Ύστερα από δυόμιση περίπου μήνες εξ αποστάσεως διδασκαλίας στο πανεπιστήμιο μπορούμε πλέον να κάνουμε έναν πρώτο απολογισμό· να δούμε με ψυχραιμία τα υπέρ και τα κατά της τηλεκπαίδευσης, και μάλιστα ανοίγοντας το βλέμμα μας και πέραν των ορίων της πανεπιστημιακής κοινότητας.
Ας ξεκινήσουμε πρώτα από τις αδυναμίες, που είναι μάλλον προφανείς: Όπως ορθά έχουν επισημάνει ήδη αρκετοί συνάδελφοι, η εξ αποστάσεως διδασκαλία δεν μπορεί επ’ ουδενί να αντικαταστήσει την εκ του σύνεγγυς διδασκαλία και ιδίως τη μυσταγωγία που συνοδεύει την τελευταία. Η προσωπική μου εμπειρία, μάλιστα, δείχνει ότι στα διαδικτυακά μαθήματα οι φοιτητές εμφανίστηκαν περισσότερο διστακτικοί στο να συμμετάσχουν ενεργά στο μάθημα. Κάποια διστακτικότητα υπήρχε, εξάλλου, και σε εμάς τους διδάσκοντες. Η δυναμική της διδασκαλίας βασίζεται όμως στη ζωντάνιά της, σε εκείνο το χτυπητό παράδειγμα που μπορεί να γεννηθεί αυθόρμητα και στιγμιαία μέσα από την αλληλεπίδραση, την τριβή μεταξύ φοιτητών και καθηγητών. Η κάμερα και η ενδεχόμενη μαγνητοσκόπηση του μαθήματος μάλλον λειτουργούν εδώ ανασχετικά – ακόμη και υπό καθεστώς πλήρους σεβασμού της βούλησης αυτοέκθεσης ή μη του κάθε συμμετέχοντος. Επίσης, γενικότερα, με την απόσταση χάνεται η τόσο ζωτική κοινωνικοποίηση και ανταλλαγή ιδεών που αναπτύσσεται στους πανεπιστημιακούς χώρους (από τις αίθουσες διδασκαλίας μέχρι τα σπουδαστήρια και τα εργαστήρια).
Παρ’ όλα αυτά, σε συνθήκες σαν αυτές που βιώσαμε πρόσφατα η τηλεκπαίδευση παραμένει η καλύτερη δυνατή εναλλακτική. Η άλλη επιλογή είναι η παύση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Και δεν επιθυμούσαμε κάτι τέτοιο ούτε οι διδάσκοντες ούτε οι φοιτητές μας. Για πολλούς από εμάς, μάλιστα, το ισχυρότερο κίνητρο για την άμεση ενεργοποίηση των εξ αποστάσεως μέσων αποτέλεσε η έντονη επιθυμία των ίδιων των φοιτητών μας να συνεχιστεί η εκπαιδευτική διαδικασία εν μέσω της πανδημίας. Να συνεχίσουμε να αναπνέουμε όλοι τον αέρα της γνώσης και της διδασκαλίας, έστω και εξ αποστάσεως. Κι ίσως δεν περνάει συχνά από το μυαλό μας πόσο προνομιούχοι είμαστε όλοι οι εκπαιδευτικοί, ιδίως οι πανεπιστημιακοί. Εν μέσω μιας κρίσης που αφήνει άλλους άτυχους συμπολίτες μας από τη μία ημέρα στην άλλη χωρίς δουλειά, εμείς εξακολουθούμε να έχουμε τη δουλειά μας και συνεχίζουμε να πληρωνόμαστε από τον Έλληνα φορολογούμενο – φέροντας, έτσι, και αυξημένο χρέος έναντι της ολότητας. Το πιο σημαντικό είναι ότι έχουμε το προνόμιο να ερχόμαστε σε επαφή με το άλας της κοινωνίας, να συμπαραστεκόμαστε στην προσπάθεια των νέων ανθρώπων να σχηματίσουν το κρισιμότερο κεφάλαιο της εποχής μας, που δεν είναι άλλο από τη γνώση.
Έπειτα, θα πρέπει να έχουμε γενικότερα υπ’ όψιν ότι η διδασκαλία εξ αποστάσεως, η μαγνητοσκόπηση διαλέξεων και η ευρεία διαθεσιμότητα του σχετικού υλικού αποτελούν πρακτική ορισμένων κορυφαίων πανεπιστημίων διεθνώς, εδώ και καιρό μάλιστα. Μπορείτε, λ.χ., να μπείτε σήμερα στο διαδίκτυο και να παρακολουθήσετε διαλέξεις διακεκριμένων καθηγητών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ απολύτως δωρεάν, τη στιγμή που οι εκεί φοιτητές τους πληρώνουν υψηλότατα δίδακτρα για την παρακολούθηση των εν λόγω διαλέξεων. Στα πανεπιστήμια αυτά έχουν πλήρη συνείδηση του συμπληρωματικού χαρακτήρα της τηλεκπαίδευσης, μέσω της οποίας κυρίως διαφημίζουν διεθνώς τις υψηλές εκπαιδευτικές τους υπηρεσίες.
