Η θέση του προβλήματος
Στις περισσότερες έρευνες κοινής γνώμης των τελευταίων ετών καταγράφεται η γενικευμένη απογοήτευση των ελλήνων πολιτών απέναντι στο πολιτικό δυναμικό της χώρας. Τα σκάνδαλα, η διαφθορά, η ανικανότητα, η αναξιοκρατία και άλλα κοινωνικο-πολιτικά φαινόμενα συνυφαίνονται άμεσα με την – χαμηλή – ποιότητα του πολιτικού δυναμικού. Στην κοινωνία είναι διάχυτη η εντύπωση ότι οι περισσότεροι πολιτικοί εισέρχονται στην πολιτική με γνώμονα αποκλειστικά και μόνον το προσωπικό τους συμφέρον (προσωπικός πλουτισμός, νομή της εξουσίας κ.λπ.), με αποτέλεσμα να αποφασίζουν τελικά για τις τύχες μας πολιτικοί κατώτεροι των περιστάσεων. Σε εκείνο όμως το ερώτημα που δεν απαντούν οι πολίτες είναι ποιό τελικά πρότυπο πολιτικού θα επιθυμούσαν εκείνοι να ασχολείται με τα κοινά και να λαμβάνει αποφάσεις για το μέλλον τους. Το πολιτικό σκηνικό της μεταπολίτευσης φαίνεται ότι βαθμιαία υποχωρεί, τί θέλουμε όμως να έρθει στη θέση του;
Το τελευταίο αυτό ερώτημα αποκτά στις μέρες μας ακόμη μεγαλύτερη σημασία εν όψει της βαθύτατης κοινωνικο-οικονομικής κρίσης που διέρχεται ο τόπος. Ιδίως ο νέος άνθρωπος του σήμερα, σχηματικά δηλαδή «η γενιά του 2010», έχει κάθε λόγο να ανησυχεί για ένα μέλλον που προδιαγράφεται αρκετά ζοφερό. Διότι είναι η πρώτη μεταπολεμική γενιά που, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, πρόκειται να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Σε αδρές γραμμές, η γενιά του ΄40 ήταν εκείνη που, με πολλούς κόπους και θυσίες, έβγαλε τη χώρα από έναν Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και από έναν βαρύτατο εμφύλιο σπαραγμό, και την έβαλε σιγά-σιγά σε μία τροχιά ανάπτυξης, με το βιοτικό επίπεδο και τις υποδομές της χώρας να βελτιώνονται διαρκώς· εν συνεχεία η γενιά του Πολυτεχνείου απήλαυσε τους καρπούς μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πλέον χώρας, ιδιαίτερα δε από τη δεκαετία του ΄80 και εντεύθεν, οπότε και ανέβηκε κατακόρυφα το βιοτικό επίπεδο του μέσου έλληνα, με κατάληξη την «ευδαίμονα» δεκαετία του ΄95-΄05: μεγάλα δημόσια έργα, χρηματιστήριο, είσοδος στην ΟΝΕ (αλλά και είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ), Ολυμπιακοί Αγώνες κ.λπ. Αυτή η «άνοιξη της σύγχρονης Ελλάδας» είχε όμως ένα σοβαρότατο τίμημα: η συνεχής άνοδος του βιοτικού επιπέδου βασίσθηκε, σε μεγάλο βαθμό, σε έναν αλόγιστο διεθνή δανεισμό της χώρας και, όπως ήταν φυσικό, κάποια στιγμή η κατάσταση έφθασε στο απροχώρητο, με συνέπεια η βόμβα να σκάσει πλέον στα χέρια της γενιάς του 2010, της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που καλείται να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Είναι η γενιά της κρίσης, και αν δεν θέλει να γίνει μία «χαμένη γενιά» (κατά Φιτζέραλντ), θα πρέπει επιτέλους να ορίσει η ίδια το μέλλον της και να συμμετάσχει ενεργά στις πολιτικές διαδικασίες. Η γενιά της κρίσης πρέπει να γίνει η γενιά της ευθύνης, η γενιά της ευκαιρίας.
Ο Kant και η αρχή της ατομικής ευθύνης
Σε κρίσιμες ιστορικά στιγμές, όπως αυτή που ζούμε, ο σκεπτόμενος πολίτης κάθε ηλικίας δεν μπορεί να παραμένει απαθής. Πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του, ακολουθώντας μία θεμελιώδη καντιανή προτροπή, η οποία εγκλείεται στον ορισμό της έννοιας του Διαφωτισμού που μας δίνει ο μεγάλος φιλόσοφος: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεσαι το νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτή την ανωριμότητα όταν η αιτία της βρίσκεται όχι στην ανεπάρκεια του νου, αλλά στην έλλειψη αποφασιστικότητας και θάρρους». Ο Kant, με τον ορισμό αυτό, καταδεικνύει κατ’ ουσίαν την αρχή της ατομικής ευθύνης: κάθε άτομο έχει καθήκον να συμβάλλει ενεργά στην προσπάθεια για βελτίωση του εαυτού του αλλά και της κοινωνίας· και τούτο, διότι η πρόοδος δεν έρχεται νομοτελειακά, τρόπον τινά ως αποτέλεσμα κάποιων ανώτερων δυνάμεων, αλλ’ αποτελεί συνέπεια της βούλησης του ανθρώπου και της ηθελημένης προσπάθειάς του. Με άλλα λόγια, η πρόοδος ή η στασιμότητα μιας κοινωνίας εξαρτώνται από τη βούληση και τις ικανότητες των μελών μιας κοινωνίας, των πολιτικών και των ηγετών αυτής. Και ο πολίτης που στέκεται απαθής, από έλλειψη θάρρους ή αποφασιστικότητας, συμβάλλει στη στασιμότητα και την παρακμή.
