«Ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογενείας και αποφασίζει περί παντός ό,τι αφορά τον συζυγικόν βίον…». Αυτό προέβλεπε το άρ. 1387 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) μέχρι το 1983. Τέτοιες αναχρονιστικές ρυθμίσεις ανακλούσαν ένα ανδροκρατικό-πατριαρχικό πρότυπο, που απηχούσε, κατά βάσιν, προπολεμικές κοινωνικές αντιλήψεις (σημειωτέον, ο ΑΚ τέθηκε σε ισχύ το 1946). Από τη Μεταπολίτευση και μετά, όμως, κατέστη σαφές ότι το οικογενειακό δίκαιο έπρεπε πλέον να προσαρμοστεί στις νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, αλλά και τις επιταγές του Συντάγματος του 1975, που αναγνώρισε την ισότητα των φύλων (άρ. 4§2Σ). Τις εξελίξεις θα επισπεύσει η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, οπότε και θα συσταθεί η Επιτροπή Α.Μάνεση, η οποία θα παραδώσει σύντομα σχετικό σχέδιο νόμου (είχαν προηγηθεί επί κυβερνήσεως ΝΔ τα σχέδια των Επιτροπών Α.Γαζή και Γ.Μιχαηλίδη-Νουάρου). Έτσι, θα φτάσουμε στην ψήφιση του ν. 1329/1983.
Ο εμβληματικός αυτός νόμος επέφερε μία ριζική μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου του ΑΚ, διορθώνοντας απαράδεκτους αναχρονισμούς και σοβαρές αδικίες: προεχόντως, κατοχύρωσε την ισονομία ανδρών και γυναικών σε πολλαπλά επίπεδα, φιλελευθεροποίησε το δίκαιο του διαζυγίου, επιπλέον δε εγκολπώθηκε τη λεγόμενη παιδοκεντρική αρχή, δηλ. την αρχή της προστασίας του συμφέροντος του παιδιού. Με διάφορες μεταγενέστερες νομοθετικές παρεμβάσεις (για την ιατρικά υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, το σύμφωνο συμβίωσης, κ.ά.) ο προοδευτικός χαρακτήρας του ελληνικού οικογενειακού δικαίου θα ενισχυθεί έτι περαιτέρω.
Ας δούμε τώρα εγγύτερα τις σημαντικότερες αλλαγές που επήλθαν με τον ν. 1329/1983.
Η ρύθμιση των συζυγικών σχέσεων
Το καθεστώς προ του 1983 καθιέρωνε την ανδρική πρωτοκαθεδρία σε διάφορα επίπεδα: ο άνδρας είχε εξουσία λήψης κάθε απόφασης που αφορούσε στον συζυγικό βίο, με τον γάμο η γυναίκα λάμβανε το επώνυμο του συζύγου, ενώ ίσχυε και ο περιβόητος θεσμός της προίκας. Το δε διαζύγιο συνδεόταν με τη συνδρομή υπαιτιότητας και την απόδειξη κάποιου βαρέος παραπτώματος στο πρόσωπο του «φταίχτη» συζύγου. Στο πλαίσιο αυτό, απόλυτο λόγο διαζυγίου αποτελούσε και η μοιχεία, η οποία μέχρι το 1982 ήταν και αξιόποινη πράξη (αποποινικοποιήθηκε με τον ν. 1272/1982).
