Για την δημοκρατία στην μεταδημοκρατική εποχή

Ι. Ο Jürgen Habermas, διανύοντας πλέον την ένατη δεκαετία της ζωής του, παραμένει ένας πεπεισμένος δημοκράτης, ένα πνεύμα ζωντανό και ανήσυχο που αναζητεί διαρκώς νέες λύσεις και διεξόδους. Ιδίως σε σχέση με την παγκοσμιοποίηση, ο δημόσιος λόγος του δεν παρασύρεται σε εύκολες και ανέξοδες καταγγελίες, αντιθέτως παραμένει εποικοδομητικός και ουσιαστικός. Στην παγκοσμιοποίηση βλέπει την ευκαιρία για μία στενότερη διεθνή συνεργασία μεταξύ λαών και πολιτών, και όχι την απόλυτη κατάρα – όπως αρκετοί μονότονα διακηρύσσουν, χωρίς να έχουν κάποια ουσιαστική πρόταση για μία ειρηνική συνύπαρξη στο μέλλον. Ο Habermas είναι κοσμοπολίτης με την ουσιαστική του όρου έννοια, πιστεύει σε μία παγκόσμια κοινωνία ισότιμων πολιτών, όπου δημοκρατικές διαδικασίες διαβούλευσης και συναπόφασης θα διαμορφώνουν την βούληση ενός παγκόσμιου συλλογικού υποκειμένου. Είναι εν τέλει βαθύτατα ουτοπιστής, και δεν το κρυβεί.

Στις 6.8.2013, στο πλαίσιο του 23ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Φιλοσοφίας που διοργανώθηκε στην Αθήνα, ο Habermas δεν μίλησε τόσο για φιλοσοφία, έδωσε περισσότερο το στίγμα της πολιτικής του θέσης σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, ανέπτυξε το όραμά του για μία υπερεθνική δημοκρατία. Κάποιες από τις σκέψεις του αυτές τις γνωρίζουμε ήδη μέσα από προηγούμενα κείμενά του, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το βιβλίο του Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης[1].    

ΙΙ. Αφετήριο σημείο των σκέψεων του Habermas είναι η σημερινή μορφή που έχει λάβει το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα στο πλαίσιο της ΕΕ. Είναι σαφές πλέον ότι πληθώρα σημαντικών, για το μέλλον των ευρωπαίων πολιτών, κανονιστικών αποφάσεων λαμβάνονται είτε πολύ μακριά από εκείνους είτε σε θεσμικό κενό, δημιουργώντας ένα σαφές έλλειμμα δημοκρατίας και διαφάνειας, το οποίο και καλλιεργεί μία τάση απονομιμοποίησης του θεσμικού χαρακτήρα της ΕΕ, με απότοκη συνέπεια οι πολίτες να εμπιστεύονται ολοένα και λιγότερο τους ευρωπαϊκούς θεσμούς – χωρίς όμως αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι αντιστρόφως αυξάνεται η εμπιστοσύνη στους εθνικούς θεσμούς. Το φαινόμενο αυτό επιτάθηκε από τον Μάιο του 2010 και εντεύθεν, όταν οι ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ –κυρίως Γερμανία και Γαλλία– κλήθηκαν να διαχειρισθούν την σφοδρή οικονομική κρίση που έπληξε πρωτίστως τον νότο της ΕΕ[2]. Υπάρχει πλέον διάχυτη η αίσθηση ότι το δημοκρατικό αυτό έλλειμμα διογκώνεται όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός, με προφανείς αρνητικές επιπτώσεις για την νομιμοποίηση και το κύρος που απολαμβάνουν τα όργανα της ΕΕ στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών – οι οποίοι, λόγω των εθνικών συστημάτων αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά και της δομής της ευρωπαϊκής ομοσπονδίωσης, είναι κι οι τελικοί, απώτεροι «νομοθέτες» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η αποξένωση των πολιτών από τα τεκταινόμενα σε ευρωπαϊκό επίπεδο οφείλεται εν τέλει σ’ αυτό που αποκαλεί ο Habermas έλλειμα «δημοκρατικής αυτοδιάθεσης»: η μορφή αυτή αυτοδιάθεσης είναι καθοριστική, καθώς «σε μια δημοκρατία οι πολίτες υπόκεινται μόνο στους νόμους που έχουν νομοθετήσει οι ίδιοι μέσω κάποιας δημοκρατικής διαδικασίας»[3].

