Σε μία ευρεία νομοθετική μεταρρύθμιση οι μεταβατικές διατάξεις έχουν μεγάλη πρακτική σημασία. Πρόκειται για διατάξεις που διατηρούν παλαιές ρυθμίσεις εν ισχύι για ένα εύλογο χρονικό διάστημα μετά τη δημοσίευση του νέου νόμου στο ΦΕΚ. Με τις μεταβατικές διατάξεις επιδιώκεται μία όσο το δυνατόν ομαλότερη και δικαιότερη μετάβαση στο νέο νομοθετικό πλαίσιο, σκοπείται δε ιδίως η αποφυγή αιφνιδιασμού των προσώπων των οποίων το νομικό καθεστώς ή οι δικαιολογημένες προσδοκίες επηρεάζονται, άμεσα ή έμμεσα, από τις νέες ρυθμίσεις, σύμφωνα με την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών πράγματι οι εκάστοτε μεταβατικές διατάξεις διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο, ιδίως σε ζητήματα εκλογής νέων οργάνων διοίκησης των ΑΕΙ ή εξέλιξης των μελών ΔΕΠ. Ενίοτε, μάλιστα, προκάλεσαν σφοδρές αντιπαραθέσεις, όπως λ.χ. συνέβη με τον ν. 4009/2011 («νόμο Διαμαντοπούλου») και τη λήξη της θητείας των τότε πρυτανικών αρχών και τη συγκρότηση νέων οργάνων διοίκησης.
Με τον πρόσφατο ν. 4957/2022 («νόμο Κεραμέως») προβλέπεται μία ήπια μετάβαση στο νέο πλαίσιο, με σκοπό, προφανώς, να διαταραχθεί όσο γίνεται λιγότερο η λειτουργία των ΑΕΙ (ο νέος νόμος περιέχει πλήθος μεταβατικών διατάξεων, συνολικά 36 άρθρα). Αυτό φαίνεται, μεταξύ άλλων, στις ρυθμίσεις για τη μετάβαση στο νέο διοικητικό μοντέλο των ΑΕΙ, αλλά και για την εκλογή νέων μελών ΔΕΠ και την εξέλιξη των ήδη υπηρετούντων. Ιδίως όσον αφορά στο τελευταίο ζήτημα, για τη μεν εκλογή νέων μελών ΔΕΠ το νέο καθεστώς θα ισχύσει για θέσεις που προκηρύσσονται από 1.5.2023 και μετά (άρ. 463 § 3): η ρύθμιση αυτή είναι μάλλον εύλογη, καθώς εδώ θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για την κατάρτιση των μητρώων γνωστικών αντικειμένων και των μητρώων εκλεκτόρων. Για τη δε εξέλιξη των υπηρετούντων μελών ΔΕΠ οι νέες προϋποθέσεις εξέλιξης θα ισχύσουν από 1.1.2024, ενώ οι εξελίξεις «που πραγματοποιούνται κατόπιν αιτημάτων, που υποβάλλονται το αργότερο έως την 31η.12.2023, πραγματοποιούνται, τόσο ως προς τη διαδικασία όσο και ως προς τις προϋποθέσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν για την εξέλιξη των μελών ΔΕΠ κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος» (άρ. 463 § 4). Η μεταβατική αυτή διάταξη είναι εξαιρετικά γενναιόδωρη. Φυσικά και θα πρέπει ικανοποιηθεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου –εδώ: των υπηρετούντων μελών ΔΕΠ–, αλλά ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ισχύος της παλαιάς ρύθμισης υπερβαίνει, φρονώ, εμφανώς το όριο του ευλόγου. Συγχρόνως, μπορεί να θεωρηθεί υπονομευτικό της βούλησης για νομοθετική μεταβολή: όταν θεσπίζεις ένα νέο καθεστώς, θέλεις όχι μόνον να ισχύσει τυπικά, αλλά και να εφαρμοστεί σχετικά γρήγορα, για να επιφέρει την επιθυμητή αλλαγή και να παραμερίσει τα μέχρι πρότινος κακώς κείμενα. Το εν λόγω ζήτημα έχει αντιμετωπιστεί κατά το παρελθόν με αποτελεσματικότερο τρόπο, ήτοι με τον ορισμό ως κρίσιμου κατ’ αρχήν χρονικού σημείου εκείνου της υποβολής της αίτησης για εξέλιξη: αν δηλαδή μέχρι τη δημοσίευση του νόμου είχε ήδη υποβληθεί αίτηση, η διαδικασία προχωρούσε με βάση το μέχρι τότε υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. “Η Καθημερινή” της 27.07.22]