Τις τελευταίες εβδομάδες η κατάσταση της πανδημίας στη χώρα μας παρουσιάζει δραματική επιδείνωση. Το βλέπουμε κάθε απόγευμα να αποτυπώνεται στην αμείλικτη στατιστική των θανάτων. Οι ευθύνες τόσο της κοινωνίας όσο και της πολιτείας είναι σοβαρές.
Δίχως αμφιβολία, η πολιτική διαχείριση της πανδημίας είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, και δη παγκοσμίως, όχι μόνο στην πατρίδα μας. Πρέπει να σταθμιστεί και να εξισορροπηθεί πλήθος αντιτιθέμενων συμφερόντων και ετερόκλιτων ψυχολογικών παραγόντων. Μπροστά στο άγνωστο, τον κίνδυνο και τον θάνατο ο καθένας μας αντιδρά διαφορετικά. Και αυτή η προσωπική αντίδραση έχει αντίκτυπο στον βαθμό συλλογικής συμμόρφωσης μας προς τα εκάστοτε επιβαλλόμενα μέτρα, στα ποσοστά αποδοχής του εμβολίου ως μέσου προστασίας έναντι του κορωνοϊού, κοκ. Έπειτα, προστασία της δημόσιας υγείας και οικονομική δραστηριότητα αλληλεπιδρούν συνεχώς, χορεύουν μαζί πάνω σε ένα πολύ λεπτό στρώμα πάγου, που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σπάσει.
Βεβαίως, τα πράγματα έχουν φθάσει πλέον σε ένα σημείο όπου κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ξέρει. Η νόσος και οι τραγικές επιπτώσεις της σε συγγενείς, φίλους και γνωστούς είναι ορατές. Δεκάδες συνάνθρωποί μας χάνουν καθημερινά τη ζωή τους όχι από τα εμβόλια, αλλά από τον κορωνοϊό. Όλοι έχουμε πλέον στον περίγυρό μας κάποιο πρόσωπο που έχει νοσήσει ή έχει χάσει ακόμη και τη ζωή του από τον ιό. Δεν είναι τα πράγματα όπως ήταν πριν από ένα έτος. Και όσο θα παραμένει σταθερός ή και θα αυξάνεται ο αριθμός κρουσμάτων, διασωληνώσεων και θανάτων, τόσο περισσότερο θα αντιλαμβανόμαστε ότι ο ιός δεν είναι ένας «αόρατος εχθρός». Είναι πλέον εμφανής, είναι δίπλα μας, αλλά δεν πρέπει να μπει στον οργανισμό μας. Όλοι αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας.
Δυστυχώς, για ένα τμήμα του πληθυσμού έφθασε η τραγική στιγμή της λεγόμενης «μαθησιακής εμπειρίας» (learning effect): έμαθε και μαθαίνει για τη σοβαρότητα του ιού μέσα από την ίδια την εμπειρία της νόσησης, με τρόπο σκληρό και, ενδεχομένως, με μεσομακροπρόθεσμη επιβάρυνση της υγείας. Κάποιοι ωστόσο, ακόμη πιο άτυχοι, δεν πρόλαβαν να «μάθουν», καθώς δεν βρίσκονται πια μαζί μας.
Παρά ταύτα, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού παραμένει ακόμη ανεμβολίαστο και, έτσι, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του κινδύνου. Όσοι συμπολίτες μας εμφανίζονται επιφυλακτικοί έναντι του εμβολίου δεν είναι όλοι κατ’ ανάγκην συνωμοσιολόγοι ή αρνητές του ιού – υπάρχουν, ασφαλώς, και αρκετοί τέτοιοι, όπως και πολιτικοί τυχοδιώκτες που εκμεταλλεύονται ανθρώπινες αδυναμίες. Κάποιοι συμπολίτες μας είναι απλώς φοβισμένοι ή διακατέχονται από μία γενικότερη έλλειψη εμπιστοσύνης προς την κεντρική αρχή, το κράτος και τους θεσμούς του, η οποία λαμβάνει ποικίλες εκφάνσεις τα τελευταία χρόνια και έχει (αντι)συστημικό χαρακτήρα. Ο συλλογικός χαρακτηρισμός των ανεμβολίαστων ως «ψεκασμένων» είναι τουλάχιστον ατυχής.