Στα ανωτέρω έρχεται να προστεθεί πλέον και ένας ακόμη διεθνής παράγοντας, που ενισχύει εξίσου την αίσθηση περί δημοκρατικού ελλείμματος και θεσμικής απονομιμοποίησης και ο οποίος άπτεται του ρόλου που διαδραματίζουν στις ημέρες μας οι διεθνείς χρηματαγορές. Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαίοι κυρίως πολιτικοί έχουν να αντιμετωπίσουν πλέον όχι μόνον την παραδοσιακή απειλή της μη επανεκλογής τους από τον λαό και τις πελατειακής φύσεως πιέσεις που αυτή συνεπάγεται, αλλά και τις ασφυκτικές πιέσεις των διεθνών χρηματαγορών. Οι τελευταίες αναμφίβολα μεν μπορεί να υπηρετούν ποικίλα κερδοσκοπικά παίγνια, με την λειτουργία τους όμως υπενθυμίζουν στις εθνικές κυβερνήσεις, έστω και αθέλητα, μία βασική αρχή του κράτους δικαίου: την αρχή της πιστής τήρησης των συμφωνιών (pacta sunt servanda), που πρέπει να διέπει τις σχέσεις ιδίως μεταξύ δανειστών και οφειλετών. Ο ελεγκτικός ρόλος των διεθνών χρηματαγορών επί των κρατών και των προϋπολογισμών τους φανερώνει ίσως πλέον την μετάβασή μας σε μία «μεταδημοκρατική εποχή» (κατά την διατύπωση του Habermas), όπου παρατηρείται η σταδιακή μεταφορά σημαντικών εξουσιών από τα δημοκρατικώς εκλεγμένα όργανα (εθνικά κοινοβούλια και εθνικές κυβερνήσεις) σε διεθνείς οργανισμούς, αλλά και σε αόρατες χείρες των διεθνών χρηματαγορών. Οι τελευταίες, πάντως, βρίσκουν ένα κενό εθνικής πρόνοιας και παρεμβαίνουν· δεν έρχονται, ούτως ειπείν, απρόσκλητες: συχνά τις προσκαλεί η τάση των εθνικών κυβερνήσεων να συντηρούν πελατειακές δομές εξουσίας, κυρίως με την αφειδή παροχή οικονομικών προνομίων σε συγκεκριμένες ομάδες ψηφοφόρων, τα οποία όμως οδηγούν μεσομακροπρόθεσμα σε σοβαρή διόγκωση του δημοσίου χρέους, σε αδυναμία περαιτέρω δανεισμού και εν τέλει σε θέση της δανειζόμενης χώρας υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Δυστυχώς η αλήθεια είναι πικρή και στην Ελλάδα την βιώνουμε πλέον με δραματικό τρόπο[4].

Η «μεταδημοκρατική» αυτή εποχή χαρακτηρίζεται, λοιπόν, από ένα σαφές έλλειμμα δημοκρατίας, προεχόντως κατά την διαδικασία θέσπισης δεσμευτικών κανόνων δικαίου ή και εγκαθίδρυσης de facto δεσμευτικών πλαισίων συμπεριφοράς, όπως αυτή εξηγείται μέσα από την παλαιά θεωρία του μεγάλου αυστριακού δημοσιολόγου Georg Jellinek περί της κανονιστικής δύναμης του πραγματικού (normative Kraft des Faktischen)[5]. Και τούτο φαίνεται ανάγλυφα στην περίπτωση της ΕΕ και τον τρόπο λειτουργίας αυτής, η οποία εγγίζει πλέον, κατά Habermas, τα όρια μιας «μεταδημοκρατικής ομοσπονδίας» ή ενός «εκτελεστικού φεντεραλισμού», στο πλαίσιο του οποίου κυρίαρχο δικαιοθετικό ρόλο έχει αποκτήσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, χωρίς ωστόσο να παριστά, μέχρι στιγμής, κάποια πραγματική «ευρωπαϊκή κυβέρνηση».

