Αυτό που συνέβη στις εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ είχε, νομίζω, σε σημαντικό βαθμό προοικονομηθεί εδώ και πολλά χρονιά. Τα φαινόμενα της ιδεολογικής χαλάρωσης και της αποδοχής προσώπων με εντελώς διαφορετικές πολιτικές αναφορές είχαν ήδη εκδηλωθεί από τον καιρό της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ, αλλά και γενικότερα με τα διάφορα άτσαλα και «άναρχα» –όχι δηλαδή επί τη βάσει κοινών αρχών και αξιών– πολιτικά ανοίγματα της ηγετικής ομάδας και του Α.Τσίπρα προς διάφορες κατευθύνσεις (μεταξύ άλλων και προς στελέχη της επονομαζόμενης «καραμανλικής» πτέρυγας της ΝΔ). Συχνά αναρωτιόταν κανείς, εύλογα, τι συνέδεε πραγματικά όλες αυτές τις αταίριαστες συμπράξεις και συμμαχίες.
Η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ του Π.Καμμένου υπήρξε, πάντως, κομβικό σημείο στο να σπάσουν ταμπού και ιδεολογικά φράγματαꞏ είχε από μόνη της έναν έντονο (α)πολιτικό συμβολισμό, στα όρια του πολιτικού αμοραλισμού. Υποτίθεται ότι κοινό σημείο αναφοράς ήταν το «αντιμνημόνιο», αλλά σε αξιακό επίπεδο μάλλον υπήρχε μεγάλη απόσταση από την παραδοσιακή βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, έναντι της πολιτικής αυτής συμμαχίας δεν εκδηλώθηκε κάποια σοβαρή αντίδραση εντός του κόμματος. Μάλιστα, στελέχη της παραδοσιακής αριστερής πτέρυγας (μεταξύ άλλων, της «Ομπρέλας») συμπορεύθηκαν επί καιρό στο ίδιο υπουργικό συμβούλιο με τον Π.Καμμένο, ανέχθηκαν επανειλημμένες ασχημονίες στη Βουλή και άλλα πολλά. Αντιδράσεις δεν είδαμε ούτε όταν ο «αψύς κρητικός» πολιτικός εξαπέλυε οξύτατες επιθέσεις εναντίον πολιτικών του αντιπάλων – τότε, όμως, όχι ακόμη εναντίον των συντρόφων του στο κόμμα. Όλη αυτή η ανοχή μπορεί να υπαγορευόταν από την ανάγκη να πετύχει το εγχείρημα της «πρώτης φοράς Αριστερά»ꞏ από την άλλη, μπορεί να οφειλόταν και στη συγκολλητική δύναμη της εξουσίας και της νομής της. Ωστόσο, όπως και νάχει, όποια δηλαδή και να είναι η εξήγηση, οι συμπράξεις και διευρύνσεις επί τη βάσει κάποιου πρόσκαιρου πολιτικού συμφέροντος, και όχι επί τη βάσει προγραμματικού λόγου, αρχών και αξιών, φαίνεται ότι επηρέασαν ταυτοτικά τον ΣΥΡΙΖΑ και τον έφεραν ενώπιον του εκλογικού αποτελέσματος της Κυριακής, που έχει στοιχεία πολιτικού ρεσάλτου. Εν ολίγοις, το πράσινο φως για μία υποψηφιότητα όπως αυτή του Στ.Κασσελάκη είχε ανάψει, έστω και αχνά, εδώ και καιρό. Και κάποιοι το είδαν εγκαίρως. Και δύσκολα μπορούν να κατηγορηθούν ότι πέρασαν κάποιο φανάρι με κόκκινο…
Βεβαίως, τους πολίτες δεν τους ενδιαφέρουν πλέον τόσο τα εσωκομματικά, όσο προεχόντως το παρόν και το μέλλον της χώρας, τα σοβαρά προβλήματά της. Η αξιωματική αντιπολίτευση διαθέτει νέο αρχηγό, με ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση (η βούληση των εκλογέων ας μην υποτιμάται), ο οποίος και θα δοκιμαστεί πλέον στην καθημερινή πολιτική πράξη. Και στην πολιτική, όπως και γενικότερα στη ζωή, η πραγματικότητα έρχεται και προσαρμόζει μεγέθη και καταστάσεις στις πραγματικές τους διαστάσεις. Η αναμέτρηση μαζί της είναι δύσκολη υπόθεση. Η δε επικοινωνία σε πηγαίνει μέχρι ενός ορισμένου σημείου, αλλά δεν αρκεί για την πολιτική μακροημέρευση, ούτε προφανώς για την ουσιαστική προσφορά στον τόπο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι επιτακτική πλέον ανάγκη να επανέλθει η δημόσια συζήτηση σε πολιτικές προτάσεις, στον σοβαρό προγραμματικό λόγο, σε αξίες και αρχές. Και σ’ αυτό το πεδίο θα πρέπει να κριθούν όλοι στο πολιτικό στερέωμα, νεότεροι και παλαιότεροι. Παράλληλα, προς την κατεύθυνση αυτή, είναι χρέος των ΜΜΕ να θέτουν στους πολιτικούς ερωτήματα για τα ουσιαστικά ζητήματα, αυτά που επηρεάζουν τις ζωές μας, σήμερα και αύριο.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 26.09.23]