Αυτή την εβδομάδα συζητείται στη Βουλή ένα νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας που επιφέρει σημαντικές αλλαγές στον χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης. Δεν πρόκειται για αλλαγές που συγκεντρώνουν εύκολα την προσοχή της κοινής γνώμης. Είναι, όμως, αλλαγές ουσίας, οι οποίες, αν εφαρμοστούν σωστά, μπορούν να βοηθήσουν το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο να πάει μερικά βήματα μπροστά.
Οι αλλαγές κινούνται σε δύο διακριτούς άξονες:
Α. Ιδρύεται Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ): Η εν λόγω Αρχή αποτελεί, κατ’ ουσίαν, μετεξέλιξη της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση, της γνωστής ΑΔΙΠ. Η ΕΘΑΑΕ θα έχει, όμως, πλέον ενισχυμένες αρμοδιότητες. Θα είναι αρμόδια για την αξιολόγηση, πιστοποίηση και διασφάλιση της ποιότητας τόσο των προγραμμάτων σπουδών όσο και των ίδιων των ΑΕΙ. Μεταξύ άλλων, θα εισηγείται στον Υπουργό Παιδείας: το πρόγραμμα εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση· την ίδρυση, συγχώνευση, κατάτμηση, κατάργηση πανεπιστημίων, σχολών και τμημάτων (σημειωτέον δε ότι η ΕΘΑΑΕ θα κληθεί να γνωμοδοτήσει και για τα 37 τμήματα ΑΕΙ που ιδρύθηκαν επί Υπουργίας Κ.Γαβρόγλου)· την κατανομή του ετήσιου προϋπολογισμού επιχορήγησης στα ΑΕΙ υπό όρους διαφάνειας και με βάση το ακόλουθο σχήμα: 80% της χρηματοδότησης θα κατανέμεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων (λ.χ. αριθμός εγγεγραμμένων φοιτητών, γεωγραφική διασπορά του ιδρύματος, κ.ά.) και 20% βάσει αξιολόγησης της επίδοσης.
Η τελευταία ρύθμιση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Με τον τρόπο αυτό ένα μέρος της κρατικής χρηματοδότησης διασυνδέεται με τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των ιδρυμάτων (performance-based funding), έτσι ώστε να παρέχεται σ’ αυτά το κίνητρο να βελτιώνονται, επιτυγχάνοντας στόχους που τα ίδια θα θέτουν. Κριτήρια αξιολόγησης της επίδοσης θα είναι κυρίως η ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η ερευνητική δραστηριότητα και οι δράσεις εξωστρέφειας του ιδρύματος (λ.χ. αριθμός δημοσιεύσεων ανά καθηγητή, συμμετοχή σε διεθνείς ακαδημαϊκούς ή ερευνητικούς οργανισμούς, συμφωνίες συνεργασίας με άλλα ιδρύματα της ημεδαπής ή της αλλοδαπής).
Για να επιτύχει, πάντως, το σύστημα αυτό, θα πρέπει αφενός μεν η ΕΘΑΑΕ να στελεχωθεί από άξια πρόσωπα που θα αντιληφθούν πλήρως το βάρος της αποστολής τους, αφετέρου δε οι σχετικές ρυθμίσεις να μην υπονομευθούν από επόμενες πολιτικές ηγεσίες. Όπως έχει επισημάνει σχετικά ο Αρίστος Δοξιάδης («Η Καθημερινή», 8.12.2019), «και ο νόμος Διαμαντοπούλου του 2011 θέσπιζε τη χρηματοδότηση βάσει απόδοσης, αλλά οι επόμενοι υπουργοί δεν ενεργοποίησαν τον μηχανισμό, ο δε κ. Μπαλτάς τον κατάργησε και επισήμως. Μια διαφορά στο νέο σχέδιο είναι ότι η ΕΘΑΑΕ θα έχει αυξημένες αρμοδιότητες, που δύσκολα θα τις αγνοήσει ο επόμενος υπουργός».
