Ο μύθος και η ελληνική κοινωνική πραγματικότητα
Στην Ορέστεια του Αισχύλου η Κλυταιμήστρα, κάνοντας το χατίρι του ερωμένου της του Αίγισθου αλλά και εκδικούμενη συγχρόνως για τη θυσία της Ιφιγένειας, σκοτώνει τον άνδρα της τον Αγαμέμνονα μετά την επιστροφή του από τον Τρωικό πόλεμο. Ο Ορέστης αποφασίζει εν συνεχεία να εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα του, σκοτώνοντας τη μητέρα του (και τον Αίγισθο). Μολονότι και η Κλυταιμήστρα διέπραξε φόνο, οι Ερινύες, οι κατ’ εξοχήν προστάτριες του μητρικού δικαίου, κυνηγούν μόνον τον μητροκτόνο Ορέστη, και τούτο γιατί η Κλυταιμήστρα «δεν είχε συγγένεια από αίμα με τον άνδρα που σκότωσε». Παρ’ όλα αυτά ο Ορέστης θα αθωωθεί τελικά στον Άρειο Πάγο χάρη στην αποφασιστική ψήφο της Αθηνάς. Στην εξέλιξη αυτή οι Ένγκελς και Μπαχόφεν θα διακρίνουν την επικράτηση του πατρικού δικαίου επί του μητρικού, με τους «θεούς της νέας γενιάς» (Δία, Αθηνά, Απόλλωνα) να νικούν τις Ερινύες, αλλά και να τις πείθουν εν τέλει να περάσουν στην υπηρεσία της «νέας τάξης πραγμάτων».
Η νέα αυτή τάξη πραγμάτων θα κρατήσει αιώνες και θα χρειασθούν πολλές μάχες για να ανατραπεί. Το αποδεικνύει και η διαδρομή της ελληνικής κοινωνίας από τον προηγούμενο ήδη αιώνα: Στις 15 Μαΐου 1929 η Αγνή Ρουσοπούλου ασκεί αίτηση ακυρώσεως στο Συμβούλιο της Επικρατείας, επειδή η Εξεταστική Επιτροπή του είχε νωρίτερα απορρίψει τη συμμετοχή της στον πρώτο διαγωνισμό για την πρόσληψη εισηγητών στο ανώτατο δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι ήταν γυναίκα. Ο Αλέξανδρος Σβώλος ανέλαβε την υπεράσπισή της στην εν λόγω δίκη, η απόφαση ωστόσο του δικαστηρίου ήταν απορριπτική. Παρά ταύτα, οι ελληνίδες δεν θα αργήσουν λίγο αργότερα, το 1930, να αποκτήσουν το πρώτο τους πολιτικό δικαίωμα: το δικαίωμα του εκλέγειν στις δημοτικές εκλογές. Από το σημείο αυτό και πέρα οι εξελίξεις θα πάρουν τον δρόμο τους. Σήμερα, εν έτει 2010, το Υπουργικό Συμβούλιο αριθμεί δέκα γυναικείες παρουσίες, ενώ η Ακαδημία Αθηνών δύο.
