Είναι σαφές πλέον ότι στην υπόθεση των παρακολουθήσεων έχουν παραβιαστεί βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Μέχρι στιγμής δε, ο Πρωθυπουργός και η κυβέρνηση δεν έχουν παράσχει πειστικές εξηγήσεις για το τι έχει ακριβώς συμβεί στις επίμαχες περιπτώσεις του Ν.Ανδρουλάκη και του δημοσιογράφου Θ.Κουκάκη, όπως επίσης και για την έκταση των «αστοχιών» του συστήματος των «νομίμων επισυνδέσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας», ενόψει και του υψηλότατου αριθμού τους (ενδεικτ. 15.475 για το 2021).
Οι θεσμικές δικλίδες ασφαλείας που συνοδεύουν την επιβολή του μέτρου είναι, εν γένει, προδήλως ανεπαρκείς: καμία αιτιολογία στην εκδιδόμενη διάταξη του –ατυχώς εντός της ΕΥΠ κατοικοεδρεύοντος– εισαγγελέως, δυνατότητα επιβολής του μέτρου χωρίς αναγραφή του ονόματος του προς παρακολούθηση προσώπου, αόριστη διάρκεια της άρσης του απορρήτου, κ.ά. Τον δε Μάρτιο του 2021 αποκλείσθηκε η δυνατότητα γνωστοποίησης του μέτρου –υπό προϋποθέσεις– στο πρόσωπο που παρακολουθήθηκε (χωρίς να προκύψει κάτι εις βάρος του).
Στον δημόσιο λόγο ζητείται επιτακτικά η επαναφορά της τελευταίας δυνατότητας-δικλίδας ασφαλείας, αλλά μέχρι στιγμής η κυβέρνηση μοιάζει απρόθυμη. Στην κατάργηση δε της παραπάνω δυνατότητας είχε αντιδράσει δημοσίως και ο ίδιος ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ). Για το ίδιο ζήτημα, μάλιστα, έχουν καταδικασθεί από το Δικαστήριο του Στρασβούργου η Βουλγαρία, η Ρωσία και η Ουγγαρία.
Παράλληλα, εξίσου επιτακτική προβάλλει η ενίσχυση και έμπρακτη στήριξη του ελεγκτικού ρόλου της ΑΔΑΕ, η οποία είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένη Ανεξάρτητη Αρχή (άρ. 19 παρ. 2 Σ.) και, σε ζητήματα απορρήτου, έχει τη φυσική αρμοδιότητα ελέγχου επί των πεπραγμένων της ΕΥΠ – και όχι άλλες αρχές που δεν παρέχουν τα ίδια εχέγγυα ανεξαρτησίας (όπως λ.χ. η Εθνική Αρχή Διαφάνειας). Μεταξύ άλλων, η ΑΔΑΕ θα πρέπει να έχει την κρίσιμη δυνατότητα πρόσβασης στα (όποια) στοιχεία του υπηρεσιακού φακέλου που θεμελιώνουν το αίτημα για άρση του απορρήτου, χωρίς φυσικά να διατυπώνει κατ’ ουσίαν κρίση (εγγύτερα Αικ.Παπανικολάου, εφημ. «Καθημερινή» της 13-14.8.22).
Έπειτα, δεν μπορεί να παραβλέπεται η ανάγκη προστασίας των πολιτών και έναντι των ιδιωτικών λογισμικών παρακολούθησης. Πρόκειται και εδώ για συνταγματική υποχρέωση του κράτους. Η χρήση-λειτουργία τέτοιων συστημάτων δεν μπορεί να είναι αδιάφορη για μία κυβέρνηση. Και προφανώς, στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να διερευνηθούν πλήρως όλες οι ήδη υφιστάμενες σχετικές καταγγελίες.
Εν κατακλείδι, οι παρακολουθήσεις ηγετικού στελέχους της αντιπολίτευσης και ερευνητικών δημοσιογράφων δεν αποτελούν απλώς ένα κυβερνητικό «ολίσθημα», που επιτρέπει στην πολιτική ζωή να συνεχιστεί όπως πριν. Τραυματίζουν σοβαρά τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου και εκθέτουν τη χώρα διεθνώς. Και ασφαλώς δεν περνούν απαρατήρητες ούτε από τον διεθνή Τύπο ούτε από τα όργανα της ΕΕ.
Και μία τελευταία επισήμανση: Η πολιτική σταθερότητα υπονομεύεται από τις ίδιες τις εκπτώσεις στο κράτος δικαίου και τους θεσμούς, και όχι από την ανάδειξή τους. Η δε φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι ένα μίζερο πολίτευμα που αρκείται στα λίγα· είναι ένα πολίτευμα υψηλών απαιτήσεων. Και παρακμάζει όταν προβάλλεται διαρκώς το φάσμα του χειρότερου για να αποδεχθεί κανείς το απλώς κακό.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. “Τα Νέα (του Σαββάτου)” της 27.8.2022]