 ΙΙΙ. Το κρίσιμο ερώτημα που ανακύπτει τώρα είναι πώς αντιδρά κανείς απέναντι στην εξόχως προβληματική αυτή κατάσταση, η οποία θέτει σε κίνδυνο τις ίδιες τις βάσεις και την λειτουργία της δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον Habermas, ως ευρωπαίοι πολίτες και λαοί έχουμε δύο πλέον επιλογές: είτε θα κλειστούμε «υπερήφανα» στον εαυτό μας, επιλέγοντας τον εθνικό απομονωτισμό, είτε θα κάνουμε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά, επιχειρώντας τον εκδημοκρατισμό των νέων δομών, με την θέσπιση υπερεθνικών δημοκρατικών διαδικασιών σε διάφορα επίπεδα, οι οποίες και θα θεραπεύσουν τα επί μέρους δημοκρατικά ελλείμματα του ευρωπαϊκού συστήματος και εν τέλει θα προαγάγουν τον ευρωπαϊκό –συνάμα δε και τον παγκόσμιο– πολιτικό πολιτισμό. Είναι ευνόητο ότι ο Habermas τάσσεται υπέρ της δεύτερης επιλογής, υποστηρίζοντας με νεανικό πάθος μία φυγή προς τα μπρος, η οποία και ταιριάζει απόλυτα στον ιδεαλιστικό χαρακτήρα της σκέψης και της δράσης του.

Έννοιες-κλειδιά στο νέο αυτό υπερεθνικό πολιτικό πρόγραμμα είναι η συνταγματοποίηση του ευρωπαϊκού δικαίου, ήτοι η διεθνοποίηση των επιτευγμάτων, σε εθνικό επίπεδο, του συνταγματικού δικαίου, καθώς επίσης και η διεθνοποίηση των δημοκρατικών διαδικασιών. Μέσω αυτής της υπερεθνικής ανασυγκρότησης των δημοκρατικών θεσμών επιδιώκεται, κατά Habermas, η δημιουργία μιας υπερεθνικής δημοκρατίας, η οποία, σε μία πρώτη τουλάχιστον φάση, θα ενώνει υπό την σκέπη της τα κράτη-μέλη της ΕΕ – σε δεύτερη φάση θα προβάλει αξιώσεις παγκόσμιας επικράτησης, επί τη βάσει κυρίως μιας οργανικής μετεξέλιξης του ΟΗΕ[6].

Μέσα στο εν λόγω προγραμματικό πλαίσιο του Habermas,, τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν θα χάνουν την αυτοτέλειά τους, θα έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα εθνικών αυτόνομων κρατιδίων, όπως ίσως τα γερμανικά Länder ή τα ελβετικά καντόνια, και θα εντάσσονται παράλληλα σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό κράτος, του οποίου η λειτουργία θα βασίζεται σε αξιόπιστες, υπερεθνικές δημοκρατικές διαδικασίες. Κατά την αντίληψη του Habermas, ο πολίτης κάθε κράτους-μέλους της ΕΕ θα έχει «διπλή ταυτότητα»: από την μία πλευρά, θα είναι πολίτης-υπήκοος του κράτους-μέλους της καταγωγής του, από την άλλη θα είναι πολίτης της ΕΕ. Ο πολίτης δε αυτός μαζί με τα κράτη-μέλη θα αποτελούν τα δύο συνταγματικά, νομιμοποιητικά υποκείμενα της υπερεθνικής ευρωπαϊκής κρατικής οντότητας –κατ’ ουσίαν δηλαδή τα υποκείμενα θέσπισης ενός ευρωπαϊκού συντάγματος και νομιμοποίησης εφεξής της λειτουργίας της ΕΕ–, στο πλαίσιο μιας μικτής συντακτικής εξουσίας (pouvoir constituant mixte), όπου αμφότεροι (πολίτες και κράτη-μέλη) θα διαθέτουν, σε απώτερο επίπεδο, την λεγόμενη «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας» (Kompetenz-Kompetenz), επιφυλάσσοντας έτσι σε εαυτούς πρωτίστως το δικαίωμα αναθεώρησης της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης[7].

