O δημοσιονομικός δικαστικός ακτιβισμός
Το φαινόμενο του δικαστικού ακτιβισμού, που μας απασχολεί τελευταία με αφορμή τις δικαστικές αποφάσεις περί αναδρομικών, δεν είναι καινούριο, ούτε μόνον ελληνικό. Απασχολεί εδώ και δεκαετίες διάφορες έννομες τάξεις ανά τον κόσμο, πρόσφατα δε εντονότερα τις έννομες τάξεις χωρών της Ευρωζώνης που επλήγησαν από την οικονομική κρίση (λ.χ. Πορτογαλία).
Ο δημοσιονομικός δικαστικός ακτιβισμός είχε παρεισφρήσει ήδη παλαιότερα στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η νομολογία περί «επεκτατικής ισότητας», η οποία επέβαλλε τη διεύρυνση σειράς επιδομάτων επί τη βάσει της αρχής της ισότητας (άρ. 4 Συντ.): όταν λ.χ. ένα δικαστήριο διεπίστωνε ότι κάποιο επίδομα δινόταν σε μία κατηγορία υπαλλήλων και όχι σε μία άλλη που είχε παρόμοια χαρακτηριστικά, τότε «επεξέτεινε» την παροχή του επιδόματος και στη δεύτερη.
Την εποχή, βεβαίως, του απερίσκεπτου δημόσιου δανεισμού λίγο μας ενδιέφερε ποιος πλήρωνε εν τέλει τον λογαριασμό των δικαστικώς παρεχόμενων ευεργετημάτων. Το δε πολιτικό σύστημα δεν εξεδήλωνε ιδιαίτερη δυσφορία, αφού και το ίδιο υποσχόταν αυξήσεις και παροχές προς πάσα κατεύθυνση.
Γενικότερα, κατά τις δεκαετίες 1990/2000 κυρίαρχη ήταν η αντίληψη περί απεριόριστων πόρων. Τα τελευταία οκτώ έτη, ωστόσο, η κρίση κατέδειξε ότι οι δημόσιοι πόροι είναι πεπερασμένοι και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή και πνεύμα δικαιοσύνης κατά τη διανομή τους. Οι δε κυβερνήσεις των τελευταίων ετών αποδύονται σε μία αγωνιώδη προσπάθεια τιθάσευσης των πάσης φύσεως ελλειμμάτων, εν μέσω αδυναμίας της χώρας να δανεισθεί από τις αγορές.
Δυστυχώς, όμως, ο δημοσιονομικός δικαστικός ακτιβισμός συνεχίσθηκε και μέσα στην κρίση, υπερβαίνοντας τα όρια ενός θεμιτού ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Ο σφετερισμός αυτός νομοθετικής και κυβερνητικής εξουσίας από τα δικαστήρια έχει θέσει υπό σοβαρή δοκιμασία την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Σε δημοσιονομικά ιδίως θέματα δεν ελλοχεύει μόνον ο κίνδυνος της αυθαιρεσίας, αλλά υφίσταται παράλληλα και έλλειψη των αναγκαίων εξειδικευμένων γνώσεων και πληροφοριών. Διότι ακόμη κι αν αποδίδεται δικαιοσύνη στην ατομικά κρινόμενη περίπτωση, προκαλούνται συγχρόνως σοβαρές αντανακλαστικές συνέπειες σε ευρύτερο επίπεδο, τις οποίες ο δικαστής ενδέχεται να μην είναι καν σε θέση να διαγνώσει. Όπως και συνέβη με τις αποφάσεις περί αναδρομικών: άνοιξαν τον δημοσιονομικό ασκό του Αιόλου.
Σκέψεις προς ανάσχεση του φαινομένου
Προς ανάσχεση του φαινομένου μελλοντικά, θα μπορούσαν ίσως να φανούν χρήσιμες οι ακόλουθες σκέψεις:
- Ιδίως υπό συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας, η δικαστική «επανόρθωση» μιας μισθολογικής ή συνταξιοδοτικής «αδικίας» πλήττει, κατά κανόνα, κάποια άλλη κοινωνική ομάδα ή κρατική λειτουργία, δεδομένου ότι εν γένει η προσνομή πόρων σε μία ομάδα πολιτών σημαίνει αφαίρεση πόρων από μία άλλη. Έτσι, τέτοιου είδους «επανορθώσεις» μπορεί λ.χ. να συνεπάγονται τον περιορισμό των μέσων πυρόσβεσης ή αστυνόμευσης, την περαιτέρω μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ή των επιδομάτων ανεργίας.
