Με την πρόσφατη δημόσια τοποθέτησή της στο ζήτημα της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου έθεσε μία σωστή αφετήρια βάση, με τρόπο κατανοητό και περιεκτικό: «Το Σύνταγμα κατά κανένα τρόπο δεν αναγνωρίζει δικαίωμα σε κάποιον να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του άλλου και την υγεία του. Άρα το όριο της ελευθερίας των επιλογών μας, είναι ο διπλανός μας. Είναι ο άλλος».
Ασφαλώς και όλοι έχουμε δικαίωμα στον λεγόμενο ψυχοσωματικό αυτοπροσδιορισμό, ο οποίος, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνει και πράξεις αυτοβλάβης ή αυτοδιακινδύνευσης. Δεν έχουμε, ωστόσο, κατ’ αρχήν δικαίωμα στη βλάβη ή τη διακινδύνευση του διπλανού μας και των εννόμων αγαθών του. Δεν είμαστε άνευ ετέρου ελεύθεροι να θέτουμε σε κίνδυνο τη ζωή, την υγεία ή τη σωματική ακεραιότητα των άλλων. Γι’ αυτό, λ.χ., απαγορεύεται το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους. Τέτοιες απαγορεύσεις δεν προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Κατά το Σύνταγμα, εξάλλου, «καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων…» (άρ. 5 παρ. 1).
Ο εμβολιασμός έναντι μιας μεταδοτικής νόσου, όπως είναι ο κορωνοϊός, προστατεύει τόσο τον ίδιο τον εμβολιαζόμενο όσο και το λοιπό κοινωνικό σύνολο. Όπως γίνεται δε ορθώς δεκτό, αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του κράτους η μέριμνα για την πρόληψη και καταπολέμηση της διάδοσης μεταδοτικών ασθενειών, που αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την εγχώρια και υπερεθνική νομολογία που ήδη υπάρχει σε σχέση με τους υποχρεωτικούς παιδικούς εμβολιασμούς (ΣτΕ 2387/2020 και Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου της 8.4.2021, Vavricka και άλλοι κατά Τσεχίας), η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών είναι ανεκτή κατά το Σύνταγμα και συμβατή με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, εφόσον πληρούνται δύο κυρίως προϋποθέσεις: (α) ο εμβολιασμός επιβάλλεται από ειδική νομοθεσία που υιοθετεί έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά δεδομένα, ιδίως δε επιδημιολογικά πορίσματα· και (β) παρέχεται η δυνατότητα εξαίρεσης από τον εμβολιασμό σε ειδικές περιπτώσεις, όπου αυτός αντενδείκνυται. Και φυσικά υποχρεωτικότητα δεν σημαίνει εδώ τον φυσικό καταναγκασμό του αρνούμενου, αλλά την επέλευση δυσμενών συνεπειών ή την επιβολή κυρώσεων εις βάρος του.
Ένα σύγχρονο κράτος που σέβεται τον πολίτη πρέπει πρώτα να ενημερώνει και να πείθει, και όχι να στιγματίζει ή να περιθωριοποιεί τους ευλόγως ανησυχούντες. Παράλληλα, πρέπει να εφιστά την προσοχή όλων μας στο έντονο καθήκον κοινωνικής αλληλεγγύης που έχουμε σε κρίσιμες περιόδους, όπως η τρέχουσα. Εν συνεχεία όμως, ιδίως όσον αφορά σε ειδικές πληθυσμιακές κατηγορίες με νευραλγικό ρόλο στην καταπολέμηση μιας μεταδοτικής νόσου, όπως είναι το υγειονομικό προσωπικό των νοσοκομείων, θα πρέπει να λαμβάνει πλέον αναγκαστικά μέτρα, όπως είναι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός (τηρώντας εν προκειμένω τις ειδικότερες επιταγές του άρ. 4 παρ. 3 του ν. 4675/2020). Ειδικά δε το υγειονομικό προσωπικό, όπως σωστά επισημαίνεται στον δημόσιο διάλογο, φέρει μία αυξημένη ηθική υποχρέωση να εμβολιαστεί, δίνοντας και το καλό παράδειγμα στην υπόλοιπη κοινωνία.
Κατ’ ουσίαν, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με την τελευταία παρέμβασή της, δεν ανέδειξε μόνον τα όρια της ατομικής μας ελευθερίας, αλλά και το γεγονός ότι σε μία ευνομούμενη πολιτεία φέρουμε και υποχρεώσεις, δεν έχουμε μόνον δικαιώματα.
[Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 10.6.2021]