 ΙV. Όρος απαραίτητος όμως για να λειτουργήσει αυτό το ευφάνταστο σχήμα είναι, πάντοτε κατά τον Habermas, η επίδειξη πολιτικής αλληλεγγύης πέραν των εθνικών συνόρων, μεταξύ των εθνών-κρατών που θα είναι μέλη της ευρύτερης κρατικής οντότητας της ΕΕ. Η έννοια της πολιτικής αλληλεγγύης έχει κομβική σημασία για την επιτυχία του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος· για να καθιερωθεί δε, χρειάζεται χρόνο και κυρίως την ανάπτυξη σχέσεων ειλικρινούς εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Παράλληλα, απαιτούνται ασφαλώς και άλλες επί μέρους κοινές δράσεις για την ενίσχυση της πολιτικής αλληλεγγύης στο πλαίσιο της ΕΕ, όπως, μεταξύ άλλων, η ενοποίηση της φορολογικής και της κοινωνικο-ασφαλιστικής νομοθεσίας. Δεν είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς πόσο θα βοηθούσε το ενοποιητικό εγχείρημα της ΕΕ και θα ενίσχυε τους δεσμούς μεταξύ των πολιτών της, αλλά και των κρατών-μελών, μόνη η καθιέρωση λ.χ. ενός ενιαίου ΑΦΜ για όλους τους ευρωπαίους πολίτες· τα οφέλη θα ήταν διόλου ευκαταφρόνητα: διαμόρφωση κοινής –δηλαδή ευρωπαϊκής– φορολογικής συνείδησης, καθώς επίσης και συνειδητοποίηση της συνύπαρξης σε μία ευρύτερη υπερεθνική κοινότητα, με δικαιώματα και υποχρεώσεις έναντι αλλήλων. 

Ο Habermas χαρακτηρίζει πράγματι την πολιτική αλληλεγγύη ως μία πρόκληση ιστορικών διαστάσεων. Είναι μία βαθύτατη πράξη πολιτικής, η οποία βασίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας και ανάγεται ίσως, σε φιλοσοφικο-ιστορικό επίπεδο, στους θεμελιακούς κανόνες αστικής φιλίας και ευγένειας (με ρίζες και στην καντιανή φιλοσοφία), στους κανόνες δηλαδή που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις ανάμεσα σε αξιοπρεπείς κοινωνούς. Προϋποθέτει δε την θεμελίωση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-εταίρων σε βάθος χρόνου· μόνον έτσι μπορεί η πολιτική αλληλεγγύη να αποκτήσει στέρεη βάση και να αποδώσει ουσιαστικούς καρπούς.

 

  1. Η μεταβατική φάση που βιώνουμε πλέον στην ΕΕ, αυτή η μεταδημοκρατική φάση, είναι πράγματι ανησυχητική. Είμαστε μάρτυρες μιας προϊούσας διάβρωσης ουσιωδών στοιχείων του δημοκρατικού οικοδομήματος –σε ευρωπαϊκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο–, η οποία και δημιουργεί ένα σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα, μία χαίνουσα ευρωπαϊκή πληγή. Μήπως όμως αυτό είναι ένα πρόβλημα μεταβατικής μόνον φύσεως, το οποίο μπορεί να ξεπερασθεί μεσομακροπρόθεσμα μέσω της φυγής προς τα μπρος; Ο Habermas θεωρεί το χρονικό σημείο στο οποίο βρισκόμαστε κομβικό και αισιοδοξεί, πιστεύοντας ότι, αφού τα κατάφεραν οι ΗΠΑ κατά το παρελθόν, γιατί να μη μπορούμε κι εμείς οι ευρωπαίοι να τα καταφέρουμε και να φθάσουμε έτσι σε μία υπερεθνική δημοκρατική ωρίμανση, η οποία και δεν θα καταλύει συγχρόνως την αυτόνομη εθνική και κρατική υπόσταση των κρατών-μελών της ΕΕ. Εν τέλει, ο γερμανός φιλόσοφος πιστεύει βαθιά στην εκπολιτιστική δύναμη του δημοκρατικά θεσμοθετημένου δικαίου[8].

