Η πόλη Ρακκά της βόρειας Συρίας είναι μία από τις πόλεις που ελέγχει η οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε», η περίφημη ISIS. Η οργάνωση έχει επιβάλει εδώ και καιρό ένα καθεστώς τρόμου στην πόλη, όπου ένοπλες ισλαμικές «πολιτοφυλακές» περιπολούν, θεωρώντας χρέος τους να εφαρμόσουν άτεγκτα τον ιερό ισλαμικό νόμο, τη σαρία. Σε μία τηλεοπτική λήψη, μάλιστα, ένας ημιπαράφρων πολιτοφύλαξ εμφανίζεται υπερήφανος που επιπλήττει μουσουλμάνο «αδελφό» για τον τρόπο που είναι ενδεδυμένη η σύζυγός του, αφήνοντας εν συνεχεία αυτάρεσκα το υπονοούμενο ότι όπου δεν πίπτει λόγος έρχεται η σειρά των όπλων να μιλήσουν.
Είναι προφανές ότι στο βόρειο Ιράκ και τη βόρεια Συρία η ισλαμική βία αρχίζει να λαμβάνει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Η ISIS επιδιώκει την εξόντωση των πάσης φύσεως και ομολογίας «απίστων», με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός μεγάλου χαλιφάτου, όπου θα δεσπόζει η τήρηση του ιερού ισλαμικού νόμου. Τι είναι όμως στην πραγματικότητα ο νόμος αυτός;
Κατ’ ακριβολογία, «al-sharia’a» σημαίνει το μονοπάτι της ερήμου που οδηγεί στην πηγή του νερού. Κύριες πηγές της σαρίας είναι το Κοράνι και οι διδασκαλίες του Προφήτη Μωάμεθ (που περιέχονται στα περιώνυμα χαντίθ). Η σαρία δεν παριστά όμως απλώς ένα νομικό κώδικα, αλλά πολύ περισσότερο ανακλά τον διαμέσου των αιώνων διαμορφωθέντα ισλαμικό τρόπο ζωής.
Μολονότι οι ποινικές κυρώσεις της σαρίας αποτελούν συγκριτικά ένα μικρό μόνον τμήμα του ισλαμικού δικαίου, η σκληρότητά τους δικαιολογημένα εμποιεί φόβο στον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο. Πέραν των γνωστών ίσως εκφάνσεων του ισλαμικού νόμου, όπως λ.χ. η αρχή του αντιπεπονθότος –που ιστορικά δεν αποτελεί χαρακτηριστικό μόνον της σαρίας–, υφίστανται παράλληλα όχι και τόσο ευρέως γνωστές πτυχές του, οι οποίες καταδεικνύουν μία σαφέστατη πολιτισμική υστέρηση: αρκεί να σκεφτεί κανείς λ.χ. ότι η σεξουαλική κακοποίηση της γυναίκας τιμωρείται μόνον όταν τέσσερις ενήλικες μάρτυρες βεβαιώνουν το γεγονός, ενώ το αδίκημα της αποστασίας (δηλαδή της εγκατάλειψης της πίστης) τιμωρείται στο Ιράν με τη θανατική ποινή.
Η σαρία ρυθμίζει ωστόσο και άλλες πτυχές του καθ’ ημέραν βίου, από την προσευχή και τη νηστεία μέχρι τις σχέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Κοινός παρονομαστής των περί οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου ρυθμίσεων είναι η απαράδεκτη αντιμετώπιση που επιφυλάσσεται στις γυναίκες. Τα σχετικά παραδείγματα που μαρτυρούν τη σαφώς υποδεέστερη θέση της γυναίκας είναι πολυάριθμα: λ.χ. μία μουσουλμάνα δεν επιτρέπεται να παντρευτεί μη μουσουλμάνο, ενώ ένας μουσουλμάνος μπορεί να νυμφευτεί χριστιανή ή εβραία· ένας άνδρας μπορεί να έχει μέχρι τέσσερις γυναίκες· ο σύζυγος μπορεί μονομερώς και άνευ λόγου να δώσει τέλος στην έγγαμη συμβίωση (τάλακ), ενώ η σύζυγος πρέπει να επικαλεσθεί κάποιον ειδικό προς τούτο λόγο (όπως λ.χ. τον εθισμό του συζύγου της στα ναρκωτικά), το δε συναινετικό διαζύγιο εφέλκεται συχνά την παραίτηση της γυναίκας (τεφρίκ) από όλα τα δικαιώματά της (διατροφής, επιμέλειας των τέκνων κ.ά.)· επίσης, στο πεδίο του κληρονομικού δικαίου, οι υιοί κληρονομούν διπλάσιο μερίδιο σε σχέση με τις κόρες.
Είναι μάλλον πρόδηλο ότι η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ρυθμίσεων δεν θα μπορούσε να σταθεί στα σύγχρονα δυτικά κράτη. Πέραν του γεγονότος ότι θα προσέκρουε στους θεμελιώδεις κανόνες περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θα παρεβίαζε σαφώς την αρχή της ισότητας και ιδίως της ισότιμης μεταχείρισης των δύο φύλων.
Και όμως: η Ελλάδα είναι ένα ευρωπαϊκό κράτος –μάλλον το μοναδικό– που ανέχεται την εφαρμογή της σαρίας εντός της επικράτειάς του. Η ανοχή αυτή ισχύει αποκλειστικά και μόνον για την περιοχή της Δυτικής Θράκης, όπου και λειτουργούν τα τρία Ιεροδικεία, στο πλαίσιο των οποίων ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοτική εξουσία επί οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών, και δη κατ’ ουσίαν ανέλεγκτη. Εν τούτοις, δεν χωρεί αμφιβολία ότι βασικές αρχές του Ελληνικού Συντάγματος, όπως προεχόντως η αρχή της ισότητας των φύλων, η απαγόρευση των διακρίσεων με βάση το θρήσκευμα και η αρχή του φυσικού δικαστή, δεν επιτρέπουν την εφαρμογή της σαρίας επί της ελληνικής επικράτειας, όσο ευαίσθητες και αν είναι οι ισορροπίες που πρέπει να τηρηθούν με τη μουσουλμανική κοινότητα της Δυτικής Θράκης – βεβαίως, για να ακριβολογούμε, οι ισορροπίες αυτές αφορούν κατ’ αρχήν μόνον στον άρρενα πληθυσμό, και όχι στις γυναίκες που είναι και τα κατ’ εξοχήν θύματα της σαρίας.
Εν γένει, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι στις έννομες τάξεις του σύγχρονου δυτικού κόσμου η αδράνεια δεν μπορεί να είναι εν προκειμένω επιλογή, καθώς εκθέτει σε σοβαρούς κινδύνους τα ίδια τα μέλη των μουσουλμανικών κοινοτήτων. Ο δυτικός κόσμος πρέπει να περιφρουρήσει θεμελιώδη πολιτισμικά του κεκτημένα, όπως είναι το κράτος δικαίου και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η συνεπής δε προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε συνδυασμό με την αδιαπραγμάτευτη τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου εξασφαλίζουν μεσο-μακροπρόθεσμα ειρηνικότερους όρους συμβίωσης μεταξύ χριστιανικών και μουσουλμανικών πληθυσμών. Και το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία ιδίως για τη χώρα μας, που βρίσκεται σε επικίνδυνη εγγύτητα με τις εστίες έξαρσης της ισλαμικής βίας, αποτελώντας ίσως ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 4.9.2014, σ. 11.