Η Αντιπολίτευση είναι μια σοβαρή υπόθεση

Είναι κοινός τόπος ότι το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου του 2023 δημιούργησε μία έντονη πολιτική ασυμμετρία στη χώρα, μεταξύ ενός κυρίαρχου κυβερνώντος κόμματος και μιας εξαιρετικά αδύναμης αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η ασυμμετρία αυτή αναδίδει ήδη τις συνέπειές της.

Από τη μία πλευρά, η κυβερνητική πλειοψηφία συνεχίζει να επιδεικνύει μία στάση απαξίωσης βασικών θεσμών ελέγχου και λογοδοσίας της εκτελεστικής εξουσίας (βλ. λ.χ. Ανεξάρτητες Αρχές) και, συγχρόνως, μία δυσανεξία προς τις κριτικές φωνές του Τύπου, εγχώριου και διεθνούς, σε σχέση με ιδιαίτερα σοβαρά ζητήματα (όπως οι υποκλοπές ή το τραγικό ναυάγιο της Πύλου). Σ’ αυτά έρχεται να προστεθεί η τοποθέτηση ημετέρων με αμφιλεγόμενα προσόντα σε κρατικές θέσεις, η αύξηση των απευθείας αναθέσεων, η επικοινωνιακή (μη) διαχείριση διαχρονικών παθογενειών, κ.ά.

Από την άλλη πλευρά, η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης, μη δυνάμενη, μέχρι στιγμής, να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Τον τελευταίο χρόνο εκτυλίσσονται ιλαροτραγικές καταστάσεις, που δεν περιποιούν τιμή στην πολιτική ιστορία του τόπου. Έτσι, όμως, δεν μπορεί να ασκηθεί αποτελεσματική πίεση για τα κυβερνητικά πεπραγμένα. Η λαϊκή στήριξη στην κυβέρνηση μπορεί μεν να φθίνει θεαματικά από τις εκλογές του 2023 και μετά, ωστόσο ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών αναζητεί κυβερνητική και πρωθυπουργική εναλλακτική πρόταση και δεν την βρίσκει. Οι ευθύνες των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι προφανείς – ασφαλώς όμως όχι ισοβαρείς. Η συγκρότηση και η άσκηση υπεύθυνης αντιπολίτευσης είναι μία σοβαρή υπόθεση, παριστά δε αναγκαία συνθήκη για την ομαλή δημοκρατική λειτουργία.

Η όποια ανάδειξη νέων ηγεσιών και πρόταξη συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο ιδεολογικό τους πρόσημο (κεντροαριστερό, σοσιαλδημοκρατικό ή κεντρώο), πρέπει πρωτίστως να εμπνέει στον κόσμο αξιοπιστία και, συναφώς, την αίσθηση ότι υπάρχει πράγματι σχέδιο για να μεταβούμε από το Α στο Β, ήτοι την αίσθηση της διαχειριστικής ικανότητας.

Παράλληλα, κρίσιμο ζητούμενο είναι και η βούληση για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, που θα έχουν ως πρώτη προτεραιότητα την ανάταξη της κατάστασης στη δημόσια υγεία και τη δημόσια παιδεία, την αντιμετώπιση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων, καθώς και τη θεσμική εξυγίανση. Ένα πολιτικό πρόγραμμα για το αύριο της χώρας δεν μπορεί, επίσης, να μη περιλαμβάνει συγκεκριμένες προτάσεις για το πολιτικό σύστημα και την καταπολέμηση της διαφθοράς, με έμφαση στο πολιτικό χρήμα και το εκλογικό σύστημα (βλ. κυρίως διάσπαση των εκλογικών περιφερειών ώστε να μειωθεί η εξάρτηση των πολιτευτών από διάφορα συμφέροντα). Έπειτα, η αντιμετώπιση της κρίσης ακρίβειας απαιτεί σαφή πολιτική βούληση για σύγκρουση με διάφορες καρτελικές συμπράξεις στην αγορά, που αυξάνουν τις τιμές των αγαθών.   

Όποιος/-α στον χώρο της αντιπολίτευσης σηκώνει τώρα το χέρι με σκοπό να συμμετάσχει σε μία εσωκομματική εκλογική διαδικασία, πρέπει να έχει προετοιμαστεί σοβαρά. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχει το κατάλληλο αξιακό και ηθικό έρμα για να φέρει σε πέρας μία δύσκολη αποστολή: να πείσει τους πολίτες ότι προσφέρει πραγματικά μία αξιόπιστη εναλλακτική. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος, ο μέσος όρος του πολιτικού συστήματος να βρεθεί ακόμη πιο χαμηλά, όπως συμβαίνει, δυστυχώς, βαθμιαία τα τελευταία χρόνια.

[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 15.9.24]