 Το ευρωπαϊκό όραμα του Habermas, σε μία ιδεολογικά άνυδρη εποχή και ιδίως σε μία ΕΕ όπου τα πάντα πλέον μετριούνται με οικονομικούς δείκτες, είναι το δίχως άλλο γοητευτικό. Από την άλλη μεριά, εν τούτοις, κανείς δεν μπορεί να παραβλέπει την διαμορφωθείσα πλέον πραγματικότητα: παραφράζοντας την διάσημη μεταφορά του Wittgenstein, θα μπορούσε να πει κανείς ότι όσοι μιλούν για το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης προσπίπτουν στα όρια της γλώσσας, όπως στα τοιχώματα ενός κλουβιού. Και τα «τοιχώματα του κλουβιού» εν προκειμένω δεν παριστούν τίποτε άλλο παρά την ανάγκη να ληφθεί υπόψη η παράμετρος της οικονομικής ενοποίησης αλλά και της δημοσιονομικής εξυγίανσης, που έχει κι αυτή ιδιαίτερη βαρύτητα για το όλο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Οι οικονομικοί δείκτες μπολιάζουν ίσως με ρεαλισμό το ευρωπαϊκό εγχείρημα και δείχνουν ενίοτε τα όρια της οραματικής σκέψης. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείουν εξ ορισμού το ευρωπαϊκό όραμα, αλλ’ απλώς το υποβάλλουν σε μία αναγκαία προσαρμογή, σε ένα ρεαλιστικό συγκερασμό. Διότι άνετα μπορεί να συγκερασθεί, κατά την γνώμη μου, η επίδειξη πολιτικής αλληλεγγύης –που ορθώς απαιτεί ο Habermas–, λ.χ. εκ μέρους των χωρών του πλεονασματικού βορρά, με την επίδειξη συνέπειας και υπευθυνότητας σε δημοσιονομικό επίπεδο, εκ μέρους των χωρών του ελλειματικού νότου. Ένας τέτοιος συγκερασμός προϋποθέτει ασφαλώς την προθυμία όλων των κρατών-μελών και των ευρωπαίων πολιτών να κάνουν θυσίες στην βάση μιας μακρόπνοης αμοιβαιότητας, προεχόντως δε την πίστη ότι η ίδια συνεπής, υπεύθυνη και ανταποδοτική συμπεριφορά θα συνεχισθεί και στο μέλλον, χωρίς εξαπατήσεις ή υπαναχωρήσεις, που μπορεί να οφείλονται στην εμφάνιση εσωτερικών ανασχετικών παραγόντων (λ.χ. άνοδο λαϊκιστικών στοιχείων κοκ).

 

VΙ. Βεβαίως, αν θέλουμε να είμαστε ακόμη πιο ρεαλιστές, υπάρχουν κι άλλοι κρίσιμοι όροι, περισσότερο ίσως τεχνοκρατικοί, που θα πρέπει να συντρέχουν, προκειμένου η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να γίνει πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον καναδό νομπελίστα οικονομολόγο Robert Mundell και την περιώνυμη θεωρία του περί βέλτιστων νομισματικών επικρατειών (optimum currency areas)[9], για να επιτύχει ένα κοινό νόμισμα, πρέπει, σε αδρές γραμμές, να πληρούνται οπωσδήποτε δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: υψηλή κινητικότητα κεφαλαίων και υψηλή κινητικότητα εργατικού δυναμικού μεταξύ των χωρών που χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα. Η ευρωζώνη εμφανίζει δυστυχώς μία σημαντική αρρυθμία στο σημείο αυτό: ενώ η ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων είναι σε μεγάλο βαθμό διασφαλισμένη, το ευρωπαϊκό εγχείρημα χωλαίνει σαφώς στο επίπεδο της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού μεταξύ των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Η αδυναμία αυτή ανάγεται προεχόντως στην ανυπαρξία κοινής γλώσσας, περαιτέρω δε στην πολιτισμική ποικιλία, καθώς επίσης και στους στενούς δεσμούς που αναπτύσσονται ιδίως στις χώρες του νότου μεταξύ των μελών των οικογενειών. Οι επί μέρους αυτοί παράγοντες λειτουργούν αποτρεπτικά σε σχέση με την κινητικότητα των εργαζομένων εντός της ευρωζώνης, εμποδίζοντας ειδικότερα την εύκολη μετακίνηση εργαζομένων από ένα κράτος-μέλος με υψηλή ανεργία σε κάποιο άλλο με χαμηλότερη. Και το τελευταίο στοιχείο είναι καθοριστικό: διότι, αν υφίστατο μία τέτοια κινητικότητα, θα μπορούσαν να εξισορροπηθούν τα επίπεδα ανεργίας στον ενιαίο νομισματικό χώρο, όπως αποδεικνύει κυρίως η εμπειρία στις ΗΠΑ.