Και για να γίνω εδώ σαφέστερος: Το να βάζουμε απέναντί μας αδιάκριτα το 1/3 της κοινωνίας και να μιλάμε για «πανδημία (μόνο) των ανεμβολίαστων» δεν βοηθάει κανέναν μας, δεν βοηθάει πρωτίστως τη συνολική υπόθεση αντιμετώπισης της πανδημίας, αλλά και δεν περιγράφει την πραγματικότητα (όπως βεβαιώνουν πλέον οι ιατροί διεθνώς, με προεξάρχοντα τον Γερμανό επιδημιολόγο Κρίστιαν Ντρόστεν). Το οξύμωρο δε είναι ότι κάποιοι πολιτικοί στηλιτεύουν ως «ψεκασμένες» ομάδες πολιτών, τη στιγμή που στο παρελθόν μπορεί να κέρδισαν την ψήφο τους, ενώ μετά βεβαιότητας θα την διεκδικήσουν εκ νέου στο μέλλον, με διαφορετικά πολιτικά προτάγματα (λ.χ. εθνικά θέματα). Συναφώς, κυβερνητικοί αξιωματούχοι (όπως ο υπουργός ανάπτυξης) εμφανίζονται ιδιαίτερα άνετοι στο να μιλούν επικριτικά για το σύνολο των ανεμβολίαστων, όταν όμως έρχεται η στιγμή να πάρουν θέση επί της –απολύτως θεμιτής νομικώς και ευκταίας σε επίπεδο συμβολισμού– υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών για συγκεκριμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, όπως λ.χ. οι αστυνομικοί, ανακρούουν πρύμναν. Τότε επισείουν τον κίνδυνο αδυναμίας λειτουργίας της κρατικής μηχανής, με βάση την υπόθεση ότι θα χρειαστεί να τεθεί σε αναστολή ένα μεγάλο ποσοστό υπαλλήλων. Ευλόγως, ωστόσο, πλανάται στην ατμόσφαιρα και η υποψία ότι κυριαρχεί εδώ ο φόβος του πολιτικού κόστους από μία ενδεχόμενη σύγκρουση με ισχυρές ομάδες του δημόσιου τομέα.
Όταν, πάντως, κυβερνητικά στελέχη θεωρούν βέβαιο ότι δεν θα πειθαρχήσει στον νόμο ένα μεγάλο ποσοστό των οργάνων επιβολής του νόμου, εκείνων δηλαδή που είναι επιφορτισμένα, μεταξύ άλλων, να επιβάλλουν λ.χ. τα μέτρα για την αναχαίτιση της διασποράς του ιού, αντιλαμβανόμαστε όλοι πόσο οριακά και επικίνδυνα είναι τα πράγματα. Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι το πρόβλημα αδυναμίας επιβολής της νομιμότητας στη χώρα μας είναι γενικότερο και διαχρονικό, δεν είναι σημερινό. Απλώς φαίνεται ότι και η παρούσα κυβέρνηση (όπως και προηγούμενες κυβερνήσεις) προτίμησε, σε ορισμένα κρίσιμα σημεία της πανδημικής κρίσης, να συμβιβαστεί και να προτάξει την αποφυγή του πολιτικού κόστους και της σύγκρουσης έναντι του ευρύτερου διακυβεύματος της περιφρούρησης των θεσμών και της δημόσιας υγείας.
Σε κάθε περίπτωση, η καθολική πλέον ορατότητα της νόσου και των επιπτώσεών της –όσο τραγικές και αν είναι πλέον σε επίπεδο απωλειών– μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των εμβολιασμών, της οποίας οι θετικές συνέπειες θα φανούν μερικούς μήνες αργότερα. Στην αύξηση των εμβολιασμών μπορεί να συμβάλει και η συστηματική καταπολέμηση των ψευδών ειδήσεων που διαδίδονται από διάφορες πηγές, με τον μανδύα της ψευδοεπιστημονικότητας ή του ανοιχτού κομπογιανιτισμού, οι οποίες κοστίζουν ανθρώπινες ζωές. Προς την τελευταία κατεύθυνση κινείται, και ορθώς, η πρόσφατη τροποποίηση του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Στην ιδιαίτερα κρίσιμη αυτή καμπή της πανδημικής κρίσης, κοινωνία και πολιτεία είμαστε όλοι πλέον προ των ευθυνών μας. Άγνοια κινδύνου, αδράνεια ή παλινωδίες δεν δικαιολογούνται, ούτε από πλευράς των πολιτών ούτε από πλευράς κυβερνήσεως, που φέρει και την κύρια ευθύνη.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 21.11.2021]