Την προηγούμενη εβδομάδα συμπληρώθηκαν πέντε έτη από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 και ένα έτος από τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019. Σε επίπεδο συμβολισμών, φαίνεται ότι κλείνει πλέον μία πολιτική περίοδος που χαρακτηρίστηκε από έντονη θεσμική αστάθεια. Ανεξίτηλο ορόσημο της περιόδου αυτής υπήρξε, πράγματι, το θεσμικά μετέωρο δημοψήφισμα του 2015, που κόντεψε να κοστίσει ακριβά στην πατρίδα μας, κυρίως σε επίπεδο πολιτικού διχασμού. Όπως έγραφα προ διετίας (εφημ. Καθημερινή της 1.7.2018), το δημοψήφισμα συνελήφθη μεν ως βαλβίδα λαϊκής εκτόνωσης για τη φρενήρη πορεία του α’ εξαμήνου του 2015, θα καταγραφεί ωστόσο ως μνημείο θεσμικής αυθαιρεσίας (ως προς τον τρόπο προκήρυξης, την προθεσμία διενέργειάς του, τη διατύπωση του ερωτήματος κοκ.).
Ευτυχώς, όμως, οι περισσότερες πληγές έχουν πλέον επουλωθεί. Πολλοί μύθοι του αντιμνημονιακού αγώνα έχουν καταρρεύσει – μύθοι, βεβαίως, πάνω στους οποίους χτίστηκαν πολιτικές και επαγγελματικές καριέρες. Μέσα από την εμπειρία των τελευταίων ετών ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται ότι βγαίνει περισσότερο συνειδητοποιημένο και ώριμο. Δυστυχώς, συλλογικά χρειαζόμασταν αρκετά παθήματα για να μάθουμε. Και ως κοινωνία πρέπει να προχωρήσουμε πλέον ενωμένοι, μακριά από διχαστικά διλήμματα.
Στο πνεύμα αυτό, η συμπλήρωση της πενταετίας από το δημοψήφισμα θα πρέπει να σηματοδοτήσει και το κλείσιμο της περιόδου του ετεροπροσδιορισμού όσων στάθηκαν απέναντι στις θεσμικές αυθαιρεσίες των τελευταίων ετών. Η μονοθεματική «αντί-ΣΥΡΙΖΑ» ρητορική εξεμέτρησε το πολιτικό της ζην. Πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε γυρίσει πλέον πολιτική σελίδα στη χώρα. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα ξεθωριάσει η πολιτική μνήμη. Ούτε σημαίνει, ασφαλώς, ότι δεν θα πρέπει να διερευνήσει η δικαιοσύνη όσα αποκαλύπτονται τελευταία σχετικά με τα διάφορα θεσμικά παράκεντρα, τη χειραγώγηση της δικαιοσύνης κ.λπ.
Κατά τα προηγούμενα χρόνια, ιδίως από το δημοψήφισμα και μετά, καίριοι θεσμοί, όπως η δικαιοσύνη, πράγματι υπέστησαν απανωτά πλήγματα, εισήλθαν σε μία επικίνδυνη περιδίνηση – όχι, βεβαίως, ότι προηγουμένως είχαμε ένα τέλειο πολιτειακό οικοδόμημα, ούτε λόγος. Οι θεσμοί μας άντεξαν μεν, αλλά δεν βγήκαν αλώβητοι. Το κρίσιμο ζητούμενο είναι τι κάνουμε τώρα για να αποκαταστήσουμε το κύρος τους και να θεραπεύσουμε τις βασικές παθογένειές τους, που ανεφάνησαν εντόνως κατά την προηγούμενη περίοδο. Το γεγονός της πολιτικής αλλαγής και της αλλαγής προσώπων στις θέσεις εξουσίας είναι μεν σημαντικό (ιδίως σε μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα), αλλά δεν αρκεί από μόνο του. Χρειάζονται συγκεκριμένες ενέργειες που να διασφαλίζουν ότι ακόμη και σε περίπτωση που η εξουσία περάσει μελλοντικά στα χέρια απόλυτων αμοραλιστών ή πολιτικών πλήρως αδιάφορων για τους κανόνες λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας δεν θα κινδυνεύσει η χώρα –εκ νέου– με κάποια μορφή εκτροπής.