Πράγματι στις ΗΠΑ το εγχείρημα του κοινού νομίσματος έχει στεφθεί με επιτυχία, ακριβώς επειδή υφίσταται κινητικότητα τόσο κεφαλαίων όσο και εργατικού δυναμικού μεταξύ των Πολιτειών: είναι χαρακτηριστικό λ.χ. ότι όταν μία Πολιτεία ή πόλη των ΗΠΑ υποστεί ένα σοβαρό οικονομικό πλήγμα (όπως πρόσφατα η πτώχευση του δήμου του Ντητρόιτ αλλά και η κατάρρευση της εκεί αγοράς των ακινήτων) ή μία φυσική καταστροφή (όπως ο τυφώνας Κατρίν που έπληξε την Νέα Ορλεάνη), εν συνεχεία ακολουθεί ένα κύμα μετανάστευσης του εργατικού δυναμικού σε άλλη Πολιτεία ή άλλο δήμο (στην περίπτωση του Ντητρόιτ ή της Νέας Ορλεάνης η μετανάστευση υπολογίζεται ότι έφθασε στο 25% περίπου του ενεργού πληθυσμού). Οι χώρες της ευρωζώνης, αντιθέτως, δεν μπορούν να εμφανίσουν τέτοια κινητικότητα· ακόμη δε και τώρα που οι χώρες του νότου καταγράφουν πρωτοφανή και καταθλιπτικά ποσοστά ανεργίας, ιδίως μεταξύ των νέων (λ.χ. σε Ελλάδα και Ισπανία άνω του 50%!), η κινητικότητα είναι χαμηλή και είναι εμφανής η διστακτικότητα ακόμη και των νέων ανθρώπων να εγκαταλείψουν, έστω και για ένα προσωρινό διάστημα, τις πατρογονικές τους εστίες.       

 