Η αλλαγή αντιλήψεων στις ΗΠΑ
Από αντίστοιχες διεργασίες έχουν περάσει ασφαλώς κι άλλες κοινωνίες. Στις ΗΠΑ, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, η Myra Bradwell έθεσε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (Supreme Court) το ζήτημα των δυσμενών διακρίσεων εις βάρος των γυναικών, αμφισβητώντας τη νομοθεσία που δεν επέτρεπε να χορηγείται στις παντρεμένες γυναίκες άδεια άσκησης του νομικού επαγγέλματος (υπόθεση Bradwell v. Illinois, 1873). Το Δικαστήριο απέφυγε μεν στην απόφασή του να πάρει ευθέως θέση επί της δυσμενούς αυτής διάκρισης (η προσφυγή της Bradwell απερρίφθη για άλλους λόγους), ωστόσο ο δικαστής Bradley, στη γνώμη που διετύπωσε, ανέπτυξε το δόγμα των λεγόμενων «χωριστών σφαιρών δραστηριότητας» μεταξύ ανδρών και γυναικών: «Το νομικό μας σύστημα, όπως άλλωστε κι ίδια η φύση, ανέκαθεν ανεγνώριζαν μία μεγάλη διαφορά στις αντίστοιχες σφαίρες δραστηριότητας και τα πεπρωμένα του άνδρα και της γυναίκας. Ο άνδρας είναι, ή πρέπει να είναι, ο προστάτης και υπερασπιστής της γυναίκας. Η φυσική και αρμόζουσα μετριοπάθεια και λεπτότητα που είναι σύμφυτες με το γυναικείο φύλο το καθιστούν ακατάλληλο για πολλές από τις ενασχολήσεις της ζωής μέσα στην κοινωνία. Η δομή της οικογενειακής οργάνωσης […] δείχνει ότι η οικιακή σφαίρα είναι εκείνη που ταιριάζει περισσότερο στον προορισμό και τις λειτουργίες της γυναικείας φύσεως».
Εντούτοις έναν αιώνα αργότερα σημειώνεται μία σπουδαία μεταστροφή στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Reed v. Reed (1971) αμφισβητήθηκε από τη Sally Reed το κύρος ενός νόμου της Πολιτείας του Idaho, ο οποίος για τον διορισμό στη θέση του «κηδεμόνα κληρονομίας» (estate administrator) έδινε προτεραιότητα στους άρρενες αιτούντες. Το Δικαστήριο απέρριψε επιχειρήματα της Πολιτείας του τύπου λ.χ. ότι «οι άνδρες είναι περισσότερο εξοικειωμένοι από τις γυναίκες με τις επιχειρηματικές υποθέσεις», αποφαινόμενο εν τέλει ότι η νομοθετική προτίμηση υπέρ των ανδρών ήταν αυθαίρετη. Η απόφαση αυτή ακολουθήθηκε και από άλλες επιτυχείς αμφισβητήσεις του δόγματος των «χωριστών σφαιρών δραστηριότητας», το οποίο υπέσκαπτε τη θέση των γυναικών στην αμερικανική κοινωνία.
Η κίνηση του νομικού φεμινισμού
Η αμερικανική κίνηση του νομικού φεμινισμού (legal feminism movement) επιχείρησε ακριβώς να καταδείξει την πληθώρα των περιπτώσεων άνισης μεταχείρισης μεταξύ των δύο φύλων και να προτείνει νομοθετικές λύσεις για την υπέρβασή τους. Στο πλαίσιο της κίνησης αυτής διαμορφώθηκαν δύο κατά βάσιν τάσεις. Από τη μία πλευρά, η μάλλον κρατούσα τάση του «πολιτισμικού φεμινισμού», η οποία αφορμάται από την θέση ότι οι βιολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων δεν πρέπει να συγκαλύπτονται, αλλ’ αντιθέτως να αναδεικνύονται και να συνιστούν τη βάση για μία διαφοροποιημένη υπέρ των γυναικών νομοθετική μεταχείριση· ως θεμελιακή δε διαφορά θεωρείται εδώ η εμπειρία της εγκυμοσύνης: οι γυναίκες γεννούν και – κατά κανόνα – μεγαλώνουν τα παιδιά, ενώ οι άνδρες όχι, με συνέπεια οι γυναίκες να είναι βιολογικά «συνδεδεμένες» με την ανθρώπινη ζωή των άλλων. Από την άλλη πλευρά, διαμορφώθηκε η τάση του «ριζοσπαστικού φεμινισμού», που βλέπει τις γυναίκες να τελούν σε σχέση υποταγής προς τους άνδρες, μία σχέση που πρέπει οπωσδήποτε να ανατραπεί· η κυριαρχία των ανδρών εντοπίζεται εδώ στον τρόπο με τον οποίον λαμβάνει χώρα η γενετήσια επαφή, αλλά και στην εμπειρία της εγκυμοσύνης, η οποία δεν αντιμετωπίζεται σαν ένα χαρμόσυνο γεγονός, αλλά θεωρείται κατ’ ουσίαν ότι «φυλακίζει και εξαντλεί το γυναικείο σώμα». Ενώ η πρώτη τάση εκδηλώνει μία διαλεκτική προσέγγιση για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων, η δεύτερη προκρίνει μία πολεμική αντιπαράθεση με τον «εχθρό», τον άνδρα-δυνάστη, μία αντιπαράθεση που έχει ως σκοπό να οδηγήσει στην πλήρη χειραφέτηση της γυναίκας και κυρίως στον επαναπροσδιορισμό των γενετήσιων απολαύσεων κατά τρόπο που να μην αντιμετωπίζεται πλέον η γυναίκα σαν «αντικείμενο» των σεξουαλικών ορέξεων των ανδρών και σαν «εργαλείο» της αναπαραγωγικής διαδικασίας της κοινωνίας.
