Στο άρθ. 27 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Εκσυγχρονισμός θεσμικού πλαισίου για το ενέχυρο και σύσταση Ενιαίου Ηλεκτρονικού Μητρώου Ενεχύρων…» προβλέπεται η διατύπωση γνώμης για την επιλογή των Προέδρων και των Αντιπροέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τις Ολομέλειες των Ανωτάτων Δικαστηρίων, κατόπιν σχετικής μυστικής ψηφοφορίας μεταξύ των μελών τους. Πρακτικά, δηλαδή, όλα τα μέλη ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου θα συνέρχονται και θα ψηφίζουν τα πρόσωπα που θα προταθούν από την Ολομέλεια για την κατάληψη των ηγετικών θέσεων του Δικαστηρίου. Πρόκειται για ένα κατ’ αρχήν θετικό βήμα προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης από τον εναγκαλισμό της εκτελεστικής εξουσίας.
Και πάλι, βεβαίως, η τελική απόφαση για τις σχετικές επιλογές θα λαμβάνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο (ΥΣ). Και επειδή η γνώμη των Ολομελειών δεν μπορεί, κατά το ισχύον Σύνταγμα (άρθ. 90 παρ. 5), παρά να είναι απλή (μη δεσμευτική), το ΥΣ θα μπορεί εν τέλει να επιλέξει και άλλα πρόσωπα, πέρα από τα προταθέντα. Το ίδιο, εξάλλου, ίσχυε μέχρι πρότινος και για την αντίστοιχη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων (που διατυπώνεται επί καταλόγου προεπιλεγέντων από τον Υπουργό Δικαιοσύνης προσώπων – βλ. ενδεικτ. Τσιρωνά, εν: Σπυρόπουλο/Κοντιάδη/Ανθόπουλο/Γεραπετρίτη, Σύνταγμα – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, άρθ. 90 αρ. 41 επ.). Το περίεργο δε, και ίσως οξύμωρο, είναι ότι στην προτεινόμενη ρύθμιση παραμένει και η τελευταία αυτή γνώμη της Διάσκεψης μετά την παροχή της γνώμης των Ολομελειών, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι το ΥΣ θα λαμβάνει δύο λίστες-γνώμες, οι οποίες θα περιέχουν ενδεχομένως και διαφορετικά προτεινόμενα πρόσωπα.
Πέραν των ανωτέρω, όμως, κάποιες κριτικές παρατηρήσεις είναι εδώ αναγκαίες:
1. Η κατατεθείσα ρύθμιση έρχεται μετά τις επαναλαμβανόμενες σχετικές επισημάνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Εκθέσεις της για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας. Συγκεκριμένα, μας υποδεικνυόταν σταθερά η ανάγκη αλλαγής του τρόπου επιλογής των ανωτάτων δικαστών, προκειμένου να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική. Όσες/-οι το επισημαίναμε τα τελευταία χρόνια στον δημόσιο διάλογο, αντιμετωπίζαμε αρνητική στάση από θεσμικούς και κυβερνητικούς φορείς: υποστήριζαν δηλ. ότι δεν έβλεπαν κάποιο σοβαρό ζήτημα στην όλη διαδικασία κοκ. Τώρα, μετά αρκετό καιρό, η κυβέρνηση αναγνωρίζει εμπράκτως ότι υπήρχε μία προβληματική κατάσταση που καλούσε (τουλάχιστον) σε νομοθετική παρέμβαση. Η περίσταση αυτή φανερώνει, γενικότερα, ότι αξίζει να εξετάζουμε προσεκτικά τις αιτιάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων και να αναλαμβάνουμε δράσεις προς διόρθωση των κακώς κειμένων σε βασικές θεσμικές διαδικασίες μας, αντί να στρεφόμαστε εναντίον των εν λόγω οργάνων με καταγγελτικό λόγο. Και αυτό είναι ένα μάθημα χρήσιμο για την κυβερνητική πλειοψηφία.
2. Δεν μπορεί, επίσης, να μη παρατηρήσει κανείς ότι μία τόσο κρίσιμη ρύθμιση δεν αποτέλεσε αντικείμενο θεσμικής διαβούλευσης με τα Ανώτατα Δικαστήρια της χώρας (που θα μπορούσαν να συγκαλέσουν για το ζήτημα τις Διοικητικές Ολομέλειές τους, ώστε να διατυπώσουν τη γνώμη τους), καθώς και με τις δικαστικές ενώσεις. Δυστυχώς έχουμε εδώ ένα ακόμη παράδειγμα κακής νομοθέτησης.
Σε κάθε περίπτωση, η προωθούμενη ρύθμιση θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για την έναρξη μιας συζήτησης για την αναθεώρηση και της σχετικής συνταγματικής διάταξης (άρθ. 90 παρ. 5 Σ.): Θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος για τη μετατροπή της γνώμης των Ολομελειών σε σύμφωνη, δεσμευτική δηλ. για το ΥΣ. Έτσι, θα μπορούσαν όλα τα μέλη ενός Ανωτάτου Δικαστηρίου να ψηφίζουν 4-5 πρόσωπα από τα 10-15 αρχαιότερα μέλη του Δικαστηρίου και, εν συνεχεία, το ΥΣ να επιλέγει αναγκαστικά ένα από αυτά. Αυτό θα συνιστούσε ένα πιο ολοκληρωμένο βήμα προς την κατεύθυνση μιας αρμονικής εξισορρόπησης μεταξύ των δύο εξουσιών (δικαστικής και εκτελεστικής).
[Δημοσιεύτηκε στα Νέα της 18.7.24]