Η προσέγγιση των επίμαχων αποφάσεων περί αναδρομικών είναι μυωπική σ’ αυτό το σημείο. Δεν έχουν, άραγε, και οι άνεργοι αξίωση σε αξιοπρεπή διαβίωση, και μάλιστα ισχυρότερη σε σχέση με άλλες λιγότερο ευπαθείς κοινωνικές ομάδες; Αρκεί να υπογραμμισθεί εδώ ένα μόνο στοιχείο, δηλωτικό της εντάσεως του προβλήματος: σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της «ΔιαΝΕΟσις» (https://www.dianeosis.org/research/poverty_greece/), το 2010 οι άνεργοι ήταν 639.000 και οι δικαιούχοι τακτικού επιδόματος ανεργίας 224.000 (ποσοστό κάλυψης 35%), ενώ το 2017 οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.030.000 με τους δικαιούχους του επιδόματος να φθάνουν τους 121.000 (ποσοστό κάλυψης 12%!). Το ερώτημα τώρα αναπόφευκτο: σταθμίσθηκαν κάπως από τα δικαστήρια και τα συμφέροντα των ανέργων κατά τον προσδιορισμό του «αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης» για τους εκάστοτε αιτούντες;
- Τέτοιες, όμως, και άλλες ανάλογες, γενικότερες σταθμίσεις δεν μπορούν να γίνονται από τα δικαστήρια. Σε μία σύγχρονη δικαιοκρατούμενη πολιτεία κατ’ εξοχήν αρμόδιες για την κατανομή των πόρων είναι η νομοθετική και η κυβερνητική εξουσία. Αυτές έχουν πλήρη εποπτεία των κρατικών αναγκών και των δημοσιονομικών περιθωρίων. Οι σχετικές αποφάσεις τους πρέπει να είναι σεβαστές –όπως εξάλλου και οι δικαστικές αποφάσεις–, ακόμη κι όταν είναι εσφαλμένες με όρους ουσιαστικής δικαιοσύνης. Το αν δε μία αναδιαμενητική πολιτική είναι απορριπτέα ή μη θα κριθεί προεχόντως με την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή στην κάλπη.
- Για την πρακτική αντιμετώπιση του περιγραφόμενου εδώ προβλήματος διατυπώνονται διάφορες προτάσεις: από τη σύσταση Συνταγματικού Δικαστηρίου, που θα ελέγχει προληπτικά τη συνταγματικότητα ψηφισμένων νομοσχεδίων (μεταξύ άλλων και δημοσιονομικού χαρακτήρα), μέχρι την αναθεώρηση του άρθρου 72 Συντ., ώστε να παρέχεται η ίδια δυνατότητα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (όπως πρότεινε πρόσφατα η ΝΔ). Εδώ, βεβαίως, εγείρονται σοβαρές ενστάσεις, εγκείμενες αφενός μεν στην επιτυχημένη παράδοση του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων, αφετέρου δε στη συγκέντρωση επικίνδυνων υπερεξουσιών σε τέτοιου είδους δικαστήρια.
Προς το παρόν, προέχει ίσως η ενίσχυση των μαθημάτων οικονομικών στη Σχολή Δικαστών, αλλά και η νομοθετική καθιέρωση της υποχρέωσης των ανωτάτων δικαστηρίων να λαμβάνουν «μελέτες δημοσιονομικών επιπτώσεων» από οικονομικές σχολές ή ινστιτούτα πριν από την έκδοση αποφάσεων με δημοσιονομικό αντίκτυπο.
Η παρτιτούρα του νομοθέτη και ο ερμηνευτής
Παρά τις ανωτέρω παθογένειες, υπάρχουν, αναμφίβολα, εξαιρετικοί δικαστές σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής δικαιοσύνης, που δικάζουν επιτυχώς υπό αντίξοοες συνθήκες, έχουν δε πλήρη συνείδηση της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας και της αποστολής τους.
Ωστόσο, όπως έλεγε ένας γερμανός νομομαθής και πρώην ανώτατος δικαστής, ο Günter Hirsch, ο δικαστής δεν πρέπει να παρασύρεται και να μετατρέπεται από πιανίστας σε συνθέτη, από υπηρέτης δηλαδή της «παρτιτούρας» του νομοθέτη σε διαμορφωτή του δικαίου. Η ανασκευή της παρτιτούρας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την ολότητα. Ο ρόλος δε του «πιανίστα» προσφέρει ήδη σημαντικά περιθώρια στον δικαστή για μία δημιουργική ερμηνεία της νομοθετικής παρτιτούρας, προς την οποία δεν επιβάλλεται ασφαλώς τυφλή αλλά «σκεπτόμενη υπακοή» (Philipp Heck).
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 25.11.2018, σ. 22-23/1-3 («νέες εποχές»).