Ήταν Μάρτιος του 2021, όταν σε μία μάλλον ανύποπτη χρονική στιγμή και σε ένα (άσχετο) κατεπείγον νομοσχέδιο (για τις συνέπειες της πανδημίας κ.λπ.) εισήχθη μία εκπρόθεσμη τροπολογία για τον πλήρη αποκλεισμό της δυνατότητας ενημέρωσης του προσώπου που είχε τεθεί υπό παρακολούθηση για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η τροπολογία ενσωματώθηκε στο άρ. 87 του ν. 4790/2021, με την απαγόρευση ενημέρωσης να καταλαμβάνει και άρσεις του απορρήτου που είχαν λάβει χώρα έως τη δημοσίευση του νόμου. Τότε, αντέδρασαν δημοσίως και με παρρησία τρία μέλη της ΑΔΑΕ, μεταξύ των οποίων και ο πρόεδρός της Χρ.Ράμμος. Ο πλήρης αποκλεισμός της δυνατότητας ενημέρωσης προσέκρουε προεχόντως στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Όταν, μετέπειτα, ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών, οι φωνές που ανεδείκνυαν τον εντόνως προβληματικό χαρακτήρα της εν λόγω ρύθμισης πολλαπλασιάστηκαν. Η κυβερνητική πλειοψηφία αρχικά υπερασπίστηκε τη ρύθμιση, για να την αλλάξει ωστόσο έναν χρόνο αργότερα. Και πάλι, όμως, θέσπισε (με τον ν. 5002/2022) μία ακόμη προβληματική ρύθμιση, που δυσχεραίνει σημαντικά την πραγμάτωση της δυνατότητας ενημέρωσης (απαιτώντας παρέλευση τριετίας από τη λήξη της παρακολούθησης και σχετική απόφαση τριμελούς οργάνου, όπου την πλειοψηφία έχουν τα πρόσωπα που επέβαλαν αρχικά το μέτρο).
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), με την πρόσφατη απόφαση της Ολομελείας του (465/2024), δικαίωσε πλήρως όσους είχαν επικρίνει τη ρύθμιση του άρ. 87. Σε συμφωνία δε με τις επιταγές του Συντάγματος (άρ. 5Α §1, 19 §1 και 20 §1), της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του Δικαστηρίου της ΕΕ (βλ. και Οδηγία 2002/58) και με αξιέπαινη ενάργεια αποκατέστησε τη δυνατότητα ενημέρωσης του θιγόμενου, εφόσον ασφαλώς δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίον είχε διαταχθεί η άρση του απορρήτου. Άνοιξε, ειδικότερα, τον δρόμο για την ενημέρωση του θιγόμενου –εν προκειμένω του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Ν.Ανδρουλάκη– με βάση το προϊσχύσαν του άρ. 87 καθεστώς, ήτοι το άρ. 5 του ν. 2225/1994. Υπενθύμισε δε ότι η επίμαχη δυνατότητα ενημέρωσης συνιστά απαραίτητο θεσμικό αντίβαρο και δη στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, ήτοι εκείνης της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, η οποία είναι εξ ορισμού ευεπίφορη σε καταχρήσεις.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι το ίδιο το ΣτΕ λειτούργησε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως στέρεο θεσμικό αντίβαρο έναντι ενεργειών ιδίως της νομοθετικής εξουσίας που τραυμάτισαν το κράτος δικαίου.
Πλέον, τα όργανα της Διοίκησης, κατά τη σαφή επιταγή του άρ. 95 § 5 Συντ., οφείλουν, μόλις η απόφαση του ΣτΕ καθαρογραφεί, να συμμορφωθούν προς αυτήν και ιδίως να γνωστοποιήσουν στον θιγόμενο το αιτιολογικό της επιβολής του μέτρου της παρακολούθησης. Κατά τη διαδικασία αυτή δεν αποκλείεται, βεβαίως, να προκύψουν προσκόμματα, αλλά ο σταθερός προσανατολισμός πρέπει να είναι, σύμφωνα με τη νομολογία του ΣτΕ, η πλήρης και, κατά το δυνατόν, άμεση συμμόρφωση της Διοίκησης, με την έννοια ότι η αρμόδια αρχή (εν προκειμένω, πρωτίστως η ΑΔΑΕ) οφείλει να προβεί σε κάθε ενέργεια αναγκαία για την υλοποίηση του ακυρωτικού αποτελέσματος της απόφασης και δεν δύναται να αδρανήσει επικαλούμενη λόγους που δεν εδράζονται σε συνταγματικές διατάξεις. Η υπόμνηση αυτή μπορεί να αποβεί κρίσιμη στην περαιτέρω πορεία της υπόθεσης.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Το Βήμα της Κυριακής 14.04.24]