Ο Θουκυδίδης απέφευγε να εξωραΐζει τα πράγματα: ο πόλεμος, έλεγε, είναι ένας βίαιος διδάσκαλος, ο οποίος μεταβάλλει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και φέρνει στην επιφάνεια ένστικτα και διαθέσεις που εν καιρώ ειρήνης μένουν καλά κρυμμένα κάτω από τις ανέσεις του καθ’ ημέραν βίου (βλ. ιδίως Ιστ. ΙΙΙ 82, 2). Κατά τον κλασικό φιλόλογο Χανς Πέτερ Σταλ, μέσα από το έργο του μεγάλου ιστορικού αποκαλύπτεται η βία σαν μία διαρκώς παρούσα δυνατότητα της ανθρώπινης φύσεως, η οποία και ενεργοποιείται προεχόντως σε συνθήκες πολέμου, οπότε και απομακρύνεται το πέπλο ή, αν θέλετε, το λούστρο του ανέφελου καθημερινού βίου.
Κατ’ ουσίαν, ο πόλεμος ξύνει το λούστρο του πολιτισμού από τον άνθρωπο, παραμερίζει τα προσχήματα (veneer remover) και αφήνει τα εξουσιαστικά ένστικτα να αναδυθούν απροκάλυπτα. Έτσι και οι Αθηναίοι δεν θα κρύψουν την πραγματικότητα λ.χ. στον περίφημο διάλογο με τους Μηλίους: είναι φυσικός νόμος να εξουσιάζει ο ισχυρότερος τον ασθενέστερο· δεν τον επινοήσαν όμως εκείνοι, τον βρήκαν στην ανθρώπινη φύση και ήταν αναγκασμένοι να τον ακολουθήσουν. Παράλληλα, όμως, ο πόλεμος έχει και τη δυνατότητα να δημιουργεί νέα προσχήματα (veneer fabricator), ήτοι ευλογοφανή επιχειρήματα για τη δικαιολόγηση της αχαλίνωτης βίας: συχνά λ.χ. η υποδούλωση ή η σφαγή πληθυσμών παρουσιάζονται σαν δίκαιη τιμωρία για μία προδοσία, την αποστασιοποίηση από μία συμμαχία ή τη δολοφονία ενός ηγέτη.
Εν τέλει, ο Θουκυδίδης θέλει να καταδείξει το πόσο μεταμορφώνεται η ανθρωπεία φύση μέσα από τον πόλεμο και τη βία, πώς επικρατεί τότε το ανορθολογικό στοιχείο εις βάρος του ορθολογικού, πώς η ισχύς, κατά την ωραία φράση του Καστοριάδη, «εκ φύσεως επιθυμεί να επεκτείνεται διαρκώς».
Θα ήταν κουραστικό να επαναλάβει κανείς πόσες φορές μέχρι σήμερα έχει επιβεβαιωθεί ο λόγος του Θουκυδίδη. Η ανθρωπότητα βεβαίως, από τον Β’ ΠΠ και μετά, έχει διανύσει μεγάλη απόσταση και έχει δημιουργήσει κάποιους αποδοτικούς μηχανισμούς ειρηνικής επίλυσης των διεθνών διαφορών. Ωστόσο, οι πρόσφατες αιματηρές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή αλλά και την Ουκρανία, μας υπενθυμίζουν πόσο απέχουμε από την ιδέα μιας παγκόσμιας ειρήνης. Και ο κόσμος δεν είναι ασφαλώς μόνον η Ευρώπη ή η Μέση Ανατολή· είναι και η Αφρική, παραδείγματος χάριν, όπου ιδίως μετά την αποχώρηση των αποικιοκρατικών δυνάμεων ο βίαιος διδάσκαλος έδωσε εντατικά μαθήματα σε ολόκληρη την ήπειρο. Ας πάρουμε εδώ μόνον ένα παράδειγμα, γιατί φέτος έχουμε μία πολύ θλιβερή επέτειο:
Φέτος συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από την εθνοκάθαρση που αιματοκύλισε τη Ρουάντα. Από τις 7 Απριλίου μέχρι τα μέσα Ιουλίου του 1994, μέσα σε εκατό μόλις ημέρες, εξολοθρεύτηκαν ένα εκατομμύριο περίπου ιθαγενείς της φυλής Τούτσι από την αντίπαλη φυλή των Χούτου. Αφορμή στάθηκε η δολοφονία του τότε Προέδρου της Ρουάντα, Γιουβενάλ Χαμπιαριμάνα, αιτία δε η διαρκής ένταση που υπέβοσκε στις σχέσεις μεταξύ των δύο φυλών. Η ένταση αυτή αναγόταν ίσως και σε κάποιο αίσθημα μειονεξίας των μικροκαμωμένων Χούτου έναντι των μεγαλόσωμων Τούτσι, τους οποίους μεταχειρίζονταν προνομιακά οι βέλγοι αποικιοκράτες, που τελικά μόνον συντρίμμια άφησαν πίσω τους.
