Τους τελευταίους μήνες η κυβερνητική πλειοψηφία βασίζεται στην ευκαιριακή σύμπραξη του σταθερού μείζονος κυβερνητικού εταίρου με κάποιους βουλευτές της διασποράς, ήτοι βουλευτές που αποσκίρτησαν από τα κόμματά τους και επέλεξαν να στηρίξουν την παρούσα Κυβέρνηση. Κάποιοι εξ αυτών έχουν ριζικά διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές από τον μείζονα κυβερνητικό εταίρο, διαφωνώντας σε βασικά ζητήματα. Ακόμη και σε χυδαία ομοφοβικά σχόλια προβαίνουν, αλλά και πάλι η κυβερνητική πλειοψηφία μένει ατάραχη. Πρωταρχικό μέλημα είναι η παραμονή, για λίγο ακόμη, στην εξουσία. Συμφωνία επί αρχών δεν φαίνεται να υπάρχει.
Κάποιοι από τους επήλυδες αυτούς βουλευτές βιώνουν μία αίσθηση πολιτικής ισχύος και μεγαλείου – ίσως και folie de grandeur. Και επί της ουσίας δεν έχουν άδικο. Είναι πανίσχυροι στον βαθμό που ο καθένας μεμονωμένα διασφαλίζει την ύπαρξη της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ο καθένας τους, δηλαδή, είναι ένας παντοδύναμος «αρνησίκυρος παίκτης» (veto player). Αισθάνεται ότι μπορεί να πει και να κάνει σχεδόν ό,τι θέλει. Ενδεχομένως δε ακόμη και να ζητήσει και να εξασφαλίσει σημαντικά πολιτικά ανταλλάγματα για το σήμερα ή το εγγύς μέλλον. Εύλογο, εφόσον από την άλλη πλευρά έχει καταστεί σαφές ότι το μόνο που ενδιαφέρει είναι η διατήρηση της δεδηλωμένης.
Όλα αυτά είναι θλιβερά σημεία των καιρών. Απαξιώνουν τη δημοκρατία, την πολιτική και τον κοινοβουλευτισμό. Εμπεδώνουν στους πολίτες την αίσθηση ότι τα πάντα γίνονται για την εξουσία. Χωρίς αρχές, αξίες, προγραμματικές συγκλίσεις. Στην κατεύθυνση δε εκείνης της απαράδεκτης συμμαχίας που είχε ήδη προ ετών συμπηχθεί, προκειμένου να επιτευχθεί πλειοψηφία 2/3 των βουλευτών και να ισχύσει η απλή αναλογική από τις αμέσως επόμενες εκλογές – με την κάθε ψήφο να είναι ευπρόσδεκτη για την κοινοβουλευτική πλειοψηφία…
Ο ρόλος των αρνησίκυρων παικτών
Ωστόσο, τα παραπάνω δεν είναι καινοφανή στον χώρο της πολιτικής. Από καιρό έχει μελετηθεί στην πολιτική επιστήμη ο ρόλος και η ισχύς των αρνησίκυρων παικτών που δραστηριοποιούνται σε ένα πολιτικό σύστημα και οι οποίοι μπορεί να επηρεάζουν καθοριστικά τις διεργασίες και στις τρεις πολιτειακές εξουσίες (όπως λ.χ. την προώθηση ή μη μιας μεταρρύθμισης). Το φαινόμενο έχει μελετήσει επισταμένα ο διεθνώς καταξιωμένος Καθηγητής Γ. Τσεμπελής (UCLA). Σύμφωνα δε με δικό του ορισμό, «αρνησίκυρος παίκτης είναι το μονοπρόσωπο ή συλλογικό υποκείμενο, η συναίνεση του οποίου […] είναι αναγκαία για την αλλαγή πολιτικής σε ένα συγκεκριμένο πεδίο» («Λήψη αποφάσεων στα Πολιτικά Συστήματα: Αρνησίκυροι Παίκτες», Επιθ. Κοινωνικών Ερευνών – βλ. και το βασικό του βιβλίο «Veto Players: How Political Institutions Work», 2002).
