«Οι Έλληνες δεν αγνοούν τι απαιτεί παρ’ αυτών σήμερον η Ευρώπη. Ηξεύρουσιν ότι η παρούσα ευπραγία των και αι ελπίδες του μέλλοντός των εξαρτώνται εκ της μετριοπαθούς και εμφρόνος διαγωγής των, και εκ των προσπαθειών των όπως τάχιστα προβώσιν εις το στάδιον των υλικών βελτιώσεων.» Τάδε έφη ο Υπουργός Εξωτερικών Α. Ραγκαβής σε εμπιστευτικό του υπόμνημα προς την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο, τον Ιούλιο του 1856. Ναι, είναι αλήθεια, τα λόγια αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να προέρχονται και από τα χείλη σύγχρονων πολιτικών, ιδίως των πρωθυπουργών των τριών τελευταίων ετών, πιθανόν δε υπό την ακόλουθη επικαιροποιημένη μορφή: οι Έλληνες γνωρίζουν τι απαιτεί από αυτούς σήμερα η Ευρώπη, γνωρίζουν ότι η μελλοντική τους ευημερία εξαρτάται από μία λογική και ρεαλιστική στάση μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια, καθώς επίσης και από τις προσπάθειές τους να υλοποιήσουν τάχιστα τις αναγκαίες για τον τόπο μεταρρυθμίσεις.
Από την πρώτη στιγμή της συστάσεώς του, το ελληνικό κράτος επαφέθηκε και αφέθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην ευρωπαϊκή εύνοια και στήριξη, υλική και ηθική. Η «καλοσύνη των ξένων» ονομάσθηκε αρχικά φιλελληνισμός. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου θεωρήθηκε τρανή απόδειξη της ευρωπαϊκής εύνοιας. Σταδιακά ωστόσο άρχισε να γίνεται αντιληπτό ότι η Ευρώπη δεν ένιωθε ότι είχε να εκπληρώσει κάποιο ηθικό χρέος έναντι της γενέτειρας της φιλοσοφίας και του πολιτισμού. Κι η ψυχρολουσία που επεφύλαξε στους Έλληνες ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1854-1856), με την αδιαφορία Βρετανών και Γάλλων για την ελληνική υπόθεση (δηλαδή το αίτημα για επέκταση των ελληνικών συνόρων), ήρθε να επιβεβαιώσει τις υποψίες των οξυδερκέστερων.
Στην πραγματικότητα, από την Επανάσταση και μετά οι Έλληνες αντιμετώπιζαν την ευρωπαϊκή πρόνοια με ανάμικτα συναισθήματα. Στο βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα «Το πρότυπο Βασίλειο και η μεγάλη ιδέα» (εκδ. Πολύτυπο, 1988) αναπαρίσταται με ενάργεια αυτή η ατμόσφαιρα: από τη μία πλευρά, η Ευρώπη εκλαμβάνεται ως δύσπιστη, αφού δεν πείθεται και από τα σπουδαιότερα ακόμη επιτεύγματα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους· από την άλλη, ως εύπιστη, έτοιμη να παρασυρθεί τόσο από τον πρώτο κακοπροαίρετο επικριτή της Ελλάδας, όσο και από τον πονηρό Έλληνα, που ξέρει να ξεγελάει τον άμαθο Ευρωπαίο. Παράλληλα, διεκινείτο ευρέως το επιχείρημα ότι τα ελληνικά προβλήματα πρέπει να καταγράφονται στο εσωτερικό της χώρας με εχεμύθεια, ώστε να μη τίθεται σε κίνδυνο η υπόληψη και αξιοπιστία των Ελλήνων στην Ευρώπη.
Είναι βέβαιο ότι όλα τα παραπάνω μας θυμίζουν πολλά στις μέρες μας: η αμφίθυμη πρόσληψη της σύγχρονης ευρωπαϊκής βοήθειας χαρακτηρίζει, δίχως αμφιβολία, τον σημερινό δημόσιο διάλογο, ενώ είναι γνωστό ότι για ένα διάστημα αμφιταλαντευθήκαμε αρκετά μεταξύ αλήθειας και «εχεμύθειας» ως προς την αποκάλυψη ή μη των πραγματικών στοιχείων για την δημοσιονομική κατάσταση της χώρας – με τα γνωστά αποτελέσματα για την διεθνή αξιοπιστία της χώρας.
