Αλήθεια, πόσοι γνωρίζουμε ότι στη χώρα μας είμαστε όλοι δωρητές οργάνων, εκτός αν δηλώσουμε ρητώς την αντίρρησή μας; Κι όμως, έτσι έχουν κατ’ αρχήν τα πράγματα: σύμφωνα με το άρ. 9 παρ. 2 ν. 3984/2011 –όπως τροποποιήθηκε προσφάτως με το άρ. 260 παρ. 2 ν. 4512/2018–, «η αφαίρεση ενός ή περισσότερων οργάνων, ιστών και κυττάρων από ενήλικο, θανόν πρόσωπο πραγματοποιείται: α) με τη σύμφωνη γνώμη της οικογένειας εφόσον, όσο ζούσε, δεν είχε εκφράσει την αντίθεσή του…».
Δίχως αμφιβολία, όπως μαρτυρεί και η διεθνής εμπειρία, με τη θέση ενός τέτοιου κανόνα προεπιλογής (default/opt-out rule) μπορεί να επιτευχθεί μία δραστική αύξηση του ποσοστού των δωρητών. Μία τέτοια αύξηση είναι, μάλιστα, απολύτως ευκταία στη χώρα μας, που έχει μακρά λίστα αναμονής μοσχευμάτων, με αποτέλεσμα οι συνάνθρωποί μας που χρειάζονται μόσχευμα να βιώνουν μία δραματική κατάσταση. Είναι, όμως, πράγματι αυτός ο ενδεδειγμένος και πρακτικά αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης ενός τόσο σοβαρού προβλήματος;
Εν πρώτοις, με τον ανωτέρω κανόνα προεπιλογής, και ελλείψει σχετικής ενημέρωσης, κατ’ ουσίαν υφαρπάσσεται η συναίνεσή μας για μία τόσο κρίσιμη βιοτική απόφαση. Στην υφαρπαγή αυτή τίθεται, βέβαια, ένα όριο με την προϋπόθεση της σύμφωνης γνώμης της οικογένειας – όριο όμως που δεν αναιρεί τον προβληματικό χαρακτήρα της ρύθμισης. Το βασικό επί της αρχής πρόβλημα που γεννάται εδώ είναι ότι συχνά δεν γνωρίζουμε την ύπαρξη της προεπιλογής αυτής και έτσι παραμένουμε σ’ αυτήν από απλή άγνοια.
Εν γένει δε, για να είναι αποδεκτή μία προεπιλογή ιδίως σε μείζονος σημασίας ζητήματα, όπως αυτό της αυτοδιάθεσης του σώματός μας, θα πρέπει α) να ενημερωνόμαστε με σαφήνεια για την ύπαρξη της προεπιλογής (λ.χ. μέσω μιας δημόσιας εκστρατείας ενημέρωσης) και β) να μην υποχρεούμαστε να καταβάλουμε σημαντικό κόπο (ενέργεια, χρόνο κ.λπ.), προκειμένου να εκδηλώσουμε την αντίθεσή μας στην προεπιλογή.
Τις προϋποθέσεις αυτές, ωστόσο, εξακολουθεί να μην πληροί η νομοθεσία μας περί δωρεάς οργάνων: αφενός μεν δεν υφίσταται ευρεία ενημέρωση των πολιτών για την αυτόματη, ένεκα προεπιλογής, κτήση της ιδιότητας του δότη, αφετέρου δε η διαδικασία της δήλωσης περί αντιρρήσεως παραμένει εντόνως γραφειοκρατική, καθώς απαιτείται σχετική δήλωση προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων με βεβαίωση γνησίου της υπογραφής (άρ. 9 παρ. 3 ν. 3984/2011).
Ενόψει των παραπάνω, θα ήταν προτιμώτερο να υιοθετούσε ο νομοθέτης μία διαφορετική λύση: θα μπορούσε να μην προκαταλαμβάνει τη θέση των πολιτών, αλλά να τους καλεί να λάβουν υποχρεωτικά θέση επί του ζητήματος, αφήνοντας λ.χ. κενό ένα σχετικό τετραγωνίδιο στη φορολογική δήλωση και μην επιτρέποντας την υποβολή αυτής χωρίς τη θετική ή αρνητική απάντηση του πολίτη επί του ερωτήματος της δωρεάς οργάνων, αφού μάλιστα πρώτα θα έχει λάβει εκείνος επαρκή ενημέρωση, μέσω ενός υπερσυνδέσμου, για το πόσο σημαντική είναι η δωρεά. Έτσι, με την απλή σήμανση ενός τετραγωνιδίου κατά τη διαδικτυακή υποβολή της φορολογικής δήλωσης, ο πολίτης θα υποβάλλεται σε έναν αμελητέο κόπο προκειμένου να δεχθεί ή να αρνηθεί την ιδιότητα του δωρητή (σημειωτέον ότι η ίδια μέθοδος θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλα ζητήματα, όπως λ.χ. πού θα επιθυμούσε ο φορολογούμενος να διοχετευθεί ένα τμήμα των φόρων του, όπως γίνεται ήδη σε άλλες χώρες).
Υπό την εκδοχή αυτή ενός συστήματος αναγκαστικής επιλογής –το οποίο προκρίνουν εν προκειμένω και οι αμερικανοί καθηγητές Κας Σάνστιν και Ρίτσαρντ Θέιλερ, κατά τα λοιπά ένθερμοι υποστηρικτές των κανόνων προεπιλογής (βλ. και Καραμπατζό, Καθημερινή της 15.10.2017)–, αφενός μεν η ελευθερία επιλογής των πολιτών θα γίνεται σεβαστή, αφού θα ερωτώνται σχετικώς και μόνον εφόσον συμφωνούν ρητώς θα καθίστανται δωρητές, αφετέρου δε η τυχόν ρητή απόφασή τους υπέρ της δωρεάς θα γίνεται μετέπειτα ευκολότερα σεβαστή από τους συγγενείς τους και δεν θα προσκρούει στην αντίθεσή τους (που ούτως ή άλλως θα είναι αδιάφορη).
Το πρότυπο αυτό της αναγκαστικής επιλογής πράγματι περιφρουρεί την ελευθερία επιλογής μας. Αποτίει δε έτσι σεβασμό και στην προσωπική αυτονομία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, οι οποίες και επιτάσσουν ο καθένας μας να έχει τη δυνατότητα να γράφει ο ίδιος το βιβλίο της ζωής του (self-authorship). Και η θεμελιώδης αυτή δυνατότητα δέχεται καίριο πλήγμα, όταν θεσπίζονται κανόνες προεπιλογής που επενεργούν πίσω από την πλάτη μας, δεν γίνονται δηλαδή αντιληπτοί από εμάς, μολονότι εν τέλει μας δεσμεύουν.
Ήδη πριν από έναν ολόκληρο αιώνα, ο μεγάλος Αμερικανός δικαστής Καρντόζο εξήρε, στην απόφαση-ορόσημο «Schloendorff v. Society of New York Hospital» (1914), τη σημασία της ελευθερίας του αυτοκαθορισμού: «Κάθε ανθρώπινο ον, ενήλικο και έχον σώας τα φρένας, έχει το δικαίωμα να καθορίζει το ίδιο τι θα συμβεί με το δικό του σώμα…» Της θεμελιακής αυτής θέσης δεν μπορεί να αφίσταται ένας σύγχρονος φιλελεύθερος νομοθέτης.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 18.3.2018, σ. 43/7 («νέες εποχές»).