Το ειδικό καθεστώς που προβλέπει το άρ. 86 Συντ. σχετικά με την ποινική ευθύνη των μελών της κυβερνήσεως και των υφυπουργών έχει μακρά παράδοση στην πατρίδα μας, η οποία ανάγεται ήδη σε αντίστοιχες συνταγματικές προβλέψεις του 19ου αιώνα. Πρόκειται δε για μία εξαιρετική περίπτωση όπου πολιτική και δικαστική εξουσία συμπλέκονται και δεν ακολουθούν δρόμους χωριστούς – όπως, αντιθέτως, επιτάσσει η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρ. 86 Συντ., «μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει», ενώ, σύμφωνα με την παρ. 2, «αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση». Εν συνεχεία, κατά την παρ. 3, η Βουλή μπορεί, με απόφασή της που λαμβάνεται με 151 βουλευτές, να συγκροτήσει ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, κοκ.
Η προηγούμενη, προαναθεωρητική Βουλή ενέταξε στις αναθεωρητέες διατάξεις μόνον εκείνη του εδαφ. β’ της παρ. 3 του άρ. 86, που ορίζει ειδική βραχεία αποσβεστική προθεσμία για τα εν λόγω υπουργικά αδικήματα (: «Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος»). Η πρόταση κατάργησης της ειδικής αυτής αποσβεστικής προθεσμίας υπερψηφίστηκε από ευρεία πλειοψηφία 255 βουλευτών (η περαιτέρω πρόταση της κ.ο. του ΣΥΡΙΖΑ για την προσθήκη ερμηνευτικής δήλωσης στο άρ. 86, που να διευκρινίζει ότι η διάταξη καλύπτει αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση και όχι επ’ ευκαιρία των υπουργικών καθηκόντων, έλαβε 175 θετικές ψήφους). Έτσι, είναι σχεδόν βέβαιο ότι στη νυν Αναθεωρητική Βουλή θα καταργηθεί η ειδική αποσβεστική προθεσμία και θα ισχύει πλέον και για τους υπουργούς η κοινή παραγραφή που προβλέπεται στην ποινική νομοθεσία. Αναμφίβολα θα πρόκειται για μία θετική εξέλιξη, δεδομένου ότι η προνομία της ειδικής αυτής προθεσμίας παραβιάζει έκδηλα την αρχή της ισότητας· λόγος δε ικανός να δικαιολογήσει την ουσιώδη εδώ διαφοροποίηση στη μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες δεν υφίσταται.
Αλλά το πράγμα δεν σταματά εκεί, κατ’ εμέ, καθώς με αφορμή την εν λόγω ρύθμιση τίθεται εν προκειμένω ένα γενικότερο ζήτημα: Μολονότι το άρ. 86 επιφυλάσσει προνομιακή μεταχείριση στους υπουργούς σε δικονομικό κατ’ αρχήν επίπεδο (ρητώς, άλλωστε, απαγορεύεται στο εδαφ. β’ της παρ. 1 του άρ. 86 η θέσπιση «ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων»), το ευαίσθητο ζήτημα της ισότιμης μεταχείρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες παραμένει. Είναι μεν προφανείς και βάσιμοι οι λόγοι αναγνώρισης αυξημένων δικονομικών εγγυήσεων υπέρ των υπουργών (: κίνδυνος ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής, παράλυσης της κυβερνητικής μηχανής, κοκ), αλλά δεν είναι αναγκαίο οι εγγυήσεις αυτές να διέρχονται μέσα από τη Βουλή και το πολιτικό σύστημα. Διότι με την ανάμειξη της Βουλής η εξέταση του ζητήματος της ποινικής ευθύνης ενός υπουργού μοιραία λαμβάνει πολιτικά χαρακτηριστικά και μπορεί, μεταξύ άλλων, να αποτελέσει αντικείμενο πολιτικών σταθμίσεων, διευθετήσεων ή σφοδρών αντιπαραθέσεων, που συχνά θα ξεφεύγουν από το κρίσιμο επίδικο – όπως, εξάλλου, έχει συμβεί αρκετές φορές κατά το παρελθόν. Η αναπόφευκτη αυτή πολιτικοποίηση μιας ποινικής διαδικασίας αφήνει μία πικρή επίγευση στους πολίτες και εντείνει τη δυσπιστία τους έναντι του πολιτικού συστήματος – και δικαίως.
