Aσφαλώς, η φιλελεύθερη δημοκρατία αμύνεται έναντι των εχθρών της. Και αρκετές φορές επιτυχώς, όπως καταδεικνύει η (πρωτόδικη) ποινική καταδίκη των μελών της Χρυσής Αυγής (ΧΑ), αλλά και η αποτυχία της να εισέλθει εκ νέου στη Βουλή το 2019. Ωστόσο, η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν αυτοαναιρείται, ακόμη και όταν συγκρούεται με τους πιο μισητούς εχθρούς της· δεν απεμπολεί, ακόμη και τότε, τις θεμελιώδεις αξίες της, ούτε παραβιάζει βασικές συνταγματικές επιταγές.
Η κατατεθείσα ρύθμιση της κυβέρνησης για τη δυνατότητα απαγόρευσης συμμετοχής πολιτικού κόμματος στις εκλογές προσκρούει πολλαπλώς στη συνταγματική τάξη της χώρας. Τυχόν δε υιοθέτησή της δημιουργεί ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο προηγούμενο για την Ελληνική Δημοκρατία.
Κατ’ αρχάς, όπως έχει ήδη ορθώς επισημανθεί στον δημόσιο διάλογο, η κατατεθείσα ρύθμιση αντιβαίνει στη βασική αξιολόγηση του συντακτικού νομοθέτη του 1975 να μην αποδεχθεί τη δυνατότητα διάλυσης ή θέσεως εκτός νόμου ενός πολιτικού κόμματος. Κατά τη συζήτηση, μάλιστα, για την ψήφιση του Συντάγματος του 1975, ο εισηγητής της πλειοψηφίας είχε ταχθεί σαφώς κατά της υιοθέτησης της δυνατότητας θέσεως εκτός νόμου ενός κόμματος του οποίου η δράση θα έτεινε στην ανατροπή του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος, θεωρώντας κάτι τέτοιο επικίνδυνο για την ίδια την υπόσταση της δημοκρατίας. Στο δε άρθρο 29 § 1 Συντ. πράγματι περιελήφθη η πρόβλεψη ότι η οργάνωση και δράση ενός κόμματος οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά, όπως ορθώς γίνεται δεκτό από την κρατούσα γνώμη, η πρόβλεψη αυτή δεν μπορεί να δικαιολογήσει μία νομοθετική ρύθμιση περί απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων. Σημειωτέον δε ότι ένα κόμμα ιδρύεται για να συμμετάσχει στις εκλογές· αν στερηθεί αυτή τη δυνατότητα, πρακτικώς τίθεται εκτός νόμου.
Εξόχως προβληματικό, επίσης, είναι ότι, σύμφωνα με την κυβερνητική πρόταση, επί του επίμαχου ζητήματος θα κληθεί να αποφανθεί ο Άρειος Πάγος (ΑΠ) σε μία διαδικασία-εξπρές (48 ωρών), στο πλαίσιο υποβολής των εκλογικών συνδυασμών (π.δ. 26/2012). Μάλιστα, ο ΑΠ θα πρέπει, εντός του συντομότατου αυτού χρόνου, να διαπιστώσει τη συνδρομή ή μη του όρου της «πραγματικής ηγεσίας» (του κόμματος) με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Η ταχύτατη αυτή διαδικασία θέτει ζήτημα παραβίασης των άρ. 20 § 1 Συντ. περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και άρ. 6 ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης. Επιθέτει δε στον ΑΠ ένα δυσβάστακτο βάρος.
Περαιτέρω, η προτεινόμενη ρύθμιση αντιβαίνει και στο άρθρο 51 § 3 Συντ., το οποίο και απαιτεί αμετάκλητη ποινική καταδίκη ενός προσώπου για τον αποκλεισμό του εκλογικού δικαιώματος, τελώντας, έτσι, σε αρμονία με το θεμελιώδες τεκμήριο αθωότητας. Αντιλαμβάνομαι ότι μία τέτοια ρύθμιση μπορεί να μην ικανοποιεί τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης κατάστασης, αλλά αυτό λέει το Σύνταγμά μας και πρέπει να γίνει σεβαστό. Και ενώ οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών θα μπορούσαν να είχαν συμβάλει στην αποτελεσματική οργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ώστε να έχουμε φθάσει πλέον, μετά δέκα περίπου έτη από τη σύλληψη των μελών της ΧΑ, σε κάποιες αμετάκλητες καταδίκες, η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία τρέχει τώρα, λίγο πριν από τις εκλογές, να εκβιάσει τη συνταγματική τάξη της χώρας. Τέλος, ο εσπευσμένος και συγκυριακός χαρακτήρας της αναληφθείσας νομοθετικής πρωτοβουλίας κινδυνεύει, και δη εν μέσω προεκλογικής περιόδου, να πυροδοτήσει εντάσεις, να ηρωοποιήσει πρόσωπα και καταστάσεις και να ενισχύσει την αντισυστημική ψήφο. Υπό την πίεση δε των στιγμών, εισάγεται μία διαδικασία που δύσκολα μπορεί κανείς να προβλέψει πώς θα εφαρμοστεί σε μελλοντικές περιπτώσεις πέραν της τρέχουσας συγκυρίας.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 6.2.23]