VΙI. Δίχως αμφιβολία, η ΕΕ και ιδίως η ευρωζώνη πρέπει να βελτιώσουν πολλά στοιχεία στις δομές και τους φέροντες οργανισμούς τους, προκειμένου να προχωρήσει η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ιδέα της διαμόρφωσης μιας συνεκτικής πολιτικής και οικονομικής κοινότητας. Μία καλή αρχή μπορεί πράγματι να γίνει μέσω της προώθησης υπερεθνικών δημοκρατικών διαδικασιών και μιας προσπάθειας συνταγματοποίησης του ευρωπαϊκού δικαίου, προς την κατεύθυνση που οραματίζεται ο Habermas, με αποφασιστική συμμετοχή των ευρωπαίων πολιτών στις πολιτικές αποφάσεις, με προαγωγή και εμπέδωση, στις σχέσεις μεταξύ των κρατών-μελών, του στοιχείου της πολιτικής αλληλεγγύης, στην βάση των κανόνων της αμοιβαιότητας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της συνεπούς και υπεύθυνης συμπεριφοράς των κρατών-μελών, αλλά και των ευρωπαίων πολιτών, έναντι αλλήλων. Η ΕΕ πρέπει ίσως να αποκτήσει πλέον μία πραγματική ευρωπαϊκή κυβέρνηση, με δημοκρατικά νομιμοποιημένους υπουργούς και βασικούς κανόνες λειτουργίας συνταγματικής περιωπής. Η ΕΕ, οι πολιτικοί και οι πολίτες της πρέπει να αποτολμήσουν, με προσεκτικά και σταθερά βήματα, μία τέτοια αλλαγή παραδείγματος· διότι απλούστατα η εναλλακτική επιλογή δεν είναι άλλη από την σταδιακή αυτοδιάλυση της ΕΕ στα εξ ών συνετέθη, ιδίως όσο συνεχίζει να χαίνει και να διογκώνεται το έλλειμμα δημοκρατίας και όσο οι πολίτες της ΕΕ αισθάνονται αποξενωμένοι από τα κέντρα λήψης των ευρωπαϊκών αποφάσεων. Αν δεν επιδειχθεί μία τέτοια τόλμη, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι αναδυόμενες υπερδυνάμεις, όπως η Κίνα, η Ινδία ή η Ρωσία, σε λίγο δεν θα δίνουν στην ΕΕ την παραμικρή σημασία.

 Όσο για την Ελλάδα, είναι μάλλον προφανές ότι, ως χώρα μικρή, με εξασθενημένους θεσμούς και αδύναμη οικονομία, θα πρέπει να συνταχθεί αποφασιστικά με το πλευρό των ευρωπαϊστών και να συμμετάσχει ενεργά στην διαμόρφωση του νέου υπερεθνικού δημοκρατικού πλαισίου, διατηρώντας συγχρόνως αλώβητη την εθνική και πολιτιστική της ταυτότητα, όπως άλλωστε επιτάσσει και το βασικό παράγγελμα της ΕΕ: ενωμένοι στην διαφορετικότητα (in diversity united). Κι ας έχουμε υπόψη μας ότι οι μεγαλύτερες συμφορές στα έθνη έρχονται με την αδράνεια και την ατολμία, και όχι με την ανάληψη αποφασιστικών πρωτοβουλιών.

VΙII. Γνωρίζω ότι όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω δύσκολα πείθουν στον κατακερματισμένο κόσμο του σήμερα, όπου αναβιώνουν οι εθνικισμοί, οι εθνικοί ανταγωνισμοί αλλά και οι εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις. Όσο απομακρυνόμαστε χρονικά από τις τραγικές εμπειρίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μοιάζει να ξεχνάμε την αξία της ευημερίας και της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των εθνών· είναι κι οι νεώτερες γενιές που αναλαμβάνουν πλέον τα ηνία της εξουσίας –πολιτικής και οικονομικής– και δεν έχουν βιωματικές παραστάσεις από τις συνέπειες της έντασης των ανταγωνισμών, από τις πολεμικές συγκρούσεις και τις ολέθριες επιπτώσεις τους[10]. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι όσο αντιλαμβάνεται κανείς την ουτοπία του Habermas ως μία «δυναμική πραγματικότητα» –κατά την ωραία διατύπωση του Γιάννη Μπασκόζου[11]–, έχει κάθε λόγο να την θέτει στο επίκεντρο του δημοσίου διάλογου για ένα καλύτερο αύριο στον ευρωπαϊκό χώρο, για μία δημοκρατικά θεσμισμένη κοινωνία της ευημερίας και της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και εθνών. Και τούτο, υπό το πρίσμα κυρίως της ιστορικής μαρτυρίας ότι η ειρήνη –ιδίως στον ευρωπαϊκό χώρο– δεν είναι μία αυτονόητη, διαρκής συνθήκη, δεν είναι εξ ορισμού δεδομένη.                             

     *Δημοσιεύθηκε στο The Books’ Journal, τ. 37, Νοέμβριος 2013, σ. 51-54.

[1] Μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκη (2012). Με το περιεχόμενο της μάλλον ατυχούς συνέντευξης τύπου, που έδωσε ο Habermas μετά την ως άνω ομιλία του (βλ. http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=525311), δεν θα ασχοληθώ στο πλαίσιο του παρόντος.