Στο πλαίσιο της τρέχουσας Συνταγματικής Αναθεώρησης δεν μπορεί πλέον να χωρήσει μία εκ βάθρων αναθεώρηση του άρ. 86. Ωστόσο, στο μέλλον θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά μήπως η εξέταση της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβερνήσεως και των υφυπουργών θα πρέπει να ανατεθεί κατ’ αρχήν στον φυσικό δικαστή, δηλαδή στην κοινή ποινική δικαιοσύνη, με τη Βουλή να διατηρεί μόνο την αρμοδιότητα για την παροχή της άδειας δίωξης (δηλαδή άρσης της ασυλίας) και την παράλληλη πρόβλεψη αυξημένων δικονομικών-διαδικαστικών εγγυήσεων (τόσο σε επίπεδο προανακριτικό ή ανακριτικό όσο και σε επίπεδο εκδίκασης, όπου αρμόδιο δικαστήριο θα μπορούσε να είναι το Εφετείο Αθηνών, σε ειδική σύνθεση· βλ. σχετ. εγγύτερα Σολεϊντάκη, εν: Σπυρόπουλο/Κοντιάδη/Ανθόπουλο/Γεραπετρίτη, Σύνταγμα – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, 2017, άρ. 86 αρ. 42 επ.).
Η Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 κινήθηκε ήδη προς την (ορθή) κατεύθυνση της αφαίρεσης αρκετών αρμοδιοτήτων από τη Βουλή, αναγνωρίζοντας έτσι, κατ’ ουσίαν, το ευρύτερο ζήτημα που τίθεται (βλ. και Ευ.Βενιζέλο, Η αλήθεια για τον νόμο περί ευθύνης υπουργών, https://www.evenizelos.gr/tt1.html). Κατά τη γνώμη μου, εν τούτοις, στο μέλλον θα πρέπει να αναληφθούν ακόμη πιο τολμηρές πρωτοβουλίες προς την προπεριγραφείσα κατεύθυνση. Οι δε συνταγματικές παραδόσεις, ακόμη και οι μακρές, θα πρέπει ενίοτε και να επαναξιολογούνται, και όχι να εγκλωβίζουν επ’ άπειρον μία κοινωνία και το πολιτικό της σύστημα. Αλλωστε, οι ιστορικές συνθήκες και οι τελολογικές σταθμίσεις που επέβαλλαν αρχικά μία ρύθμιση μπορεί μέσα στη διαδρομή του χρόνου να μεταβληθούν ουσιωδώς.
Και αν τα παραπάνω δεν πείθουν, ας ρίξουμε μια ματιά σε όσα ισχύουν στον σύγχρονο περίγυρό μας· ενδεικτικά εδώ: το Σύνταγμα της Γερμανίας δεν περιέχει ειδικές διατάξεις για την ευθύνη των υπουργών· στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και την Ισπανία οι υπουργοί δικάζονται κατά τις κοινές διατάξεις (με ορισμένες εξαιρέσεις στην Ισπανία)· στη δε Γαλλία δεν απαιτείται άδεια της Βουλής, προκειμένου να επιληφθεί η δικαιοσύνη (για τη συγκριτική αυτή ματιά βλ. Σολεϊντάκη, όπ.π., αρ. 53, αναλυτικότερα δε τη μελέτη της «Επιτροπής Βενετίας» του Συμβουλίου της Ευρώπης, https://www.venice.coe.int/webforms/documents/default.aspx?pdffile=CDL-REF(2012)040-bil).
Το επιμύθιο εκ των ανωτέρω είναι μάλλον σαφές: Σε μία δίκαιη και δικαιοκρατούμενη πολιτεία κανένας πολίτης δεν μπορεί να είναι υπεράνω των νόμων ή να απολαύει ειδικού πλαισίου ασυλίας, όσο ψηλά και αν βρίσκεται. Ειδικές εγγυήσεις λόγω πρόδηλης ιδιαιτερότητας της θέσεως που κατέχει ένα πρόσωπο (ή λόγω των αποφάσεων που λαμβάνει) θα πρέπει να περιορίζονται στο μέτρο του ευλόγου και του αναγκαίου.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 29.11.2019, σ. 26-27/2-3 («νέες εποχές»).