Καθοριστικής σημασίας, είναι, μεταξύ άλλων, η ανάταξη του χώρου της δικαιοσύνης. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι διαθέτουμε εξαιρετικούς δικαστές σε όλες τις βαθμίδες της δικαιοσύνης. Εν τούτοις, τα γεγονότα των τελευταίων ετών μαρτυρούν, συγχρόνως, ότι στον χώρο της δικαιοσύνης υπάρχουν κρίσιμες σοβούσες παθογένειες, που θα πρέπει να αντιμετωπισθούν. Η παραπομπή στη δικαιοσύνη τυχόν υπαίτιων πολιτικών προσώπων ή επίορκων δικαστών δεν είναι αρκετή. Χτυπάει περισσότερο το σύμπτωμα και όχι τόσο την αιτία. Θα πρέπει να δούμε τι έχει πάει στραβά σε συστημικό επίπεδο και να το διορθώσουμε.
Μεταξύ άλλων, θα πρέπει, φρονώ, να επανεξετασθεί ιδίως ο τρόπος επιλογής των ανώτατων δικαστών (βλ. άρ. 90 § 5 Συντ.). Πολλά από τα ανησυχητικά φαινόμενα που βιώσαμε τα τελευταία έτη ανάγονται και στην επιλογή συγκεκριμένων προσώπων για τις ηγετικές θέσεις της δικαιοσύνης. Και το πρόβλημα εδώ δεν έγκειται μόνον στο πολιτικό ποιόν εκείνων που τα επέλεξαν (περιστασιακή διάσταση), αλλά και στη διαδικασία επιλογής (συστημική διάσταση). Εγκρατείς νομικοί έχουν καταθέσει στον δημόσιο διάλογο διάφορες ενδιαφέρουσες προτάσεις για τη βελτίωση του τρόπου επιλογής των ανώτατων δικαστών. Οι προτάσεις αυτές θα πρέπει να επανέλθουν στο προσκήνιο και να συζητηθούν σοβαρά. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι πολιτικές θα είναι εν τέλει οι επιλογές των προσώπων (όπως συμβαίνει, εξάλλου, σε πολλές χώρες στον κόσμο), ωστόσο θα πρέπει να τεθούν οι αποτελεσματικότερες δυνατές δικλίδες ασφαλείας, ώστε να περιοριστεί το περιθώριο ενός μοιραίου «λάθους» στις ύπατες θέσεις της δικαιοσύνης. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι από την κορυφή της δικαιοσύνης εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, άλλες επιμέρους κρίσεις ή τοποθετήσεις προσώπων στη δικαστική πυραμίδα, τα οποία ενίοτε, μάλιστα, συγκεντρώνουν υπερεξουσίες (όπως λ.χ. οι ειδικοί εισαγγελείς).
Εν ολίγοις, η αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας των θεσμών απαιτεί και τομές· δεν συναρτάται μόνον με την πολιτική αλλαγή. Όσοι πλήγωσαν θεσμικά τη χώρα και το Σύνταγμα μπορεί να μην ξαναγυρίσουν σε θέσεις εξουσίας. Οι θεσμικές αδυναμίες είναι όμως εκεί και ενδέχεται να γεννήσουν και στο μέλλον νέες εστίες διάβρωσης των πολιτειακών θεμελίων της χώρας. Γι’ αυτό και στον νέο πολιτικό κύκλο που έχει ανοίξει θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες προς θεραπεία των αδυναμιών αυτών. Το αξίζουν οι θεσμοί και ιδίως η δικαιοσύνη, στην οποία δικαίως προσβλέπει κάθε Έλληνας πολίτης.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 12.7.2020, σ. 26-27/2-3 («νέες εποχές»).