Τους τελευταίους μήνες φαίνεται ότι ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας πορεύθηκε ένα ακόμη ανορθολογικό μονοπάτι, υπό την επιρροή, προφανώς, και της ζάλης που έχει προκαλέσει σε όλους μας η παρατεινόμενη πολιτικο-οικονομική αβεβαιότητα στη χώρα. Ειδικότερα: Πολλοί πολίτες ανέλαβαν από τις τράπεζες το σύνολο ή, τουλάχιστον, σημαντικό μέρος των καταθέσεών τους, ενέργεια που υπό προϋποθέσεις μπορεί να θεωρηθεί ορθολογική ενόψει της επαπειλούμενης μετάβασης σε εθνικό νόμισμα. Εν συνεχεία όμως, διακατεχόμενοι από ένα ευχάριστο αίσθημα επαύξησης της περιουσίας τους, άρχισαν να προβαίνουν σε μαζικές αγορές, προεχόντως διαρκών καταναλωτικών αγαθών (λ.χ. αυτοκινήτων, ηλεκτρικών συσκευών), θέλοντας ίσως έτσι, συγχρόνως, να διασφαλίσουν και την αξία των χρημάτων τους. Το αίσθημα περιουσιακής επαύξησης ενισχύθηκε και από τη συνεχή αναβολή εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεών μας, η οποία και περιόρισε σημαντικά, από τις αρχές του έτους, το παθητικό των ελληνικών νοικοκυριών.
Σιγά-σιγά, ωστόσο, ζυγώνει πλέον η ώρα της λυπητερής για όλους μας, καθώς αμέσως μετά τις εκλογές μάς περιμένει μία περαιτέρω δραστική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός μας λόγω αυξημένων αμέσων και εμμέσων φόρων, ΕΝΦΙΑ, περαιτέρω περικοπών σε συντάξεις κοκ. Και όσοι ευαρεστήθηκαν από την προσωρινή επαύξηση της περιουσίας τους και ανήλωσαν ένα σοβαρό τμήμα των αποταμιεύσεών τους, θα βρεθούν τώρα προ δυσάρεστων εκπλήξεων. Η μειωμένη δε φοροδοτική ικανότητα –η οποία ασφαλώς δεν θα οφείλεται μόνο στην ανωτέρω συμπεριφορά, αλλά και στη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των εισοδημάτων μας– θα πλήξει και τα δημόσια έσοδα, με άδηλες περαιτέρω συνέπειες για την πορεία υλοποίησης του σταθεροποιητικού προγράμματος της χώρας.
Δεν πρέπει όμως να απελπιζόμαστε. Εν γένει, η προπεριγραφείσα ανορθολογική συμπεριφορά δεν είναι κάτι ξένο στην ανθρώπινη φύση. Διότι, όπως διδάσκουν οι συμπεριφορικές επιστήμες, συχνά εμφανίζουμε, ως άτομα, μία έντονη προσκόλληση στο σήμερα (present bias), υποβαθμίζοντας ή παραβλέποντας πλήρως τις μακροπρόθεσμα δυσμενείς συνέπειες σημερινών επιλογών ή αποφάσεών μας που συνδέονται με κόστη και οφέλη· προεξοφλούμε δε συχνά μία καλή μελλοντική τύχη, σε πείσμα, ενίοτε, των περί του αντιθέτου πληροφοριών ή ενδείξεων που έχουμε στη διάθεσή μας. Έτσι, συχνά λαμβάνουμε σήμερα αποφάσεις τις οποίες ο μελλοντικός μας εαυτός δεν θα ελάμβανε (όπως λ.χ. την απόφαση για έναν υπέρμετρο δανεισμό), επιδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό μία ασυνεπή συμπεριφορά μέσα στον χρόνο (time inconsistency), μία περίεργη χρονική μυωπία. Με άλλες λέξεις, οι βραχυπρόθεσμες προτιμήσεις μας αντιφάσκουν προς τις μακροπρόθεσμες, γεννάται δηλαδή μία προτιμησιακή διάσταση ανάμεσα στον σημερινό και τον μελλοντικό μας εαυτό.
Γι’ αυτό, λοιπόν, και δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να προτιμάμε να απολαμβάνουμε στο σήμερα, συχνά δε εντελώς απερίσκεπτα, τους βραχυπρόθεσμα ευχάριστους καρπούς μιας απόφασής μας (λ.χ. να αναλώνουμε τις αναληφθείσες καταθέσεις μας και να χαιρόμαστε με την προσωρινή επαύξηση της περιουσίας μας ή, περαιτέρω, να ακολουθούμε έναν ανθυγιεινό τρόπο ζωής) και συγχρόνως να απωθούμε στο μέλλον τις μακροπρόθεσμα επιβλαβείς ή και καταστροφικές συνέπειες της ίδιας απόφασης, τις οποίες μπορεί και να προβλέπουμε κάποτε με σχετική ακρίβεια (λ.χ. την ενδεχόμενη αδυναμία εκπλήρωσης των φορολογικών και λοιπών υποχρεώσεών μας ή, αντιστοίχως, την εμφάνιση σοβαρών προβλημάτων υγείας). Κατ’ ουσίαν, στις περιπτώσεις αυτές ως αιτία της ανορθολογικής μας ανυπομονησίας προβάλλει ο ανεπαρκής, ή ενίοτε και εντελώς ανύπαρκτος, συνυπολογισμός των απώτερων συνεπειών των αποφάσεων ή επιλογών μας· με μιά φράση: ενίοτε ζούμε τη ζωή μας δίχως αύριο.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τη συγκεκριμένη αδυναμία της ανθρώπινης φύσεως φαίνεται ότι είχε ήδη εντοπίσει ο Θουκυδίδης, όταν διεπίστωνε (Ιστορία, Δ 108) ότι οι άνθρωποι συνηθίζουν (εἰωθότες οἱ ἂνθρωποι) να αποδέχονται απερίσκεπτα αυτό που επιθυμούν, και αυτό που δεν τους βολεύει να το αποδιώχνουν, να το απωθούν (διωθεῖσθαι), στο πλαίσιο μιας, ούτως ειπείν, υπεραναπλήρωσης προσωπικών αδυναμιών ή ελαττωμάτων.
Εν κατακλείδι, δυστυχώς τα τελευταία χρόνια σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας εμφανίζουν συστηματικά μία απόσταση από την κοινή λογική και τον ορθό λόγο, αναφορικά τόσο με αποφάσεις που καθορίζουν τον ατομικό βίο όσο και με επιλογές που επηρεάζουν ευρύτερα το συλλογικό συμφέρον. Η τάση δε αυτή διατρέχει την κοινωνία οριζοντίως και καθέτως, επηρεάζει όλα τα κοινωνικά στρώματα. Και το χειρότερο είναι ότι, ύστερα από τόσα χρόνια διαψεύσεων και αποτυχιών του ανορθολογικού υποδείγματος, μοιάζει να αναμένουμε ως κοινωνία ένα ακόμη ισχυρώτερο σοκ (αλήθεια τι;), για να γίνει το πάθημα μάθημα και να ανακτήσουμε την επαφή με την κοινή λογική και τον ορθό λόγο.
Δεν φτάνουν όμως όσα έχουμε ήδη υποστεί, για να αντιληφθούμε ότι πρέπει πλέον να σταματήσουμε να ζούμε δίχως αύριο, αλλά για το αύριο, ενεργώντας με σύνεση, μεθοδικότητα και δημιουργικό πνεύμα, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο;
*Δημοσιεύθηκε στο protagon.gr.