Δυστυχώς, η υπόθεση με την απαγόρευση καθόδου του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές έχει λάβει πλέον επικίνδυνη τροπή για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στη χώρα μας. Οι κυβερνητικοί χειρισμοί επί του θέματος κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε ηρωοποίηση προσώπων και καταστάσεων και, έτσι, να προκαλέσουν συνέπειες αντίθετες από τις ηθελημένες (αύξηση εκλογικής επιρροής, κ.λπ.). Όσο βαθιά βδελυσσόμαστε νεοναζιστικά και συναφή μορφώματα και τους εκπροσώπους τους, τόσο ευλαβικά πρέπει να προστατεύσουμε βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε την αυτοαναίρεσή της και την υιοθέτηση πρακτικών που αρμόζουν σε άλλα καθεστώτα.
Τις τελευταίες ημέρες, στο επίκεντρο της συζήτησης ήρθε η ακολουθητέα διαδικασία. Η κυβέρνηση έχει αναθέσει τον εκλογικό αποκλεισμό στον ΑΠ, ο οποίος θα πρέπει να αποφανθεί σε μία διαδικασία-εξπρές (ολίγων 24ώρων), στο πλαίσιο ανακήρυξης των εκλογικών συνδυασμών. Μάλιστα, ο ΑΠ θα πρέπει, εντός του συντομότατου αυτού χρόνου, να διαπιστώσει και να θεμελιώσει αποδεικτικά τη συνδρομή ή μη του όρου της «πραγματικής ηγεσίας» του κόμματος ή/και της προσβολής της ελεύθερης λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η ταχύτατη αυτή διαδικασία θέτει ζήτημα παραβίασης των άρ. 20 § 1 Σ. περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και άρ. 6 ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης. Επιθέτει δε στον ΑΠ ένα δυσβάστακτο βάρος, που η πολιτική εξουσία επέλεξε να του αναθέσει εν είδει ενός privilegium odiosum. Σημειωτέον ότι σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, όχι μόνον υφίσταται ρητή συνταγματική πρόβλεψη περί δυνατότητας απαγόρευσης ενός κόμματος, αλλά η σχετική διαδικασία είναι διεξοδική, λόγω της ιδιαίτερης σπουδαιότητας του ζητήματος.
Η κυβέρνηση τροποποιεί τώρα εκ νέου την επίμαχη ρύθμιση. Επικαλούμενη, οψίμως, την ανάγκη παροχής ισχυρότερων διασφαλίσεων, αναθέτει πλέον τη σχετική κρίση όχι στην πενταμελή σύνθεση του Α1 Τμήματος του ΑΠ, αλλά στην –το πρώτον τώρα δημιουργούμενη– ευρύτερη «ολομέλεια» του Τμήματος, που αριθμεί 10 αρεοπαγίτες. Ας μου επιτραπούν εδώ δύο μόνον παρατηρήσεις: (α) Η κρίση του ΑΠ κατά την ανακήρυξη των συνδυασμών είναι εκ φύσεως μη δικαιοδοτική· η διαδικασία ανακήρυξης αποτελεί, κατά βάσιν, μία διοικητική διαδικασία, οπότε η παραπάνω αριθμητική ενίσχυση δεν επιλύει το εγγενές πρόβλημα της έλλειψης μιας κανονικής δικαστικής διαδικασίας με τα συμπαρομαρτούντα εχέγγυα. (β) Το τελευταίο διάστημα, ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός εσωτερικών, όπως και άλλοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, αναφέρονται συχνά-πυκνά ρητά στο «κόμμα Κασιδιάρη», προκειμένου να δικαιολογήσουν τις αναλαμβανόμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες. Δυστυχώς, τέτοιες τοποθετήσεις μπορεί να αποτελέσουν τεκμήρια για τον φωτογραφικό χαρακτήρα μιας ρύθμισης, δίνουν επιχειρήματα στους εχθρούς της δημοκρατίας και ενισχύουν τον πάσης φύσεως αντισυστημισμό. Το ίδιο ισχύει και για τοποθετήσεις που αντιστρατεύονται το τεκμήριο αθωότητας.
Από την άλλη πλευρά, η κρίση βαθαίνει περαιτέρω όσο δεν γίνεται αντιληπτό ότι, κατ’ αρχήν, οι δικαστές μιλάνε μόνον μέσα από τις αποφάσεις και τις κρίσεις τους και δεν αντιδικούν δημοσίως με την εκτελεστική εξουσία, και μάλιστα επί υπόθεσης που πρόκειται να αχθεί ενώπιόν τους. Βεβαίως, το ότι μέλη της δικαστικής εξουσίας αισθάνονται πως μπορεί να υπονομεύεται η ανεξαρτησία τους είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά.
Τα πράγματα έχουν φθάσει πλέον σε μία κρίσιμη καμπή και φοβάμαι ότι, κυρίως εξαιτίας των κυβερνητικών χειρισμών, η δημοκρατία μας θα βγει τραυματισμένη από την όλη διαδικασία, είτε ο ΑΠ απαγορεύσει τελικά την κάθοδο του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές είτε όχι. Φοβάμαι ότι, υπό την πίεση της συγκυρίας και των συσχετισμών και χωρίς περίσκεψη πολλή, βαδίζουμε σε άγνωστες ατραπούς, με άδηλες συνέπειες για το εγγύς και απώτερο μέλλον.
[Δημοσιεύτηκε στην εφη, Τα Νέα της 11.4.2023]