Τα τελευταία έτη, η χώρα μας δέχεται συχνά επικρίσεις για την κατάσταση του κράτους δικαίου από διάφορους διεθνείς οργανισμούς. Οι επικρίσεις αυτές δεν είναι διόλου τυχαίες, ούτε αβάσιμες. Δυστυχώς, καταγράφουν υπαρκτά συμπτώματα παρακμής σε βασικούς πυλώνες του κράτους δικαίου, τα οποία μειώνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς και ενισχύουν τον αντισυστημισμό των πολιτικών άκρων. Ας δούμε, όμως, πώς έχουν τα πράγματα εγγύτερα:
Τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, δημοσιεύθηκε η 5η ετήσια Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση του κράτους δικαίου στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Σε σχέση με την Ελλάδα, η φετινή Έκθεση αναγνωρίζει μεν κάποια σημεία προόδου, αλλά συγχρόνως κάνει εκτενή αναφορά σε μία σειρά από μείζονα θεσμικά ζητήματα και παθογένειες. Μεταξύ άλλων, γίνεται μνεία: στη σοβαρή υπόθεση των παρακολουθήσεων και των ιδιωτικών λογισμικών παρακολούθησης· την υπονόμευση της ανεξαρτησίας των Ανεξαρτήτων Αρχών· τις πρακτικές κακής νομοθέτησης και προεχόντως τον σύντομο χρόνο δημόσιας διαβούλευσης επί κυβερνητικών νομοθετικών πρωτοβουλιών· τη δυστυχώς ολοένα και μειούμενη εμπιστοσύνη των πολιτών στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όπως επίσης και τη βραδύτητα στην απονομή αυτής (παθογένειες που επισημαίνονται και στην Έκθεση της Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη, The 2024 EU Justice Scoreboard)· το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και ιδίως το ζήτημα του ιδιαίτερου καθεστώτος ποινικής ευθύνης των υπουργών (βλ. και τις σχετικές αιτιάσεις της Ευρωπαίας Εισαγγελέως)· το επίσης τραγικό ναυάγιο της Πύλου και τις προβληματικές συνθήκες ανακριτικής-δικαστικής διερεύνησής του· τα πλήγματα κατά της ελευθερίας του Τύπου, τις επιθέσεις κατά δημοσιογράφων και το ζήτημα των καταχρηστικών αγωγών σε βάρος τους (Slapp), καθώς επίσης και την –ανεξιχνίαστη ακόμη– υπόθεση της δολοφονίας του δημοσιογράφου Καραϊβάζ.
Όλα τα παραπάνω ζητήματα δεν θα καταγράφονταν στην Έκθεση, αν δεν είχαν σοβαρές επιπτώσεις στην κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Η Επιτροπή θεωρεί σκόπιμο να ασκήσει σχετική πίεση στην Ελληνική Κυβέρνηση. Και η πίεση αυτή αποδίδει ενίοτε. Πρόσφατα, λ.χ., η Κυβέρνηση έσπευσε να θεσπίσει μία ρύθμιση που εμπλέκει, και ορθώς, το ίδιο το δικαστικό σώμα στη διαδικασία επιλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, αποκρινόμενη έτσι σε μία σταθερή αιτίαση της Επιτροπής τα τελευταία έτη. Μέλλει να αποδειχθεί, βεβαίως, στην πράξη αν η ρύθμιση αυτή θα αποδώσει τα δέοντα.
Πάντως, το μεγάλο ζήτημα που υποσκάπτει την εμπιστοσύνη των πολιτών ιδίως στη Δικαιοσύνη είναι η διάχυτη αίσθηση ατιμωρησίας ή βραδυπορίας που επικρατεί σε σχέση με σοβαρές υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος, οι οποίες δίνουν και τον τόνο στη δημόσια σφαίρα. Κατά τα τελευταία έτη, διάφορες εξελίξεις σε τέτοιες υποθέσεις προβληματίζουν και δυσαρεστούν εντόνως –και ευλόγως– την κοινή γνώμη: ποινικές απαλλαγές λόγω παραγραφής αδικημάτων σε δίκες με πολυετή διάρκεια, αιφνίδιες αφαιρέσεις δικογραφιών από εισαγγελείς με άνωθεν δικαστική εντολή, μη κλήση κρίσιμων προσώπων ενώπιον εισαγγελικών αρχών, κ.ά. Συχνά δε, δημιουργείται η εντύπωση ότι μέσω διαφόρων πολιτικών παρεμβάσεων επιχειρείται η υπονόμευση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών. Εξ ορισμού ύποπτη εν προκειμένω, είναι η κυβερνητική εξουσία, που μπορεί ενίοτε να επιδιώκει να εξασφαλίσει όρους απόλυτης κυριαρχίας.
Στη χώρα μας, εξάλλου, ιδίως από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 και εντεύθεν, έχει εγκαθιδρυθεί ένα πανίσχυρο πρωθυπουργικό κέντρο εξουσίας. Ο πρωθυπουργός διορίζει και παύει τους υπουργούς, ενώ το υπουργικό συμβούλιο ουσιαστικά ακολουθεί προειλημμένες αποφάσεις ενός κλειστού πρωθυπουργικού επιτελείου. Επίσης, ακόμη και η ίδια η Βουλή μετατρέπεται σε διεκπεραιωτικό όργανο της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας. Έτσι, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, επέρχεται εδώ μία περίεργη αντιστροφή των ρόλων: αντί να ελέγχει η Βουλή την κυβέρνηση, ελέγχεται η ίδια από τον φορέα της εκτελεστικής εξουσίας.
Ενόψει των ανωτέρω είναι μάλλον σαφές ότι προτεραιότητα για το μέλλον αποτελούν η ενίσχυση των θεσμικών αντιβάρων έναντι της παντοδυναμίας της εκτελεστικής και ιδίως της πρωθυπουργικής εξουσίας, όπως επίσης και η αποκατάσταση της δημόσιας εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη.
Εν γένει δε, η διαφύλαξη θεμελιωδών δικαιοκρατικών εγγυήσεων και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολίτων στη λειτουργία βασικών θεσμών ενός σύγχρονου κράτους δικαίου αποτελεί το αποτελεσματικότερο μέσο για την προάσπιση του κύρους της Δημοκρατίας έναντι των εχθρών της, καθώς και για την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και της οικονομικής ευημερίας. Ο πήχυς τίθεται, ασφαλώς, ψηλά για την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Αλλά η φιλελεύθερη Δημοκρατία δεν είναι ένα μίζερο πολίτευμα που αρκείται στα λίγα· τουναντίον, είναι ένα πολίτευμα υψηλών απαιτήσεων.
[Δημοσιεύτηκε εδώ στο World Review του Euro2day.gr / Νοέμβριος 2024]