Το τελευταίο διάστημα, ο καταγγελτικός λόγος ορισμένων κυβερνητικών στελεχών κατά ευρωπαϊκών οργάνων, από το Ευρωκοινοβούλιο μέχρι την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, έχει λάβει επικίνδυνες πολιτικά διαστάσεις. Διαστάσεις που τρέφουν τον αντισυστημισμό και υπονομεύουν την ευρωπαϊκή ιδέα. Δυστυχώς, φαίνεται ότι πλέον έχει μικρύνει η απόσταση από το «Μένουμε Ευρώπη» στο «Καταγγέλλουμε Ευρώπη». Η κυβέρνηση επιλέγει συχνά να πυροβολεί τον (εκάστοτε) ευρωπαίο αγγελιοφόρο, αντί να διαβάσει προσεκτικά το μήνυμα που εκείνος φέρνει και να κρίνει νηφάλια τι πρέπει να κάνει για το καλό της χώρας. Βαρύνουσα δε σημασία έχει το οξύ ύφος και λεκτικό των σχετικών αντιδράσεων.
Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα: Τις προηγούμενες ημέρες, κορυφαίος Υπουργός και αντιπρόεδρος της ΝΔ, του κόμματος που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής –ο οποίος και μας προσέδεσε στο ευρωπαϊκό άρμα προεχόντως για λόγους πολιτικής και θεσμικής ομαλότητας–, εξαπέλυσε δριμεία επίθεση στην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (λόγω της πρόσφατης δημόσιας τοποθέτησής της για την τραγωδία των Τεμπών), ζητώντας την τιμωρία ενός τέτοιου ανεξάρτητου οργάνου από τις Βρυξέλλες και διακηρύσσοντας ότι «δεν δεχόμαστε κομισάριους ή δερβέναγες για να μας πουν τι θα κάνουμε στη χώρα μας». Δεν δίστασε, μάλιστα, να χρησιμοποιήσει εμβληματικά αντιμνημονιακή ρητορική, λέγοντας για την εν λόγω Εισαγγελέα ότι «αν νομίζει ότι ήρθε ως αποικιοκρατική δύναμη σε μια αποικία που μπορεί να διατάζει κάνει λάθος». Όχι αδίκως θα θυμηθεί εδώ κανείς τα περί «αποικίας χρέους» κ.λπ. και τον λαϊκό ξεσηκωμό που προκαλούσαν πριν από μερικά χρόνια. Επίσης, φαίνεται ότι τώρα, κατ’ αντιστροφή της πρόσφατης κυβερνητικής επιχειρηματολογίας σε σχέση με το άρθρο 16 Συντ., θα πρέπει να παραμερίσουμε το Ενωσιακό Δίκαιο και να αλλάξουμε το εθνικό πλαίσιο περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, κατά παράβαση του ευρωπαϊκού Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, προκειμένου να διευκολύνουμε την εκστρατεία υποψήφιων βουλευτών ή ευρωβουλευτών.
Όσο συνέβαιναν τα παραπάνω, ο Πρωθυπουργός, στο πλαίσιο συνάντησής του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς την ΕΕ και ιδίως προς το Ταμείο Ανάκαμψης, θεωρώντας ότι «είναι σημαντικό να αναδεικνύουμε απέναντι στις φωνές του λαϊκισμού και του στείρου ευρωσκεπτικισμού τη θετική πλευρά της Ευρώπης και το πόσο ευνοημένη είναι η χώρα μας από τους ευρωπαϊκούς πόρους, καθώς λαμβάνουμε το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ποσοστό».
Ευπρόσδεκτη, λοιπόν, η δαψιλής οικονομική βοήθεια της ΕΕ, αλλά όχι οι κρίσιμες επισημάνσεις ευρωπαϊκών οργάνων για την επικίνδυνη θεσμική πορεία της χώρας. Μακριά μεν από τις φωνές του λαϊκισμού, αλλά δεν δεχόμαστε ευρωπαίους «κομισάριους», «δερβέναγες» ή «αποικιοκρατικές δυνάμεις». Γίνονται, όμως, όλα αυτά μαζί;
Η απάντηση εδώ για μία πραγματικά φιλελεύθερη και φιλοευρωπαϊκή πολιτική δύναμη θα ήταν σαφής: Μείναμε και Μένουμε Ευρώπη, πρωτίστως διότι θέλουμε να ανήκουμε σε μία κοινότητα κρατών, όπου η προάσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του κράτους δικαίου συνιστά προτεραιότητα· όπου, επίσης, τα δικαιώματα συνοδεύονται από υποχρεώσεις. Εφόσον δε μία πολιτική δύναμη υιοθετεί το Μένουμε Ευρώπη, δεν μπορεί να λειτουργεί επιλεκτικά: δεν μπορεί λ.χ. να απολαμβάνει την οικονομική βοήθεια αλλά συγχρόνως να κλείνει τα αυτιά της ερμητικά, όταν της επισημαίνονται δυσάρεστες εθνικές παθογένειες και ιδίως σοβαρές θεσμικές αρρυθμίες. Σημειωτέον δε ότι η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση συνδέεται με όρους και ελέγχους, έναν τέτοιον δε ελεγκτικό ρόλο επιτελεί και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας δικαίως εναποθέτει τις ελπίδες του για τις διάφορες θεσμικές παρεκκλίσεις της χώρας σε ευρωπαϊκά όργανα, που δεν χαλιναγωγούνται εύκολα από εγχώρια πολιτικά συμφέροντα. Και αυτό είναι ένα σπουδαίο κεκτημένο της συμμετοχής μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 22.3.24]