Βασικό στοιχείο, πάντως, της μέχρι στιγμής ιστορικής μας πορείας ως κράτους είναι η εναγώνια προσπάθεια εξασφάλισης της ευρωπαϊκής εύνοιας. Από συστάσεως προσβλέπαμε στη στήριξή μας από το εξωτερικό και κυρίως από την Ευρώπη. Αρχικά θεωρούσαμε ότι πράγματι οι σύμμαχοι μάς χρωστούσαν ηθικά τη στήριξη αυτή λόγω της συμβολής της κλασσικής αρχαιότητας στον πολιτισμό, βαθμιαία όμως αντιληφθήκαμε ότι η εξωτερική πολιτική και η πραγμάτωση του ιδανικού της εντελούς εθνικής ανεξαρτησίας διέρχονται μέσα από την εξισορρόπηση ποικίλων συμφερόντων, προεχόντως δε οικονομικών και γεωστρατηγικών. Αρχίσαμε να κατανοούμε πόσο σημαντική είναι η διάκριση του Ελευθερίου Βενιζέλου μεταξύ εθνικών δικαίων και εθνικών συμφερόντων.
Κυρίαρχο ζητούμενο, όμως, όλα αυτά τα χρόνια στις σχέσεις μας με τους Ευρωπαίους παραμένει ο εκδυτικισμός των δομών του ελληνικού κράτους (δημόσια διοίκηση, φοροεισπρακτικός μηχανισμός, απονομή δικαιοσύνης κοκ). Κατά καιρούς έχουν μεν καταβληθεί φιλότιμες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή, συχνά ωστόσο έχουν μείνει στα μισά του δρόμου· και τούτο, επειδή στην ελληνική κοινωνία σοβεί μία διαρκής διαπάλη ανάμεσα σε ένα ανατολίτικο πελατειακό σύστημα νομής πλούτου και εξουσίας και σε μία εκδοχή δυτικού κράτους δικαίου, διεπόμενου από τις αρχές της ισονομίας, της διαφάνειας και της προτεραιότητας του συλλογικού συμφέροντος – έναντι του ατομικού, του οικογενειακού, του συντεχνιακού ή του τοπικ(ιστικ)ού.
Ίσως εν τέλει το σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στην Δύση» να μην είναι και τόσο αυτονόητο όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Όσες πιέσεις και να υφιστάμεθα από τους ευρωπαίους γείτονές μας –οι οποίες συχνά μπορεί να έχουν και ιδιοτελή χαρακτήρα–, στη χώρα μας υπάρχουν βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες και αντιλήψεις που αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε σοβαρή προσπάθεια υιοθέτησης δοκιμασμένων δυτικών θεσμών. Στην πραγματικότητα, ως επί το πλείστον, η σθεναρή αυτή αντίδραση δεν οφείλεται στην εκτίμηση ότι η εισαγωγή του οθνείου προτύπου θα αποτύχει, αλλ’ αντιθέτως στον φόβο κάποιων ομάδων συμφερόντων ότι πράγματι θα επιτύχει, οδηγώντας έτσι στην εξάλειψη συντεχνιακών ή άλλων προνομίων τους. Η επίκληση δε εθνικών ιδιαιτεροτήτων ή ιδιορρυθμιών αποτελεί συχνά ένα βολικό άλλοθι για την αναβολή της πρακτικής αναγκαιότητας του σήμερα σε εύθετο χρόνο, «όταν ωριμάσουν περισσότερο τα πράγματα». Το εθνικό μας αυτό δράμα συμπυκνώνει ίσως καίρια ο λόγος του Στέλιου Ράμφου («Time out – Η ελληνική αίσθησι του χρόνου», 2012): «Ζητούμε απανωτά time out «για να δούμε αύριο» τι θα κάνουμε. Δεν είμαστε αναίσθητοι. Η αδιαφορία και η αναποφασιστικότητα οφείλονται σε μειωμένη αίσθησι της ευθύνης να προλάβωμε εγκαίρως το επαπειλούμενο κακό»· λησμονούμε εν τούτοις ότι «ο καλύτερος τρόπος να βρεθής για τα καλά στο περιθώριο της ιστορίας είναι να κλειστής περήφανα στον εαυτό σου και να απομονωθής». Το ερώτημα, λοιπόν, είναι σαφές: θα αφυπνισθούμε επιτέλους ή θα οδηγηθούμε σε μία οριστική πλέον εθνική απομόνωση, με δραματικές συνέπειες για την δημοκρατική ομαλότητα στον τόπο και περαιτέρω επιδείνωση του βιοτικού μας επιπέδου;
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 2.4.2013, σ. 7.