Όλο και περισσότερο θυμίζει πλέον η χώρα μας την κατάσταση που επικρατεί στην αλληγορική δυστοπία του William Golding «Ο Άρχοντας των Μυγών». Μοιάζουμε, δηλαδή, με εκείνα τα παιδιά που βρίσκονται σ’ ένα έρημο παραδεισένιο νησί και προσπαθούν να οργανώσουν από την αρχή τον κοινωνικό τους βίο με κάποιους στοιχειώδεις κανόνες, ωστόσο ολοένα διολισθαίνουν στην αναρχία και την αλληλεξόντωση· σταδιακά, ένας επίγειος παράδεισος (κάπως σαν την Ελλάδα ίσως) μετατρέπεται σε κόλαση. Στην ιστορία αυτήν, πρωταγωνιστικό ρόλο επιφυλάσσει ο συγγραφέας σε ένα κοχύλι, που λειτουργεί ως σύμβολο εξουσίας και δίνεται σ’ αυτόν που παίρνει τον λόγο στη συνέλευση· κάποια στιγμή όμως αυτό θα σπάσει, και τούτο θα σημάνει το τέλος των δημοκρατικών διαδικασιών και την οριστική βύθιση σε μία αιματηρή σύγκρουση μέχρις εσχάτων. Η κατάρρευση των διαδικασιών και των θεσμών θα οδηγήσει και στην κατάρρευση του μετώπου της λογικής.
Δυστυχώς, στη σύγχρονη ελληνική δυστοπία η απαξίωση των θεσμών και βασικών συνταγματικών επιταγών ολοένα και επιτείνεται. Η ασθένεια, μάλιστα, διαχέεται πλέον σε παραδοσιακούς θεσμούς της χώρας με διαχρονικό κύρος και σεβασμό, όπως είναι τα Ανώτατα Δικαστήρια, τα οποία μπορεί μεν στο παρελθόν να έχουν δοκιμαστεί πολλάκις, αλλά ποτέ δεν έφτασαν να κινδυνεύουν με τέτοια απαξίωση στη συνείδηση των πολιτών.
Βεβαίως, όταν μιλάει κανείς για την κατάσταση των θεσμών μας, βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με το αντεπιχείρημα ότι η χώρα έχει να ασχοληθεί τώρα με άλλα σοβαρότερα ζητήματα και ότι η θεσμική θωράκιση είναι δευτερεύον ζήτημα. Δεν είναι όμως έτσι. Πέραν της οικονομικής κρίσης, η προάσπιση των θεσμών είναι και αυτή πρώτη προτεραιότητα. Διότι, απλούστατα, χωρίς θεσμούς η χώρα δεν θα πάει πουθενά· χωρίς την εύρυθμη λειτουργία τους η ανέχεια θα συνεχίσει να πλήττει τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα και κυρίως τους νέους. Γιατί όμως ισχύει αυτό;
Εν πρώτοις, με την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών διασφαλίζεται η κοινωνική δικαιοσύνη και ιδίως η αξιοκρατία, μέσω δε της τελευταίας προάγεται η κοινωνική κινητικότητα. Επί παραδείγματι, ένας καταρτισμένος νέος επιστήμονας που αποκλείεται παρανόμως από μία δημόσια διαγωνιστική διαδικασία έχει ως μόνο καταφύγιό του τη δικαιοσύνη και τις ανεξάρτητες αρχές· μόνον αυτές μπορούν να περιφρουρήσουν τα δικαιώματά του, να διασφαλίσουν την τήρηση της αξιοκρατίας και, εν τέλει, να τον προστατεύσουν από τον εφιάλτη της ανεργίας ή τη φυγή στο εξωτερικό.
Είναι κοινός τόπος, εξάλλου, ότι το Σύνταγμα και οι θεσμοί που κατοχυρώνονται σ’ αυτό έχουν ως κύρια αποστολή τους την προστασία των αδυνάτων. Η συνταγματικώς επιβαλλόμενη μέριμνα λ.χ. για τους ανέργους ή τους οικονομικά ανίσχυρους επιτάσσει διάφορες επιμέρους νομοθετικές παρεμβάσεις και καθοδηγεί ασφαλώς και την κρίση της δικαιοσύνης – η οποία, σημειωτέον, δεν μπορεί να υποτάσσεται στον εκάστοτε στιγμιαίο «σφυγμό της κοινωνίας», καθώς αυτός ενδέχεται συχνά να αντιστρατεύεται τις επιταγές του Συντάγματος και των νόμων (όπως λ.χ. σε περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων).
Η παροχή ίσων ευκαιριών, η ισονομία και η αξιοκρατία, που διασφαλίζονται μέσα από μία αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών, είναι θεμελιώδεις όροι για μία ευνομούμενη πολιτεία, για μία ανοιχτή δημοκρατική κοινωνία. Η τελευταία αντιπαραβάλλεται προς την κλειστή κοινωνία, που παρέχει ευκαιρίες στους λίγους, τους εκλεκτούς, και αδιαφορεί για τους υπόλοιπους, εγκαθιδρύοντας εν τέλει μία «ανταλλακτική κοινωνία των κολλητών», σαν αυτήν που οδήγησε την Ελλάδα στα βράχια.
Ας μην έχουμε άλλες αυταπάτες: η συνολική κατάρρευση έρχεται σε μία κοινωνία, όταν επικρατεί πλήρως το ατομικό (ή οικογενειακό, συντεχνιακό, κοκ) συμφέρον έναντι του ευρύτερου συλλογικού, το κλειστό σύστημα λήψης αποφάσεων έναντι του ανοιχτού και του διαφανούς. Γι’ αυτό και η προάσπιση των θεσμών στη χώρα μας θα πρέπει να γίνει πλέον βασικό πολιτικό πρόταγμα. Η τύχη των θεσμών μας δεν είναι στα χέρια των «θεσμών», αλλά των ενεργών δημοκρατικών πολιτών της χώρας. Το θεσμικό διακύβευμα παίζεται εντός της πατρίδας μας, όχι εκτός.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 23.10.2016, σ. 18.