Έτσι, η στάση ενός σύγχρονου, υπεύθυνου πολίτη πρέπει να διέπεται πρωτίστως από την καντιανή αρχή της ατομικής ευθύνης, ιδίως εν μέσω μιας βαθιάς κοινωνικο-οικονομικής κρίσης. Ειδικότερα, ο έλληνας πολίτης του σήμερα πρέπει, με θάρρος και αποφασιστικότητα, να εκφράσει τη γνώμη του για το αύριο, να πει πώς θέλει να διαμορφωθεί μία σύγχρονη πολιτική πρόταση και ιδίως ποιά θα πρέπει να είναι τα πρόσωπα που θα επωμισθούν το βάρος υλοποίησης της πρότασης αυτής. Εν κατακλείδι, ο έλληνας πολίτης του σήμερα καλείται να σκιαγραφήσει ένα νέο πρότυπο πολιτικού – εφόσον βεβαίως κάτι τέτοιο είναι εξ αντικειμένου εφικτό.
Από τον Kant στον Weber
Πολύτιμος οδηγός μας στην προσπάθεια αναζήτησης του ιδανικού τύπου του σύγχρονου πολιτικού δεν μπορεί να είναι άλλος από την κλασσική – και γι’ αυτό πάντα επίκαιρη – πραγματεία του Max Weber «Η πολιτική ως επάγγελμα».
Μία πρώτη βεμπεριανή διάκριση, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα στο πλαίσιο της «ελληνικής υπόθεσης», είναι εκείνη μεταξύ των πολιτικών που ζουν «για» την πολιτική και εκείνων που ζουν «από» την πολιτική. Στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών ευδοκίμησε περισσότερο το δεύτερο είδος. Είναι εκείνοι οι εκάστοτε μεσάζοντες, κυρίως μεσαία προς μικρομεσαία κομματικά στελέχη, που μεσολαβούν μεταξύ του εκλογικού σώματος και της ανώτερης εξουσίας για τη διανομή δημοσίων θέσεων και αξιωμάτων. Παίζουν κατ’ ουσίαν τον ρόλο ενός εμπορικού πράκτορα – ή «προκρίτου» –, κατέχοντας δε ένα τιμάριο εξουσίας έχουν μετατρέψει την πολιτική σε μόνιμη πηγή εισοδήματος. Πάθος ή έστω ενδιαφέρον για προσφορά στα κοινά δεν εκδηλώνεται στη δράση τους. Ο μεσολαβητικός τους μάλιστα ρόλος δυσκολεύει πολύ τα πράγματα για εκείνους τους πολιτικούς που ζουν «για» την πολιτική, αφού αυτοί αναγκάζονται τελικά να συναλλαγούν με τους «προκρίτους», κυρίως προς εξασφάλιση των αναγκαίων ψήφων. Αμφότερες, πάντως, οι δύο αυτές κατηγορίες συνιστούν εν τέλει τους εν ευρεία εννοία κατ’ επάγγελμα πολιτικούς.
Οι κατ’ επάγγελμα πολιτικοί όμως αντιδιαστέλλονται προς τους λεγόμενους επ’ ευκαιρία πολιτικούς. Εδώ μιλάμε πλέον για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, που έχει μία καθαρά ευκαιριακή σχέση με την πολιτική, είτε απλώς διά της ψήφου είτε μέσω μιας περιστασιακής συμμετοχής στη διαδικασία παραγωγής πολιτικής (λ.χ. αρθρογραφώντας, μιλώντας σε δημόσια fora κ.λπ.). Πρόκειται εν ολίγοις για την κοινωνία των πολιτών. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο φαίνεται ότι στη χώρα μας οι ανησυχίες της κοινωνίας των πολιτών εισακούονται όλο και λιγότερο από τους επαγγελματίες της πολιτικής, οι οποίοι έτσι έχασαν τον συγχρονισμό τους με την υπόλοιπη κοινωνία και τις ανάγκες του αύριο, βυθιζόμενοι σιγά-σιγά στον φαύλο κύκλο των πελατειακών σχέσεων, με κύριο μέσο εξυπηρέτησης αυτών τον κρατικό κορβανά.
