Περί τις αρχές του 17ου αι., ένας γερμανός επιχειρηματίας έχει δύο γιους και επιθυμεί, με τη βοήθειά τους, να επεκτείνει τη δραστηριότητά του εκτός Γερμανίας. Στέλνει τον έναν γιο στο Άμστερνταμ και τον άλλον στη Μαδρίτη, για να κάνουν εκεί επενδύσεις. Ο πρώτος δανείζει το κεφάλαιο, που του εμπιστεύθηκε ο πατέρας του, σε έναν ολλανδό υποδηματοποιό που θέλει να κατακτήσει την αγορά του Παρισιού· ο δεύτερος δανείζει τον βασιλιά της Ισπανίας, προκειμένου ο τελευταίος να χρηματοδοτήσει έναν πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Και τα δύο δάνεια έπρεπε να αποπληρωθούν εντόκως μετά ένα έτος. Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίσσονται καλά: ο μεν ολλανδός έμπορος αποτυγχάνει να εγκαινιάσει νέα μόδα στο Παρίσι, ο δε βασιλιάς της Ισπανίας ζητεί πλέον ακόμη περισσότερα χρυσά νομίσματα για τις αυξανόμενες ανάγκες του πολέμου· αμφότεροι αρνούνται να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Ο γερμανός πατέρας είναι οργισμένος και ζητεί από τους γιους του να διεκδικήσουν τα οφειλόμενα ποσά. Ο ένας αδερφός ασκεί αγωγή σε ισπανικό δικαστήριο αλλά δεν έχει τύχη, καθώς τα εκεί δικαστήρια υπόκεινται στην άμεση εξουσία του βασιλιά και έτσι οι δικαστές κάνουν ό,τι εκείνος θελήσει. Στην Ολλανδία, όμως, τα δικαστήρια δεν ελέγχονται από την εκτελεστική εξουσία ή κάποιους πρίγκιπες και παρέχουν προστασία στον επενδυτή γιο, επιβάλλοντας κατάσχεση στα περιουσιακά στοιχεία του ολλανδού εμπόρου. Ο πατέρας πήρε έτσι το μάθημά του: καλύτερα να κάνεις δουλειές με εμπόρους παρά με βασιλείς, και καλύτερα να τις κάνεις σε ολλανδικό έδαφος παρά σε ισπανικό.
Το παραπάνω φανταστικό –αλλ’ εύγλωττο– παράδειγμα προέρχεται από το ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο του Yuval Noah Harari «Sapiens» (2011). Η ιδέα, που αναπτύσσεται στο οικείο κεφάλαιο και έχει αναδειχθεί στη δημόσια σφαίρα και από τους Acemoglu/Robinson στο βιβλίο τους «Why Nations Fail» (2012), είναι εξαιρετικά σημαντική: Χώρες, όπως η Ολλανδία, παρά το μικρό δέμας τους, μπόρεσαν να εξελιχθούν σε παγκόσμιες δυνάμεις, κυρίως επειδή στήριξαν μέσα στον χρόνο τους βασικούς θεσμούς που συγκροτούν ένα σύγχρονο κράτος δικαίου – εντός, βεβαίως, των δικών τους επικρατειών, διότι δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς τη βία με την οποία επιβλήθηκαν εν γένει οι αποικιοκρατικές δυνάμεις στις διάφορες περιοχές του πλανήτη και τα δεινά που αυτή προκάλεσε.
Το παράδειγμα της Ολλανδίας είναι πράγματι χαρακτηριστικό: το ολλανδικό χρηματο-οικονομικό σύστημα απέκτησε διεθνές κύρος, επειδή στη χώρα τέθηκαν σε περίοπτη θέση η τήρηση των συμβάσεων και η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, προεχόντως μέσω ενός ανεξάρτητου δικαστικού συστήματος. Έτσι, προσείλκυσε διεθνή κεφάλαια, τα οποία αποφεύγουν, από την άλλη μεριά, να επενδύουν σε χώρες με αυταρχικά-δικτατορικά καθεστώτα, που μικρή σημασία αποδίδουν στο κράτος δικαίου, τις εγγυήσεις περί προστασίας των ατομικών ελευθεριών και της ατομικής ιδιοκτησίας. Το γεγονός δε ότι η πρωτοβουλία των οικονομικών κινήσεων βρέθηκε στα χέρια των εμπόρων –και όχι βασιλέων– εξασφάλισε σε χώρες, όπως η Ολλανδία ή η Μ.Βρετανία, την ευρεία διασπορά του παραγόμενου πλούτου μέσα στην κοινωνία. Αντιθέτως, σε άλλα κλειστά συστήματα εξουσίας, η διανομή του πλούτου από τις κατακτήσεις και τις αποικίες του νέου κόσμου περιορίστηκε στους κόλπους της άρχουσας τάξης ή μόνο της αυλής του βασιλιά.