Κι αν ανοίξουμε περισσότερο τη ματιά μας, θα διαπιστώσουμε ότι τα νέα μέσα τεχνολογίας και οι διαδικτυακές διαλέξεις παρέχουν πλέον μία μοναδική δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε εκπαιδευτικό υλικό σε κάθε άκρη του πλανήτη, σε κάθε πολίτη του κόσμου. Συμβάλλουν καθοριστικά σε μία δημοκρατική διάχυση της γνώσης, που δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια. Και η γνώση είναι δύναμη εξόδου από τη φτώχεια και το περιθώριο, παράγοντας περιορισμού των κοινωνικών ανισοτήτων. Ένας νέος άνθρωπος, που ενδέχεται και να μην σπουδάζει καν, μπορεί να εμπνευστεί από μία διαδικτυακή διάλεξη και να ακολουθήσει ένα εργασιακό ή άλλο μονοπάτι που θα αλλάξει τη ζωή του. Ένα παιδί από ορεινό χωριό της χώρας μας, που χάνει μία εβδομάδα μαθημάτων λόγω έκτακτων καιρικών συνθηκών, μπορεί να τα αναπληρώσει μέσω προγραμμάτων τηλεκπαίδευσης. Ένας εργαζόμενος φοιτητής μπορεί να παρακολουθεί διαδικτυακές πανεπιστημιακές διαλέξεις μετά την εργασία του, χωρίς έτσι να χάνει έδαφος σε σχέση με τους υπόλοιπους συμφοιτητές του. Ένας καθηγητής μπορεί να βελτιώσει τον τρόπο διδασκαλίας του, παρακολουθώντας διεθνή πρότυπα. Οι δυνατότητες που εν γένει διανοίγονται φανερώνουν ότι ο κόσμος της γνώσης έρχεται πλέον κοντά· δημιουργείται δε, παράλληλα, ένα περιβάλλον ευγενούς άμιλλας και άτυπης αξιολόγησης, ιδίως μεταξύ ομοτέχνων.
Εν κατακλείδι: Το αμφιθέατρο, η αίθουσα διδασκαλίας, το σπουδαστήριο δεν μπορούν να αντικατασταθούν· φοιτητές και καθηγητές δεν θα χάσουν το ιερό προνόμιο της διά ζώσης μαθησιακής μέθεξης. Με λίγη θέληση και κατάλληλη οργάνωση, όμως, η τηλεκπαίδευση μπορεί να προσφέρει πολλά σε έκτακτες περιστάσεις (σαν αυτήν που βιώσαμε με την πανδημία) ή συμπληρωματικά προς την εκ του σύνεγγυς διδασκαλία, όπου εμφανίζεται σχετική ανάγκη. Ο κόσμος της γνώσης μπορεί, έτσι, να ανοίξει και να γίνει πιο περιεκτικός, να καταλάβει και τους πιο απομονωμένους ή αποκλεισμένους. Και εδώ η πολιτεία οφείλει να σταθεί αρωγός. Πρέπει να φροντίσει για την παροχή των αναγκαίων μέσων συμμετοχής στην κοινωνία της γνώσης σε εκείνους τους συμπολίτες μας που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα. Πρακτικά εδώ μιλάμε για παροχή ηλεκτρονικών υπολογιστών και εξασφάλιση πρόσβασης στο διαδίκτυο – η προσβασιμότητα είναι, ομολογουμένως, προβληματική σε πολλές περιοχές της χώρας μας. Όλες αυτές οι ενέργειες εμπίπτουν στον δημόσιο και ανοικτό χαρακτήρα της παιδείας μας. Και δεν πρέπει να επιτρέψουμε στις ιδιωτικές δομές εκπαίδευσης να αποκτήσουν στο πεδίο της τηλεκπαίδευσης το προβάδισμα, εφόσον πραγματικά επιθυμούμε μία κοινωνία ίσων ευκαιριών. Μία λελογισμένη χρήση της τηλεκπαίδευσης μπορεί να συμβάλει στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη διεύρυνση των μαθησιακών δυνατοτήτων ιδίως των μη προνομιούχων στρωμάτων. Και προφανώς μία τέτοια πολιτική ανοικτών δικτύων μάθησης μόνον προοδευτικό πρόσημο μπορεί να έχει.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 7.6.2020, σ. 22-23/2-3 («νέες εποχές»).