[2] Βλ. ενδεικτ. την πρόσφατη ενδιαφέρουσα έκθεση του Ινστιτούτου Bruegel «Is there a path to political union?» (23.9.2013), http://www.bruegel.org/nc/blog/detail/article/1153-is-there-a-path-to-political-union/, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνονται τα ακόλουθα: «Trust in European institutions has been going down everywhere in Europe since the end of 2008 but more abruptly in the South, and even more clearly since the start of the troika programmes in 2010. About 75% of respondents from Greece, Ireland, Italy, Portugal and Spain used to declare they trusted European institutions before the crisis, compared to just above 30% in May 2013. But there is another side of the story, which is striking and important. […] The data suggests that despite the big loss of trust and confidence, European institutions remain more trusted than national institutions. This is especially the case in those countries that have been experiencing the “toughest face” of Europe, i.e. programme countries as well as Italy and Spain. Before the crisis, trust in European institutions was the highest across Southern countries, and the confidence gap between European and national institutions, was very large. Four dreadful years later, Southern Europeans still trust the European institutions more than their national ones. Trust in the national institutions has literally collapsed in the South during the crisis, signaling a broader crisis of leadership, of confidence in the elites and in domestic political institutions more generally, rather than sole a loss of confidence in Europe and EU institutions. […] Northern Europeans, on the other hand, used to trust European and National institutions more or less equally, before the crisis, with a slight advantage for European institutions that went lost with the intensification of the crisis in 2011-12. What is striking here is that confidence in European institutions remains relatively high but now falls behind that in national institutions. Essentially, Northern European citizens seem to feel vindicated both by their economic and political models, which are gaining in terms of trust with respect to the European institutions. This is potentially very meaningful for the appetite for closer political integration in this part of Europe. […] Another interesting fact is that if there is a clear overall decline in confidence in European institutions, this is not homogeneous across institutions and across countries. The European Parliament remains, by and large, the most trusted across European institution. […] It is also very striking to see that the ECB is the most trusted European institution in the North of Europe, while in France and in the South it is the least trusted. Despite a lot of agitation in the Northern countries about the ECB’s expansionary policies, both at the level of the politicians and the media, it seems that Northern European citizens do not reject those policies and trust in the ECB is in fact still running high – and higher than in all the other European institutions. This is not true for the South, where only about 25% of respondents declare to trust the ECB, compared to about 70% before the crisis» (η πλαγιογράμμιση δική μου).

[3] Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης, όπ.ανωτ., σελ. 73.

[4] Βλ. και Καραμπατζό, «Γυάλινα ομόλογα» και πιθανές αξιώσεις των ομολογιούχων, περ. Δίκαιο Επιχειρήσεων & Εταιριών 2012, σελ. 297-298.

[5] Εγγύτερα σχετ. Καραμπατζός, Η μεθοδολογική αξία της θεωρίας περί της κανονιστικής δύναμης του πραγματικού, περ. Δίκη 2008, σελ. 8-28.

[6] Στο παρόν θα περιορισθούμε στην πρώτη φάση του πολιτικού προγράμματος του Habermas –εντός δηλαδή της ΕΕ–, που ασφαλώς μοιάζει ρεαλιστικότερη. Η «παγκόσμια κοινωνία των πολιτών» μπορεί ακόμη να περιμένει.

[7] Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης, όπ.ανωτ., passim, ιδίως σελ. 92, 98 επ.

[8] Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης, όπ.ανωτ., σελ. 65 επ.

[9] A Theory of Optimum Currency Areas, The American Economic Review, 51/1961, σελ. 657-665.

[10] Προσφυώς παρατηρεί εν προκειμένω ο Habermas ότι «…η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης προκάλεσε θριαμβολογία στη Δύση. Όμως το αίσθημα ότι δικαιώνεσαι ιστορικά μπορεί να έχει παραπλανητική επίδραση» (Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης, όπ.ανωτ., σελ. 151, η πλαγιογράμμιση δική μου).

[11] Εφημ. Το Βήμα, 11.8.2013, σελ. Α23.