Η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους δικαίου αποτελεί, συνεπώς, βασικό όρο για τη γενικότερη ευημερία και οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Δυστυχώς στην Ελλάδα συχνά λησμονούμε αυτή την κρίσιμη παράμετρο, όταν μιλάμε για την ανάγκη προσέλκυσης σοβαρών επενδυτών. Αναφέρουμε διάφορα κίνητρα (πολλά από αυτά σωστά), παραλείπουμε όμως συχνά το πιο σημαντικό: την ανάγκη ύπαρξης σταθερών θεσμών και εύρυθμης λειτουργίας του κράτους δικαίου.
Και για να γίνω σαφέστερος: Ένας σοβαρός διεθνής επενδυτής δύσκολα θα εμπιστευθεί μία χώρα όπου όλα χρειάζεται να περάσουν από το πρωθυπουργικό γραφείο και να γίνουν «με εντολή πρωθυπουργού» καθ’ υπέρβασιν των ορίων του άρθρου 82 Συντ., όπως λ.χ. να δοθούν άδειες για μία επένδυση, να αρθούν δικαστικά εμπόδια κοκ· ένας τέτοιος επενδυτής μάλλον δεν θα εντυπωσιαστεί από το «προσωπικό πρωθυπουργικό ενδιαφέρον», αλλ’ απλώς θα σκεφτεί ότι, όταν αλλάξει η κυβέρνηση, θα είναι πλέον στο έλεος των διαθέσεων του επόμενου Πρωθυπουργού και του περιβάλλοντός του, που, ελέγχοντας ολόκληρο το «σύστημα», μπορεί λ.χ. να αποφασίσουν αίφνης την ανάκληση μιας άδειας. Επίσης, δύσκολα θα εμπιστευθεί ένας επενδυτής μία χώρα όπου η δικαιοσύνη φαίνεται να λειτουργεί κι αυτή ενίοτε «κατόπιν εντολής πρωθυπουργού» ή «εθιμοτυπικών» επισκέψεων υπουργών σε ανώτατα δικαστήρια (όποιες κι αν είναι οι ουσιαστικές διαστάσεις της ερευνώμενης δικαστικά υπόθεσης) ή, περαιτέρω, όπου υπουργοί επιδιώκουν, αμέσως ή εμμέσως, να ελέγξουν τον τύπο. Όλα αυτά δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, ούτε σοβαρότητα.
Προφανώς, τα ανωτέρω εκφυλιστικά φαινόμενα δεν είναι τωρινά· οι ευθύνες διαδοχικών κυβερνήσεων και κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών της μεταπολίτευσης είναι μεγάλες. Πλέον όμως έχουμε φθάσει σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο, ιστορικό χαμηλό. Όσο δε οι θεσμοί μας και το κράτος δικαίου φθίνουν, ας μην περιμένουμε σοβαρές επενδύσεις στη χώρα και δραστική αύξηση του ΑΕΠ.
Οικονομική και θεσμική κρίση είναι αλληλένδετες. Η διττή αυτή κρίση θα έχει πραγματικά ξεπεραστεί στην πατρίδα μας, όταν η «εντολή του Πρωθυπουργού» θα περιορίζεται στο πλαίσιο των συνταγματικών του αρμοδιοτήτων και δεν θα εμπλέκεται στις υποθέσεις των άλλων λειτουργιών ενός κράτους δικαίου.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 17-18.2.2018, σ. 14.