Το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής επιβεβαίωσε τη γενική εικόνα που καταγράφηκε στις εκλογές της 21ης Μαΐου. Η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατήγαγαν μία μεγάλη εκλογική νίκη. Σε σχέση με τις εκλογές του 2019, η ΝΔ κατέγραψε αύξηση 0,7% (40,55 έναντι 39,85%), ενώ κέρδισε τον ίδιο αριθμό βουλευτικών εδρών (158). Από την άλλη πλευρά, ολοκληρώθηκε και επιτάθηκε η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ: σε σχέση με τις εκλογές του 2019, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχασε 13,7% (17,83 έναντι 31,53%). Είναι δε η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, μετά τις εκλογές του 1974 –οι οποίες είχαν όμως ιδιαίτερο χαρακτήρα–, που καταγράφεται τόσο μεγάλη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος (22,72%).
Το εκλογικό αποτέλεσμα δίνει στη ΝΔ και προσωπικά στον αρχηγό της την ευχέρεια να προχωρήσουν στην εφαρμογή μεταρρυθμιστικών πολιτικών που έχουν επανειλημμένα εξαγγελθεί, αλλά έχουν μείνει μέχρι στιγμής στα χαρτιά. Ούτε δικαιολογίες υπάρχουν πλέον, ούτε περίοδος χάριτος. Οι πολίτες θα είναι αυστηροί στην κρίση τους: τους ενδιαφέρει πρωτίστως η επίλυση των προβλημάτων τους, και όχι τόσο η τήρηση ισορροπιών.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά για τον Αλέξη Τσίπρα ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για τον έντονα λαϊκιστικό και μη προγραμματικό πολιτικό τους λόγο. Σε σημαντικό δε μέρος του εκλογικού σώματος, κυρίως μεταξύ των κεντρώων ψηφοφόρων, φαίνεται ότι ξύπνησαν οι μνήμες του παρελθόντος, και ιδίως της πρώτης περιόδου του 2015.
Ωστόσο, η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί, γενικότερα, μία επικίνδυνη συνθήκη ανισορροπίας στο πολιτικό σύστημα, μία έντονη ασυμμετρία δυνάμεων σε πολιτικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο (λ.χ. οι 48 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν επαρκούν ούτε καν για υποβολή πρότασης δυσπιστίας). Όπως εύστοχα υπογράμμισε ο Παύλος Τσίμας στα “Νέα Σαββατοκύριακο”, ανατρέπεται πλέον η βασική πολιτική συνθήκη της Μεταπολίτευσης, απέναντι στο κόμμα που κυβερνά να υπάρχει ένα κόμμα που να διεκδικεί πειστικά να το διαδεχθεί, να υφίσταται δηλαδή η απειλή εναλλαγής στην εξουσία. Η ανισορροπία αυτή είναι σοβαρή. Ιδίως όταν έχουμε το προηγούμενο της υπόθεσης των παρακολουθήσεων, αλλά και ενόψει της επικείμενης διάθεσης πακτωλού ευρωπαϊκών κονδυλίων, που θα πρέπει να διατεθούν με συμπεριληπτικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο, και όχι ασφαλώς να διοχετευθούν σε ημέτερους. Χρειάζονται ισχυρά θεσμικά και πολιτικά αντίβαρα, προς όφελος και της ίδιας της κυβέρνησης. Η τελευταία δε, στο πλαίσιο μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, προφανώς δεν μπορεί να παίζει η ίδια (και) τον ρόλο της αντιπολίτευσης, δηλαδή να αντιπολιτεύεται τον εαυτό της. Και επειδή η συγκρότηση ενός σοβαρού και διευρυμένου αντιπολιτευτικού πόλου μάλλον θα πάρει αρκετό χρόνο, είναι χρέος των ΜΜΕ και των ενεργών πολιτών να ασκούν αυστηρή και υπεύθυνη κριτική στα κυβερνητικά πεπραγμένα.
Πέρα όμως από την παραπάνω ασυμμετρία, στη νέα Βουλή έχουμε δυστυχώς δυναμική επάνοδο της ακροδεξιάς. Φαίνεται ότι το υιοθετηθέν μοντέλο της «μαχόμενης δημοκρατίας» δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, ίσως μάλιστα και να λειτούργησε, εν μέρει, σαν μπούμερανγκ. Κάποιοι είχαμε επισημάνει μετ’ επιτάσεως τόσο το τελευταίο ενδεχόμενο όσο και το συνταγματικώς προβληματικό της συγκυριακής νομοθετικής ρύθμισης.
Γενικότερα δε, αξίζει να σημειωθεί ότι η πέραν της ΝΔ κοινοβουλευτική δεξιά έφτασε πανελλαδικά το 12,77%, ενώ σε σειρά νομών της Β.Ελλάδας η δύναμή της προσέγγισε το 20%. Ο νέος αυτός συσχετισμός δυνάμεων στη Βουλή αναμένεται να δυσχεράνει την προώθηση προοδευτικών πολιτικών, ενδεχομένως δε να σπρώξει την κυβερνητική πλειοψηφία προς την υιοθέτηση ακόμη πιο σκληρών θέσεων σε ζητήματα όπως λ.χ. το μεταναστευτικό. Σε κάθε περίπτωση, ο ακραίος, αντισυστημικός και αντιφιλελεύθερος λόγος πρέπει να συναντήσει τη σθεναρή και διαρκή αντίδρασή μας στον δημόσιο διάλογο. Η προάσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι υπόθεση όλων μας.
[Δημοσιεύτηκε στα Νέα της 27.6.23]