Β. Αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας των Ειδικών Λογαριασμών Έρευνας (ΕΛΚΕ), ώστε αυτό να καταστεί περισσότερο ευέλικτο και, έτσι, να απελευθερωθεί η έρευνα από τα δεσμά μιας ασφυκτικής γραφειοκρατίας: Ως γνωστόν, οι ΕΛΚΕ αποτελούν το βασικό εργαλείο χρηματοδότησης της πανεπιστημιακής έρευνας. Η εκπαιδευτική κοινότητα έχει επανειλημμένα ζητήσει από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία να διευκολυνθούν οι σχετικές διαδικασίες. Όποιος έχει ασχοληθεί με την εξασφάλιση χρηματοδότησης για ερευνητικές δράσεις στα ΑΕΙ, γνωρίζει καλά πόσα εμπόδια ανακύπτουν στην πορεία. Και συνήθως δεν φταίνε οι διοικητικοί υπάλληλοι των ΑΕΙ. Είναι συχνά υποχρεωμένοι και αυτοί να συμμορφωθούν με ένα σχεδόν καφκικό γραφειοκρατικό σύστημα και νομοθετικό πλαίσιο, ενώ συγχρόνως επικρέμαται από πάνω τους η δαμόκλειος σπάθη της εισαγγελικής έρευνας και της ποινικής δίωξης (που μερικές φορές επιπίπτει αβίαστα, επί δικαίους και αδίκους). Θα πρέπει δε να έχουμε υπόψη μας ότι με την υπερβολική γραφειοκρατία και τυπική αυστηρότητα δεν διασφαλίζονται πάντοτε η νομιμότητα και η διαφάνεια. Τουναντίον, μάλιστα, η γραφειοκρατική υπερρύθμιση υποθάλπει ενίοτε φαινόμενα αυθαιρεσίας από μέρους εκείνων που γνωρίζουν καλά και εκ των έσω τις διαδικασίες.
Οι παρέμβασεις που γίνονται με το νομοσχέδιο στη λειτουργία των ΕΛΚΕ είναι μεν περιορισμένες, κινούνται ωστόσο προς τη σωστή κατεύθυνση. Ο μη μυημένος δύσκολα θα τις καταλάβει, καθώς έχουν αρκετά τεχνικό χαρακτήρα (λ.χ. αφορούν στον τρόπο και τη συχνότητα κατάρτισης των προϋπολογισμών των ερευνητικών έργων, κ.ά.). Το βασικό στοιχείο, πάντως, είναι ότι από διάφορα κρίσιμα στάδια αφαιρούνται γραφειοκρατικά εμπόδια. Τα μέλη ΔΕΠ πρέπει να αναπνεύσουν και να μην τρέχουν κάθε τρεις και λίγο για αναθεωρήσεις προϋπολογισμών, και άλλα συναφή πάρεργα. Πρέπει να αφοσιωθούν στο ερευνητικό και διδακτικό τους έργο.
Προφανώς, θα χρειαστούν και άλλα βήματα προς την παραπάνω κατεύθυνση. Από την άλλη πλευρά, όμως, η άρση γραφειοκρατικών εμποδίων δεν μπορεί, ασφαλώς, να σημαίνει έκπτωση σε ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας. Δεν λησμονούνται, εξάλλου, εύκολα τα περιστατικά διασπάθισης δημοσίου χρήματος που έπληξαν σοβαρά το κύρος των πανεπιστημίων. Η ισορροπία μεταξύ αποτελεσματικότητας και διαφάνειας είναι μία εξ ορισμού δύσκολη άσκηση, στην οποία και θα δοκιμαστεί το νέο θεσμικό πλαίσιο.
Εν κατακλείδι: Η απελευθέρωση δημιουργικών δυνάμεων στα ΑΕΙ θα πρέπει να συνδυαστεί με ανεξάρτητη αξιολόγηση προγραμμάτων σπουδών, ερευνητικής δραστηριότητας και παραγόμενου ερευνητικού και διδακτικού έργου, καθώς επίσης και με ένα αξιόπιστο και λειτουργικό σύστημα ελέγχου των δαπανών.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 17.1.2020, σ. 13.