπλώσεις. Αρκετές αρχικές διαψεύσεις κατέπεσαν εκ των υστέρων, είτε με έμμεσες είτε με ρητές παραδοχές. Από ένα μεμονωμένο «ολίσθημα» που δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί (περίπτωση Ν.Ανδρουλάκη) και κατηγορίες περί σεναρίων επιστημονικής φαντασίας, δυστυχώς χθες καταλήξαμε στην –τουλάχιστον έμμεση– κυβερνητική παραδοχή περί ενδεχομένου ύπαρξης ενός, τρόπον τινά, αυτονομημένου θύλακα εντός ΕΥΠ, που δεν αποκλείεται να είχε φτάσει να παρακολουθεί ακόμη και αντιπρόεδρο της ΝΔ και κορυφαίο υπουργό της κυβερνήσεως (εκ των πιο παραγωγικών και αποτελεσματικών μάλιστα), για λόγους εθνικής ασφάλειας και επί ένα περίπου έτος.
Και ευλόγως διερωτάται κανείς: είναι δυνατόν να συνέβη κάτι τέτοιο χωρίς κανείς από τη φυσική και την πολιτική ηγεσία να το είχε αντιληφθεί; Αν έτσι συνέβη, το θεσμικό ζήτημα είναι ίσως εξίσου σοβαρό με το αν υπήρχε γνώση, για λόγους που εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς. Τη στιγμή μάλιστα που ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε αναλάβει την ΕΥΠ υπό την ευθύνη του και είχε τοποθετήσει στην ηγεσία της πρόσωπο της εμπιστοσύνης του, παραμερίζοντας (με σχετική τροπολογία) και το κώλυμα με την έλλειψη τυπικών προσόντων του επιλεγέντος προσώπου. Ακόμη δε και στην απλή υποψία ή πληροφορία περί ύπαρξης τέτοιων φαινομένων, η αντίδραση φυσικής και πολιτικής ηγεσίας των μυστικών υπηρεσιών έπρεπε να είναι άμεση-ακαριαία, παράλληλα ασφαλώς με το έργο της Δικαιοσύνης. Δεν είναι μόνον θέμα προστασίας του απορρήτου, αλλά και προστασίας των θεσμών και της εύρυθμης κυβερνητικής λειτουργίας, καθώς επίσης και διαφύλαξης του πραγματικού ρόλου και του κύρους των εν λόγω υπηρεσιών.
Δυστυχώς έχει διαμορφωθεί πλέον ένα δυστοπικό σκηνικό για τη δημοκρατία και τους θεσμούς στη χώρα, που υπονομεύει την πορεία της και προκαλεί αμηχανία στην κοινωνία. Ακόμη και το αρτιότερο δυνατό νομοσχέδιο να έφερνε η κυβέρνηση στη Βουλή για την αντιμετώπιση του ζητήματος στο μέλλον, και πάλι δεν θα μπορούσε να παραβλέψει τι έχει ήδη συμβεί και θα έπρεπε να λάβει κάθε πρόσφορο μέτρο για την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Ωστόσο, μέχρι στιγμής η κυβερνητική πλειοψηφία δεν δείχνει τέτοια διάθεση, όπως μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, η οχύρωση πίσω από το απόρρητο ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών της Βουλής, η παραγνώριση του καίριου ρόλου της συνταγματικώς κατοχυρωμένης ΑΔΑΕ και συναφείς πράξεις ή παραλείψεις.
Όσοι πολίτες τονίσαμε από την πρώτη στιγμή την κρισιμότητα του όλου ζητήματος, εκφράσαμε μία έντονη και πηγαία αγωνία, για το καλό του τόπου, για την αφύπνιση των κυβερνώντων. Όπως, εξάλλου, αρκετοί από εμάς πράξαμε αντιστοίχως, και δη επανειλημμένα, κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε σχέση με τις τότε επιχειρηθείσες θεσμικές εκτροπές. Καλό είναι όλοι να αντιληφθούμε ότι η ζοφερή υπόθεση των παρακολουθήσεων δεν αφορά μόνον στην παρούσα κυβέρνηση και τον σημερινό Πρωθυπουργό, αλλά ευρύτερα στη φιλελεύθερη δημοκρατία μας, το μέλλον της πατρίδας μας, το διεθνές κύρος της.
Όταν ξεσπούσε η υπόθεση των παρακολουθήσεων στις αρχές Αυγούστου, ο φόβος ήταν, όπως συμβαίνει εν γένει σε τέτοιες περιπτώσεις, μήπως του κακού η σκάλα έχει και άλλα σκαλιά (Κ.Παλαμάς). Και δυστυχώς είχε και δεν ξέρουμε πόσα ακόμη έχει. Η περιδίνηση αυτή μόνον με εις βάθος διερεύνηση της υπόθεσης και απόδοση-ανάληψη των αντίστοιχων ευθυνών μπορεί να σταματήσει.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 12.12.2022]