Οι ορθολογικοί και πραγματικά προοδευτικοί άνθρωποι έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στο μέλλον· έχουν ως πρώτιστο μέλημά τους τη βελτίωση των όρων διαβίωσης, την κοινωνική και πολιτισμική πρόοδο και ευημερία. Δυστυχώς όμως σε μία κοινωνία όπως η ελληνική, όπου ο ανορθολογισμός και ο συντηρητισμός καλά κρατούν, συχνά το βλέμμα μας στρέφεται εμμονικά στο παρελθόν, με παραλυτικές σχεδόν συνέπειες για την κοινωνία και το μέλλον της. Συχνά λ.χ. επισκεπτόμαστε το αρχαίο κλέος και αναζητούμε σ’ αυτό στηρίγματα για τις δυσκολίες του σήμερα· εις μάτην βεβαίως. Πολύ πιο έντονο αναδύεται ωστόσο το φαινόμενο όταν ανοίγει η συζήτηση για τον αιματηρότατο ελληνικό εμφύλιο: η συζήτηση αυτή γρήγορα εκτρέπεται, η πόλωση κυριαρχεί, η έγνοια για το κοινό μέλλον υποχωρεί.
Ασφαλώς η συζήτηση για τον εμφύλιο είναι μία συζήτηση που πρέπει να γίνεται: έχουν πολλά ακόμη να πουν και να ερευνήσουν ιδίως οι ιστορικοί, οι πολιτικοί επιστήμονες, οι άνθρωποι της τέχνης. Η φιλαλήθεια και η συνέχιση της ιστορικής έρευνας θα ωφελήσουν τη χώρα, ούτε λόγος. Εθνικόν, άλλωστε, το αληθές. Πρέπει να συζητήσουμε ανοιχτά, ώριμα, ψύχραιμα. Θύτες και θύματα (και οι συγγενείς τους) πρέπει να ανταλλάξουν ιστορίες και βιώματα, να αναζητήσουν κοινούς τόπους και να διατηρήσουν την ιστορική μνήμη ζωντανή. Όχι για τη συντήρηση του διχασμού, αλλά για την αποφυγή ενός νέου στο μέλλον.
Σε επίπεδο όμως τρέχουσας πολιτικής αντιπαράθεσης, η τακτική προσπάθεια πολιτικής εργαλειοποίησης του εμφυλίου και του βαρύτατου τιμήματος που πλήρωσε ο τόπος –και σε ανθρώπινες ζωές και ως συλλογικό ψυχικό τραύμα– βλάπτει σοβαρά τη δημοκρατία μας. Ιδίως δε η επιμονή σε διχαστικά διλήμματα, οι διαχωρισμοί μεταξύ προδοτών και πατριωτών, εξωνημένων και μη, μόνον πίσω μας πάνε. Και προφανώς συνιστούν δείγματα πολιτικής και πολιτισμικής παρακμής.
Υπάρχουν, δυστυχώς, πολιτικοί ή δημοσιολογούντες που, αντί να επιζητούν τη συναίνεση, συντηρούν μία πολιτική αντιπαράθεση με εμφυλιοπολεμικούς όρους, είτε για να χτίσουν πολιτικές καριέρες είτε για να μπορέσουν να επιβιώσουν πολιτικά σε ένα διαφορετικό πλέον –εγχώριο και διεθνές– περιβάλλον που αδυνατούν να κατανοήσουν. Στερούμενοι σοβαρών προτάσεων για τη νέα εποχή και ιδίως τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο χάρτη καταμερισμού εργασίας και παραγωγής πλούτου, δηλητηριάζουν τον δημόσιο λόγο και την κοινωνία με μία κλιμακούμενη δημαγωγία. Ιδανικό τους μοιάζει να είναι μία περίκλειστη Ελλάδα, που θα τρώει διαρκώς τις σάρκες της. Προβάλλουν, μάλιστα, συχνά στο συλλογικό φαντασιακό τη βία ως εργαλείο κοινωνικής αλλαγής και επίλυσης διαφορών, στη θέση μιας έλλογης δημοκρατικής αντιπαράθεσης και συνύπαρξης, στη θέση του κράτους δικαίου. Επόμενο είναι φαινόμενα βίας, τρομοκρατίας και εν γένει ανομίας να αυξάνονται και να υπονομεύουν πλέον βασικούς όρους του κοινωνικού συμβολαίου.
Τον Μάιο του 1984 έγινε μία ιστορική συνάντηση. Συναντήθηκαν τότε δύο στρατηγοί του εμφυλίου, ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος και ο Μάρκος Βαφειάδης, οι οποίοι είχαν ζήσει στο πετσί τους τον εμφύλιο, τον διχασμό, τους νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Το παράδειγμα της χειραψίας τους πρέπει να μας λέει πολλά. Ιδίως στις νεώτερες γενιές, που δεν έχουν ζήσει τη φρίκη του πολέμου αλλ’ απερίσκεπτα ενίοτε αναπαράγουν εμφυλιοπολεμικά συνθήματα. Όσοι συμμετείχαν στον εμφύλιο μπορούσαν να αντιληφθούν την περιπλοκότητα της κατάστασης, τα τραγικά ηθικά διλήμματα, την πιθανότητα του έντιμου λάθους.
Δίχως αμφιβολία, ο εμφύλιος έχει αφήσει βαρύ αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία. Η εθνική συμφιλίωση περνάει πρωτίστως μέσα από τη συμφιλίωσή μας με την ιδέα ότι, ως πολιτική κοινότητα, πρέπει να επουλώσουμε οριστικά εκείνες τις πληγές και να κοιτάξουμε επιτέλους μπροστά. Όποιος κοιτάει συνεχώς πίσω του, κάποια στιγμή θα σκοντάψει. Και η πατρίδα μας δεν έχει την πολυτέλεια για άλλα στραβοπατήματα ή πισωγυρίσματα, που θα μας βλάψουν όλους εξίσου. Τον εμφυλιοπολεμικό μανιχαϊσμό τον έχουμε πληρώσει βαριά· ώρα να δούμε τους «άλλους» ως συνανθρώπους μας, ως συνοδοιπόρους (βλ. και τις αντίστοιχες, ψύχραιμες επισημάνσεις Π.Πικραμμένου, επιτ. προέδρου ΣτΕ και πρώην υπηρεσιακού Πρωθυπουργού, στην «Καθημερινή» της 10.9.17).
Ναι, είναι αλήθεια, «η τέχνη να χωρίζεις ανθρώπους στα δυο / είναι μεγάλη· φαντάσου, η ευθύνη». Οι στίχοι προέρχονται από το ποίημα «Divide et impera» της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη (από την εξαιρετική συλλογή της «Η επιστροφή των νεκρών», εκδ. Πόλις 2017). Το ποίημα –με τον διόλου τυχαίο τίτλο …«διαίρει και βασίλευε»– συνιστάται ιδιαιτέρως σε όσους ομνύουν πίστη στον περίεργο αυτόν ελληνικό θεό, τον Δίχα· σε όσους επιμένουν να μην βλέπουν «τίποτε ανάμεσα», «τίποτε από την ντροπή για το σκοπό που αγιάζει τα μέσα / και τίποτε από την έπαρση του δίκιου».
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 17.12.2017, σ. 26.