Κατά την προεκλογική περίοδο, οι αρχηγοί των κομμάτων ζητούν επιτακτικά «να τους εμπιστευτούμε, να τους δώσουμε τη δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα, να τους αναθέσουμε την ευθύνη της διακυβέρνησης». Μόλις αυτό συμβεί, ο νικητής των εκλογών ευχαριστεί το εκλογικό σώμα για την εμπιστοσύνη, διακηρύσσοντας συγχρόνως ότι «γνωρίζει καλά πόσο βαριά είναι η ευθύνη που αναλαμβάνει, δεσμεύεται ωστόσο ότι δεν θα διαψεύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών».
Μετέπειτα, όμως, όταν κατά τη διακυβέρνηση έρχονται πραγματικά δύσκολες στίγμες, επιχειρείται ενίοτε μία αποποίηση ή μετάθεση των ευθυνών, ευθεία ή συγκεκαλυμμένη. «Ναι μεν αναλάβαμε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας, αλλά δεν ευθυνόμαστε για τον κρατικό μηχανισμό, τον κληρονομήσαμε», κοκ. Βέβαια, η ρητορική αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αυτοπεποίθηση της προεκλογικής περιόδου, όπου κυριαρχούσε η δέσμευση ότι «και ξέρουμε και μπορούμε».
Παράλληλα με τις προαναφερθείσες, τις τελευταίες εβδομάδες προβλήθηκαν όμως και άλλες ευφάνταστες δικαιολογίες του τύπου «δεν είχαμε προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία, δεν γνωρίζαμε», κοκ. Εδώ πλέον πρόκειται για την επονομαζόμενη στη νομική επιστήμη «αμέλεια ως προς την ανάληψη του εγχειρήματος»: αν εξ αντικειμένου δεν έχεις τις δυνατότητες να αναλάβεις μία δράση, τότε θα πρέπει να απέχεις από αυτήν· διαφορετικά δεν μπορείς να επικαλείσαι την αφέλεια ή την ανεπάρκειά σου ως λόγο απαλλαγής από τις ευθύνες σου.
Έπειτα, είναι μάλλον προφανές ότι μία γενικευμένη αποποίηση ευθυνών και συνεπειών εκ των κυβερνητικών πράξεων ή παραλείψεων προσκρούει, μεταξύ άλλων, και στον ίδιο τον συνταγματικό ρόλο και την αποστολή της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού (βλ. άρθρα 85 & 82 Συντ.). Και ναι, είναι αλήθεια, από τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 και μετά το σύστημά μας είναι πρωθυπουργοκεντρικό· αυτό όμως δεν σημαίνει μόνον ότι ο πρωθυπουργός είναι πανίσχυρος, αλλά και ότι φέρει μεγάλες ευθύνες για τη διακυβέρνηση και την πορεία της χώρας.
Πέραν όμως των συνταγματικών επιταγών, ανάληψη πολιτικής ευθύνης για κυβερνητικές πράξεις ή παραλείψεις χωρίς περαιτέρω συνέπειες αποτελεί στάση που μαρτυρεί πλήρη διάσταση από την ηθική της πολιτικής ευθύνης. Πολύ περισσότερο δε, όταν συνδυάζεται με έναν απόλυτο πολιτικό κυνισμό, που μπροστά στα έκπληκτα μάτια της κοινής γνώμης ισοπεδώνει, από την πρώτη κιόλας στιγμή, τη νωπή μνήμη δεκάδων θυμάτων μιας πρωτοφανούς τραγωδίας, επιχειρώντας να τα παρουσιάσει σαν αυθαίρετους αυτοθύτες. Η όποια δε συνειδητοποίηση της προσβολής της μνήμης των θυμάτων και οι κυβερνητικές και υπηρεσιακές αποπομπές έρχονται πλέον αργά, όψιμα. Δείχνουν, μάλιστα, ότι δεν αποτέλεσαν αποτέλεσμα ενσυνείδητης στάσης, αλλά περισσότερο απόρροια τακτικής πολιτικής αναδίπλωσης ενόψει της γενικής κατακραυγής. Και, σε κάθε περίπτωση, δεν παρίστανται ικανές να απομακρύνουν το στίγμα της βαριάς ύβρεως.
Και κάτι τελευταίο: Ο κάθε πρωθυπουργός αυτής της χώρας δεν έχει πλέον να αντιμετωπίσει μόνον τις χρόνιες κακοδαιμονίες της – στην επιδείνωση των οποίων μπορεί κι ο ίδιος να συμβάλλει με τις πολιτικές του. Συγχρόνως απολαμβάνει και πλήθος προνομίων που συνδέονται με την ηγεσία μιας χώρας που εξακολουθεί να είναι μέλος των ισχυρότερων ενώσεων στον κόσμο (ΕΕ, Ευρωζώνη, ΝΑΤΟ, κοκ). Έτσι, έχει λ.χ. τη δυνατότητα να σηκώνει το τηλέφωνο και να συνομιλεί με τους ισχυρότερους ηγέτες στον κόσμο, να συμμετέχει σε διεθνείς συναντήσεις κορυφής, καθώς επίσης και να ζητεί και να λαμβάνει βοήθεια από τους συμμάχους την κρίσιμη στιγμή. Με άλλες λέξεις, ο έλληνας πρωθυπουργός, ακόμη κι αν είναι νέος σε ηλικία, απολαμβάνει και τους καρπούς που τα τελευταία 44 χρόνια της –κατά τα άλλα «επάρατης»– μεταπολίτευσης έχουν εξασφαλίσει στην πατρίδα μας, αλλά και σε εκείνον υπό τη θεσμική του ιδιότητα. Και οι ηδείς αυτοί καρποί συνοδεύονται, αφεύκτως, από την αντίστοιχη υψηλή πολιτική ευθύνη· καμμία αδικία δεν υπάρχει σ’ αυτό.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 12.8.2018, σ. 19.