Με τον ν. 1329/1983 καθιερώθηκε η ισότητα των συζύγων και εγκαθιδρύθηκαν συνθήκες ισότιμου σεβασμού της προσωπικότητάς τους. Οι σύζυγοι θα αποφασίζουν πλέον από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου. Ο θεσμός της προίκας θα καταργηθεί, ενώ η γυναίκα θα διατηρεί πια το επώνυμό της μετά τη σύναψη του γάμου, εκτός αν επιθυμεί να χρησιμοποιεί ή να προσθέτει στο δικό της το επώνυμο του συζύγου στις κοινωνικές σχέσεις (δυνατότητα που με τον ν. 3719/2008 επεκτάθηκε και στις έννομες σχέσεις). Επίσης, το διαζύγιο θα αποσυνδεθεί από το στοιχείο της υπαιτιότητας και θα υπηρετήσει πλέον την ανάγκη για διευκόλυνση της λύσης ενός αποτυχημένου γάμου (χωρίς να χρειάζεται πλέον η θλιβερή διαδικασία κατασκευής παραπτωμάτων)ꞏ η δε μοιχεία θα πάψει να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου, ενώ σε απόλυτο λόγο κλονισμού θα αναχθεί η 4ετής (πλέον 2ετής) διάσταση. Στο ίδιο πνεύμα, θα εισαχθεί και το συναινετικό διαζύγιο, ενισχύοντας την ιδιωτική αυτονομία των συζύγων (άρ. 5§1Σ.): η κοινή απόφασή τους θα αρκεί για την αποδέσμευση από τον γάμο. Περαιτέρω, σε περίπτωση λύσης του γάμου, θα καθιερωθεί η λεγόμενη «αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα», με την οποία ο νομοθέτης επιδιώκει μία δίκαιη κατανομή των περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν μέσα στον γάμο, αναγνωρίζοντας σ’ έναν σύζυγο αξίωση συμμετοχής σ’ αυτά ένεκα της συμβολής του στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Κατά βάσιν, σκοπήθηκε τότε η προστασία της οικονομικά ασθενέστερης γυναίκας-συζύγου. Γι’ αυτό και η παραπάνω κρίσιμη έννοια της συμβολής ερμηνεύθηκε με ευρύτητα στην ελληνική νομολογία, καταλαμβάνοντας λ.χ. την οικιακή εργασία και την ανατροφή των παιδιών ή την ψυχική συμπαράσταση σε δύσκολες στιγμές.
Μία ακόμη σημαντική μεταρρύθμιση στο δίκαιο του γάμου, που προηγήθηκε του ν. 1329/1983, υπήρξε η καθιέρωση, με τον ν. 1250/1982, του πολιτικού γάμου ως ισόκυρου με τον θρησκευτικό. Η τότε κυβερνητική πλειοψηφία δεν προχώρησε τόσο ώστε να καθιερώσει ως υποχρεωτικό τον πολιτικό γάμο, αποφεύγοντας μία κλιμάκωση της σύγκρουσης με την Εκκλησία, που αντιδρούσε ήδη έντονα στον ίδιο τον πολιτικό γάμο (όπως έκανε μετέπειτα και με την αποποινικοποίηση της μοιχείας – βλ. σχετ. Γ.Ανδρουτσόπουλο και Δ.Κιούπη, σε εφημ. Η Καθημερινή της 28.01.24 & της 31.03.2024, αντιστοίχως). Κατά τα πρώτα έτη καθιέρωσής του, ο πολιτικός γάμος δεν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής. Τα τελευταία έτη, όμως, κατέχει τα πρωτεία έναντι του θρησκευτικού, παρά δε την εκτεταμένη πλέον δημοφιλία του συμφώνου συμβίωσης.
Οι προβλέψεις για τα τέκνα
Μέχρι το 1983 τα τέκνα γεννημένα εκτός γάμου χαρακτηρίζονταν στον ΑΚ ως «εξώγαμα». Ο στιγματισμός αυτός είχε και νομικές συνέπειες, καθώς, ακόμη και όταν ο πατέρας αναγνώριζε το τέκνο, το κληρονομικό του δικαίωμα περιοριζόταν στο ήμισυ εφόσον συνέτρεχε με «γνήσιους» κατιόντες ή γονείς ή σύζυγο του πατέρα. Περαιτέρω, ο ΑΚ έθετε τα ανήλικα τέκνα υπό την αυστηρή «πατρική εξουσία»: ο πατέρας είχε το δικαίωμα και καθήκον επιμέλειας, διοίκησης της περιουσίας, αντιπροσώπευσής τους και, εν γένει, την πλήρη ευθύνη αυτών.
Η μεταρρύθμιση του 1983 μεταβάλλει το αναχρονιστικό αυτό καθεστώς, ενισχύοντας τη θέση των τέκνων και επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση τους με τους γονείς. Η προάσπιση του πραγματικού συμφέροντός τους ανάγεται σε βασικό κριτήριο για οποιαδήποτε απόφαση τα αφορά. Ο όρος «εξώγαμο» για το εκτός γάμου γεννημένο τέκνο καταργείται και η νομική του θέση εξομοιούται πλήρως με εκείνην του τέκνου γεννημένου σε γάμο. Η δε «μέριμνα για το ανήλικο τέκνο», ήτοι η γονική μέριμνα, ανατίθεται πλέον στους δύο γονείς από κοινού. Έτσι, η μητέρα αποκτά ενεργό και ισότιμο ρόλο στις αποφάσεις που αφορούν στα τέκνα.