Η αφοσίωση των κατ’ επάγγελμα πολιτικών στο πελατειακό σύστημα συνδυάσθηκε με τον παραμερισμό της λεγόμενης ηθικής της ευθύνης, της ευθύνης δηλαδή του πολιτικού για τις απώτερες συνέπειες των πράξεων ή παραλείψεών του: η πολιτική των συγκυριών και του απροσχεδίαστου κυριάρχησε· η διαρκής εξυπηρέτηση ρουσφετολογικών αιτημάτων τορπίλισε κάθε προσπάθεια για εκ βάθρων μεταρρυθμίσεις· η πολιτική λογοδοσία για τις συνέπειες πράξεων ή παραλείψεων αφέθηκε για εύθετο χρόνο. Ασφαλώς μεν υπήρξαν και φωτεινές εξαιρέσεις, δυστυχώς όμως παρέμειναν εξαιρέσεις.
Τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ιδανικού πολιτικού: ένα πρώτο ερέθισμα
Σήμερα αναζητούμε ένα νέο πρότυπο πολιτικού, κατ’ ουσίαν μία νέα γενιά πολιτικών που θα μπορέσει να βγάλει τον τόπο από το τέλμα και την παρακμή. Και πάλι ο Weber μάς δίνει εδώ μία πρώτη, αλλ’ εδραία αφετηρία: ο πολιτικός που αναζητούμε πρέπει να φέρει τρία κατά βάσιν χαρακτηριστικά, ήτοι α) πάθος για τα κοινά και την κοινωνική πρόοδο, β) αίσθημα ευθύνης και γ) αίσθηση του μέτρου. Αν και το πρώτο χαρακτηριστικό μοιάζει prima facie να αντιφάσκει με τα επόμενα δύο, μία προσεκτική, συνδυαστική ματιά και στα τρία διαλύει την αρχική αυτή εντύπωση. Πάθος για τα κοινά σημαίνει ανιδιοτελή διάθεση προσφοράς, σημαίνει αφοσίωση σε μία «υπόθεση» και τα επιμέρους προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν, πίστη στις μεταρρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την κοινωνική πρόοδο· το πάθος όμως αυτό δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε στείρες εξάρσεις ή σε μία χυδαία ματαιοδοξία, γι’ αυτό και πρέπει να δαμασθεί από το αίσθημα ευθύνης και την αίσθηση του μέτρου. Ο πολιτικός που φέρει και τις δύο τελευταίες αυτές ιδιότητες ξέρει να κρατά απόσταση από την πραγματικότητα, να την αφήνει να επιδρά επάνω του με εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία, να μη παθιάζεται με πρόσωπα και πράγματα, περαιτέρω δε να επιλέγει ικανούς και υπεύθυνους συνεργάτες, να θέτει συγκεκριμένους στόχους, να προγραμματίζει σε βάθος χρόνου και βεβαίως να προϋπολογίζει κάθε φορά καλά τις συνέπειες των αποφάσεών του, με γνώμονα το θεμελιώδες αίτημα της κοινωνικής προόδου. Έτσι, το πάθος συνταιριάζεται με το μέτρο στην δράση και την ευθύνη για το αύριο και αποδίδει ένα διαρκές για την κοινωνία αποτέλεσμα. Εν ολίγοις, ο ιδανικός πολιτικός πρέπει να παθιάζεται με τα προβλήματα, ενώ η δράση του πρέπει να κατευθύνεται από τη σαφή γνώση των στόχων που μπορεί να πραγματοποιήσει με τα μέσα που έχει κάθε φορά στη διάθεσή του.
Ο συνδυασμός ιδιοτήτων όπως οι προαναφερθείσες – πάθος, αίσθημα ευθύνης, αίσθηση του μέτρου – είναι ίσως το ζητούμενο για τον ιδανικό τύπο του σύγχρονου πολιτικού, ενός πολιτικού που μπορεί στη χώρα μας να μετατρέψει τη γενιά του 2010 από μία χαμένη γενιά σε μία γενιά της ευκαιρίας.
Η στοχοθεσία του αφιερώματος
Το Βήμα Ιδεών, θεωρώντας θεμέλιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος την ελεύθερη έκφραση των σκέψεων, των τάσεων και των διεκδικήσεων, πιστεύει ότι θα πρέπει να ακουστεί ο σφυγμός της κοινωνίας των πολιτών. Πρωτίστως των νέων ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την κοινωνική πρόοδο και αναλαμβάνουν πρόθυμα το μερίδιο της κοινωνικής ευθύνης που τους αναλογεί, διατυπώνοντας ανοιχτά την άποψή τους για το επιθυμητό πρότυπο του σύγχρονου πολιτικού, εκφράζοντας δε ακόμη και τον προβληματισμό τους σχετικά με την ίδια τη δυνατότητα σκιαγράφησης ενός τέτοιου προτύπου στο πλαίσιο του υπάρχοντος σήμερα πολιτικού συστήματος.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα Ιδεών της 5.6.2010, σ. 19-20.