Οι Χούτου αποδύθηκαν σε μία κτηνώδη σφαγή, σε μία τόσο ταχεία γενοκτονία που όμοιά της δεν έχει καταγραφεί στη σύγχρονη ιστορία. Τα κρατικά ραδιόφωνα καλούσαν καθημερινά τους, ευρισκόμενους υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοόλ, Χούτου να εξαφανίσουν τις «κατσαρίδες», «αυτή τη βρωμερή φυλή» των Τούτσι, «να δουλέψουν πιο σκληρά, για να γεμίσουν τους τάφους»!
Η αιματοχυσία σταμάτησε με την επικράτηση του τότε αρχηγού των αντάρτικων δυνάμεων των Τούτσι και νυν Προέδρου της χώρας, Πωλ Καγκάμε. Ο τελευταίος πέτυχε να σταθεροποιήσει τη χώρα, με μέσα θεμιτά και αθέμιτα. Από τη μία πλευρά, επιχείρησε να συμφιλιώσει τις δύο φυλές με τη χορήγηση γενικής αμνηστίας σε πολεμιστές Χούτου, αλλά και με την επιβολή μιας μορφής αναγκαστικής συνύπαρξης θυτών και θυμάτων σε γειτονικές οικίες. Από την άλλη, σειρά πολιτικών αντιπάλων του καθεστώτος είτε φυλακίσθηκαν είτε αναγκάσθηκαν να διαφύγουν στο εξωτερικό, ενώ συγχρόνως η ελευθερία του λόγου περιορίσθηκε δραστικά με τη θέσπιση του αδικήματος του «εξωραϊσμού της γενοκτονίας».
Σήμερα πάντως η Ρουάντα παρουσιάζει μία σαφώς ενθαρρυντική εικόνα: όλοι σχεδόν οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, το 80% των παιδιών πηγαίνει σχολείο, το προσδόκιμο έχει αυξηθεί στα 64 έτη, η ανεργία υπολογίζεται (τουλάχιστον επισήμως) στο 3,4%, οι δε γυναίκες αριθμούν περισσότερα μέλη στο υπουργικό συμβούλιο από τους άντρες, ενώ στο κοινοβούλιο της χώρας υπερβαίνουν το 60% (!). Πρώτιστο μέλημα του Καγκάμε είναι να μη ξανακυλήσει η χώρα στον εμφύλιο. Βεβαίως τα πράγματα δεν είναι εύκολα: σήμερα ο πληθυσμός της Ρουάντα αποτελείται κατά 80% από Χούτου και, ως εικός, οι ισορροπίες είναι εύθραυστες.
Ξένοι ανταποκριτές αναφέρουν ότι η άνωθεν επιβληθείσα συμβίωση μεταξύ θυτών και θυμάτων αποδίδει καρπούς, χτίζοντας τον δρόμο για μία εθνική συμφιλίωση, που θα πάρει όμως πολλά χρόνια ακόμη. Δυστυχώς ο βίαιος διδάσκαλος «διδάσκει» γρήγορα και αποτελεσματικά, ενώ ο ειρηνικός, ιδίως σε χώρες με σοβαρή πολιτισμική υστέρηση, θέλει χρόνο, θέλει επίσης σχολεία και παιδεία που θα ενσταλάξουν στην κοινωνία την υπεροχή της λογικής έναντι των ενστίκτων και του θυμικού, την πρωτοκαθεδρία του διαλόγου έναντι της βίας.
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 29.4.2014, σ. 7.