Συχνά η ύπαρξη ενός ικανού αριθμού αρνησίκυρων παικτών μπορεί να έχει θετικές συνέπειες σε μία πολιτεία. Συγκεκριμένα, όπως εύστοχα επισημαίνει ο εκλεκτός συνάδελφος στη Νομική Σχολή Αθηνών Γ. Δελλής (στη μονογραφία του «Δήμος & Αγορά», 2018), η ύπαρξη ενός ικανού αριθμού τέτοιων παικτών μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στην αναποτελεσματικότητα μονοπωλιακών πολιτικών οντοτήτων, συναφώς δε να αποτρέψει τον κίνδυνο, «ένας από τους παίκτες να γίνει τόσο ισχυρός ώστε να δρα μόνος του, επιδιώκοντας τα δικά του συμφέροντα και όχι την ευημερία».
Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή στη χώρα μας δεν υφίστανται τέτοιοι υγιείς και παραγωγικοί συσχετισμοί σε κοινοβουλευτικό επίπεδο.
Όταν ο πολιτικός κύκλος κλείνει
Πέραν αυτών, όμως, είναι επίσης γνωστό ότι κατ’ εξοχήν τα πολιτικά πρόσωπα σκέπτονται και δρουν εγωιστικά (βλ. τη θεωρία περί δημόσιας επιλογής των Buchanan/Tullock). Βασικός τους σκοπός είναι πράγματι η παραμονή στην εξουσία. Στις δημοκρατίες αυτό εξαρτάται από την επανεκλογή τους. Για να επιτύχουν δε τον σκοπό αυτό, εκμεταλλεύονται προεχόντως τη βραχεία μνήμη των ψηφοφόρων, που μπορεί να τους κάνει να λησμονήσουν κατά τη στιγμή της ψήφου παλαιότερα περιστατικά, όπως μία φρικτή πυρκαγιά με 100 νεκρούς ή τους εντελώς ανεύθυνους κυβερνητικούς χειρισμούς που έφεραν μία χώρα στα πρόθυρα της άτακτης χρεοκοπίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την εναργή προσέγγιση των Frey/Gallus, λίγο πριν από τις εκλογές οι κυβερνήσεις μοιράζουν παροχές, ιδίως προς συνταξιούχους και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, ενώ παράλληλα εξασφαλίζουν ειδικά προνόμια σε ισχυρές ομάδες πίεσης, συντεχνίες, κ.λπ. Το σημαντικό εδώ είναι ότι το κόστος τέτοιων πολιτικών τόσο περισσότερο υποτιμάται όσο λιγότερο πιθανή διαγράφεται η μετεκλογική παραμονή στην εξουσία. Έτσι, μία κυβέρνηση με χαμηλές πιθανότητες επανεκλογής –όπως λ.χ. η παρούσα– μοιράζει ευκολότερα χρήματα και παροχές πριν από τις εκλογές, καθώς διαβλέπει ότι δεν θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ίδια μετεκλογικά τα επίχειρα της προεκλογικής ανευθυνότητας. Αντιθέτως, όταν μία κυβέρνηση αναμένει να επανεκλεγεί, εμφανίζεται πιο προσεκτική, αφού ο χρονικός ορίζοντας δράσης της εκτείνεται πέραν της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης· σε μία τέτοια δε συνθήκη, μπορεί να εφαρμόσει και μακρόπνοες μεταρρυθμιστικές πολιτικές, επωφελείς για ολόκληρη την κοινωνία.
Ο λογαριασμός της επόμενης ημέρας
Καθώς φαίνεται, τουλάχιστον για μερικούς ακόμη μήνες η πατρίδα μας θα παραμείνει σε φάση πολιτικο-ηθικής παρακμής, εγκλωβισμένη ανάμεσα στις ορέξεις των παραπάνω ολίγων αρνησίκυρων παικτών και τις δαψιλές, πάσης φύσεως παροχές μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας που μάλλον γνωρίζει ότι δεν θα τις διαχειριστεί εκείνη μετεκλογικά. Το πολιτικό και οικονομικό κόστος για τη χώρα εξακολουθεί να σωρεύεται, με σοβαρές συνέπειες για την επόμενη δύσκολη ημέρα.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 3.3.2019, σ. 24-25/2-3 ( «νέες εποχές»).