Αναμφίβολα η κίνηση του νομικού φεμινισμού οδήγησε κάποτε και σε ακρότητες, που εκδηλώθηκαν κυρίως υπό τη μορφή συμπεριφορών «πολιτικής ορθότητας». Οι τελευταίες περιόρισαν σημαντικά ιδίως την ελευθερία εκφράσεως στον νομικό διάλογο, στιγματίζοντας όσους επεδείκνυαν αποκλίνουσα – κυρίως γλωσσική – συμπεριφορά (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί εδώ η επιταγή των συντακτών νομικών περιοδικών να χρησιμοποιούνται στα δημοσιευόμενα νομικά κείμενα τόσα «she’s» όσα και «he’s»). Ωστόσο, στο σύνολό της η κίνηση συνέβαλε στο να διορθωθούν πολλά από τα κακώς κείμενα της αμερικανικής νομοθεσίας, θέτοντας σε πολλές περιπτώσεις εύστοχα το περίφημο «γυναικείο ερώτημα» (woman question): Μήπως μία νομοθετική ρύθμιση δεν λαμβάνει επαρκώς υπόψη τα συμφέροντα των γυναικών; Γιατί συμβαίνει αυτό και πώς μπορεί να διορθωθεί η νομοθετική παράλειψη;
Για παράδειγμα, το «γυναικείο ερώτημα» τίθεται στις υποθέσεις βιασμού, όταν ο νομικός φεμινισμός ρωτά γιατί η ένσταση περί συναίνεσης του θύματος εστιάζει στην οπτική του κατηγορουμένου και σε ό,τι αυτός «ευλόγως» υπέθετε ότι η γυναίκα ήθελε, και όχι στην οπτική της γυναίκας και τις προθέσεις που εκείνη «ευλόγως» σκέφθηκε ότι εκδήλωσε με τη συμπεριφορά της στον κατηγορούμενο. Το «γυναικείο ερώτημα» τίθεται, επίσης, αναφορικά με τα δικαιώματα της μητέρας-νοικοκυράς: μήπως πρέπει να της καταβάλλεται κάποιος μισθός για την οικιακή εργασία και την ανατροφή των παιδιών, έτσι ώστε να στηρίζεται έμπρακτα η συμβολή της στην αναπαραγωγική διαδικασία;
Τα ανοιχτά ερωτήματα όμως είναι ακόμη πολλά, τίθενται δε σε διάφορα πεδία της κοινωνικής δραστηριότητας. Η βελτίωση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία είναι μία διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η διαδικασία αυτή θέλει ακόμη χρόνο και διαλεκτική προσέγγιση. Θέλει, επίσης, ανάδειξη – και όχι συγκάλυψη – των διαφορών μεταξύ των δύο φύλων, έτσι ώστε να δικαιολογείται η αναγκαιότητα λήψης μέτρων «θετικής διακρίσεως» υπέρ των γυναικών.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα Ιδεών της 6.11.2010, σ. 25-26.