Με τον τρόπο αυτόν, τέθηκαν τα θεμέλια για ένα παιδοκεντρικό μοντέλο, που εξελίχθηκε περαιτέρω με τη βοήθεια της νομολογίας. Τα δικαστήρια διέπλασαν συγκεκριμένα κριτήρια εξειδίκευσης του συμφέροντος του τέκνου, όπως λ.χ. η ανάγκη επικοινωνίας του με πρόσωπα αγαπητά σ’ αυτό, η διατήρηση του τόπου κατοικίας όπου ήδη διαβιοί, η μικρότερη δυνατή ψυχική αναστάτωσή του κατά την ανάθεση της γονικής μέριμνας, κ.ά. Την τελευταία δε 40ετία, σε περίπτωση διαζυγίου, έχει επικρατήσει νομολογιακά, η άσκηση της γονικής μέριμνας να ανατίθεται κατά κανόνα στη μητέρα. Πάντως, τα τελευταία χρόνια, η περισσότερη και ουσιαστικότερη ενασχόληση του πατέρα με την ανατροφή των παιδιών έχει οδηγήσει σε κάποια αύξηση των περιπτώσεων ανάθεσης της επιμέλειας σ’ εκείνον σε περίπτωση διαζυγίου. Εξάλλου, πρόσφατα, με τον περίφημο νόμο για τη «συνεπιμέλεια» (ν. 4800/2021), καθιερώθηκε η κατ’ αρχήν από κοινού και εξίσου άσκηση της γονικής μέριμνας, με γνώμονα την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα των παιδιών.
Συνολική αποτίμηση και οι επόμενες προκλήσεις
Η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου του 1983 υπήρξε, αναμφίβολα, επιτυχής. Αφενός μεν ανταποκρίθηκε στις επιταγές της νέας κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας της εποχής, αφετέρου δε λειτούργησε προωθητικά για ορισμένες προοδευτικές αντιλήψεις που δεν είχαν ίσως ωριμάσει πλήρως ακόμη τότε στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, έσπασαν ταμπού και αναδείχθηκε η εν γένει σημαντική παιδαγωγική-παιδευτική λειτουργία μιας νομοθετικής παρέμβασης, που μπορεί να μεταβάλλει κοινωνικά ήθη και νόρμες, κυρίως προς όφελος των πιο αδύναμων. Ο προοδευτικός νομοθέτης του ν. 1329/1983 εστίασε ακριβώς στην ενίσχυση της προστασίας ομάδων προσώπων που τύγχαναν προηγουμένως άδικης μεταχείρισης, σε νομικό και κοινωνικό επίπεδο, ήτοι των γυναικών και των παιδιών. Προέταξε ορθώς την ισότιμη μεταχείριση των φύλων, αλλά και την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, δίνοντας στους συζύγους σημαντικές δυνατότητες αυτόνομης ρύθμισης των μεταξύ τους σχέσεων αλλά και των σχέσεων με τα τέκνα. Τα ελληνικά δικαστήρια, από πλευράς τους, εφάρμοσαν και εξειδίκευσαν επιτυχώς, εν πολλοίς, τις νέες ρυθμίσεις.
Ο αείμνηστος καθηγητής Γεώργιος Κουμάντος, από τους πρωτεργάτες της μεταρρύθμισης του 1983, προδιέγραφε ήδη, πριν από αρκετά χρόνια, την επόμενη αναγκαία εξέλιξη στο οικογενειακό δίκαιο: την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και την εξασφάλιση της «ευτυχίας για όλους τους ανθρώπους, και τους περισσότερους και τους λιγότερους». Με βάση το σπουδαίο αυτό δικαιοηθικό παράγγελμα, αλλά και τη θεμελιακή αρχή της ισότητας, είχε φτάσει πλέον η ώρα για την εισαγωγή του πολιτικού γάμου μεταξύ ομοφύλων στη χώρα μας. Το βήμα αυτό έγινε πρόσφατα με τον ν. 5089/2024 («Ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του Αστικού Κώδικα σε άλλες διατάξεις»), συνδυάσθηκε δε ορθώς, για λόγους ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τον γάμο μεταξύ ετερόφυλων, και με το δικαίωμα του ομόφυλου ζεύγους σε υιοθεσία. Πρώτιστος εδώ γνώμονας θα είναι, ασφαλώς, το συμφέρον του παιδιού.
Η διασφάλιση της ευτυχίας των περισσότερων και των λιγότερων αποτελεί θεμελιώδες πρόταγμα σε μία φιλελεύθερη Δημοκρατία. Και αυτό το πρόταγμα υπηρετήθηκε με τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο των ετών 1982-1983, αλλά και πρόσφατα με την τομή που επέφερε ο ν. 5089/2024.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Καθημερινή της Κυριακής 6.10.24]