Συχνά φαίνεται ότι ως άτομα, αλλά και συλλογικά ως κοινωνίες, υποφέρουμε από το φαινόμενο της γνωστικής ασυμφωνίας (cognitive dissonance), το οποίο και εμφανίζεται όταν νεοπροσλαμβανόμενες πληροφορίες θέτουν σε αμφισβήτηση τις μέχρι πρότινος απόψεις, ιδέες, πεποιθήσεις, αξίες ή τα συναισθήματά μας, εν τέλει δε το οικοδόμημα που στηρίζει τη στάση μας απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο και τα πράγματα. Η δημιουργούμενη αυτή ασυμφωνία μεταξύ των μέχρι πρότινος εσωτερικών μας πεποιθήσεων και των αποκλινόντων εξωτερικών ερεθισμάτων μάς προκαλεί ένα αίσθημα έντονης δυσαρέσκειας. Αυτό έχει ως συνέπεια να αναπτύσσουμε την τάση να προσλαμβάνουμε νέες πληροφορίες μόνον επιλεκτικά, ήτοι να αποδίδουμε σημασία μόνον σ’ εκείνες τις πληροφορίες που μας είναι αρεστές και συνειδητά να παραβλέπουμε ή να υποβαθμίζουμε τη σημασία άλλων που διαψεύδουν ή έρχονται σε αντίθεση με τις μέχρι πρότινος πεποιθήσεις ή εκτιμήσεις μας. Και όλα αυτά, τη στιγμή που αντιθέτως το ορθολογικό θα ήταν, ενόψει των νέων ευρημάτων μας, να αναθεωρήσουμε τις αρχικές μας εκτιμήσεις. Με άλλες λέξεις: αντί να προσπαθήσουμε να προσαρμοσθούμε στη νέα πληροφοριακή πραγματικότητα και ενδεχομένως να διορθώσουμε προηγούμενες εσφαλμένες επιλογές μας, προτιμάμε συχνά, για λόγους –πρόσκαιρης– προσωπικής ψυχικής ικανοποίησης, να προσαρμόσουμε την πραγματικότητα στα μέτρα μας, με επιζημίες ωστόσο μεσομακροπρόθεσμα συνέπειες για την ευτυχία και την ευημερία μας, αφού η πραγματικότητα κάποια στιγμή «θα εκδικηθεί», θα καταδείξει δηλαδή το σφάλμα μας.
Πέραν όμως της προσαρμογής της πραγματικότητας στα μέτρα μας ως μηχανισμού αντιμετώπισης του δυσάρεστου αυτού φαινομένου, είναι εξίσου πιθανόν να επιλέξουμε την οδό της απόρριψης των παλαιών επιθυμιών μας, με το σκεπτικό είτε ότι αυτές δεν υπήρξαν ποτέ είτε ότι αυτό που επιθυμούσαμε δεν έπρεπε τελικά ευθύς εξ αρχής να το επιθυμούμε – σαν την αλεπού στον γνωστό μύθο του Αισώπου, η οποία, αδυνατώντας να φθάσει τα σταφύλια που τόσο πολύ επιθυμούσε για να κορέσει την πείνα της, επιλέγει εν συνεχεία να τα απαξιώσει, θεωρώντας κατ’ ουσίαν ότι δεν έπρεπε εξ αρχής να τα είχε επιθυμήσει.
Η ισχυρή επίδραση που ασκεί στους ανθρώπους η γνωστική ασυμφωνία προοικονομείται ίσως ήδη στην Πλάτωνος Πολιτεία, και ειδικότερα στην Αλληγορία του Σπηλαίου («ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει…» – Βιβλίο VII, 514a επ.), όπου, ως γνωστόν, η ανάβαση του απελευθερωθέντος δεσμώτη στον επίγειο κόσμο δίδει σ’ εκείνον πλέον τη δυνατότητα να βλέπει τα πάντα στις πραγματικές τους διαστάσεις, να έχει δηλαδή μία ακριβή αντίληψη της πραγματικότητας. Το κρίσιμο όμως εδώ σημείο έγκειται στην καταληκτική διαπίστωση του Πλάτωνα ότι, εάν ο απελευθερωθείς δεσμώτης επέστρεφε στο σπήλαιο και προσπαθούσε να εξηγήσει στους παλαιούς συνδεσμώτες του την εμπειρία από την επαφή του με τον επίγειο κόσμο, θα δυσκολευόταν πολύ να τους πείσει ότι η πραγματικότητα που αντίκρισε ήταν τελείως διαφορετική απ’ ό,τι εκείνοι νόμιζαν: διότι εκείνοι, υποφέροντας από μία έντονη μορφή γνωστικής ασυμφωνίας, θα ήταν τόσο βαθιά πεπεισμένοι για την ακρίβεια της δικής του αντίληψης –εκλαμβάνοντας τις σκιές ως τη μοναδική υπάρχουσα πραγματικότητα, αισθητή τε και νοητή εν ταυτώ–, ώστε θα μπορούσαν ακόμη και να σκοτώσουν εκείνον που θα προσπαθούσε να τους απελευθερώσει από τα δεσμά της άγνοιάς τους: «καί τόν ἐπιχειροῦντα λύειν τε καί ἀνάγειν, εἴ πως ἐν ταῖς χερσί δύναιτο λαβεῖν καί ἀποκτείνειν, ἀποκτεινύναι ἂν».
Ενόψει των ανωτέρω, λοιπόν, τι θα κάνουμε πλέον εμείς οι διαβιούντες στο ελληνικό σπήλαιο: Θα προσαρμόσουμε –για ακόμη μία φορά– την πραγματικότητα στα μέτρα μας; Μήπως θα επιλέξουμε την οδό της απόρριψης των παλαιών επιθυμιών μας, με το σκεπτικό είτε ότι αυτές δεν υπήρξαν ποτέ είτε ότι αυτό που επιθυμούσαμε δεν έπρεπε τελικά ευθύς εξ αρχής να το επιθυμούμε; Ή, εν τέλει, θα προτιμήσουμε να απαλλαγούμε από την ενοχλητική παρουσία εκείνων των παλαιών συνδεσμωτών μας που κομίζουν τώρα την αλήθεια;
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 4.6.2015.