Δυστυχώς η πανδημία έχει ανοίξει πολλαπλές πληγές στο κοινωνικό σώμα. Ιδίως σε οικονομικό επίπεδο, μπορεί μεν αρκετοί εξ ημών –κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι– να μείναμε προστατευμένοι και μάλιστα να συνεχίσαμε, έστω και με δυσκολίες, να εργαζόμαστε (λ.χ. συνέχιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας εξ αποστάσεως)ꞏ αυτό, όμως, δεν ίσχυσε για όλους. Ένας σημαντικός αριθμός εργαζομένων και αυτοαπασχολούμενων, εξαιτίας των αλλεπάλληλων γενικών απαγορευτικών, είτε έχασε τη δουλειά του είτε αναγκάστηκε να αποδεχθεί διάφορες μορφές μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, που εξασφαλίζουν πενιχρό εισόδημα. Μία μερίδα, μάλιστα, εργαζομένων –αρκετοί από τους οποίους είναι μετανάστες– δεν έχει ασφάλιση και, έτσι, ούτε πρόσβαση σε επιδόματα. Επίσης, νέοι άνθρωποι που επιθυμούν να ξεκινήσουν μία νέα επιχειρηματική δραστηριότητα εμποδίζονται από τις γενικές απαγορεύσεις.
Και δυστυχώς τα πράγματα δεν αναμένεται να βελτιωθούν σύντομα. Είναι προφανές δε ότι το πρόβλημα έχει παγκόσμιες διαστάσεις. Σε διάφορες χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατ. Αμερικής πρόσφατα στοιχεία δείχνουν σοβαρή επιδείνωση της φτώχειας. Ουρές για συσσίτια έχουμε και σε ευρωπαϊκές χώρες.
Απέναντι στη ζοφερή αυτή κατάσταση, στην οποία έχουν περιέλθει σημαντικές ομάδες του πληθυσμού διεθνώς, η βραχυπρόθεσμη απάντηση είναι η παροχή έκτακτων επιδομάτων, αλλά και συμπληρωματικές μορφές στήριξης (λ.χ. παροχή προσωρινής στέγης, φαγητού ή τροφίμων κοκ). Εκείνοι δε που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη στήριξης είναι όσοι έχουν χάσει τις δουλειές τους, η νεότερη γενιά, οι γονείς με μικρά παιδιά, οι ανασφάλιστοι και τα άτομα με αναπηρία (για την αντίστοιχη αγωνία στη Γερμανία βλ. https://www.zeit.de/wirtschaft/2020-12/soziale-ungerechtigkeit-pandemie-coronavirus-arbeit-gesundheitssytem-hilfsprogramm).
Τίποτε δεν είναι δωρεάν ασφαλώς. Όσοι έχουν βγει μέχρι στιγμής, διεθνώς, σχετικά αλώβητοι από την πανδημία, κατ’ εξοχήν δηλαδή τα ευπορότερα κοινωνικά στρώματα και οι εργαζόμενοι στο δημόσιο, θα πρέπει να συμβάλουν στη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Η στήριξη των τελευταίων είναι απολύτως αναγκαία για την κοινωνική συνοχή, ακόμη και αν χρειαστεί κάποια έκτακτη φορολογική επιβάρυνση ορισμένων εισοδημάτων. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα διαθέτει (ακόμη;) υψηλά ταμειακά αποθεματικά ασφαλείας, που εκ φύσεως αποτελούν εργαλείο διαχείρισης κινδύνων.
Βεβαίως, οι πάσης φύσεως έκτακτες ενισχύσεις προσφέρουν προσωρινή μόνον ανακούφιση, και όχι οριστική λύση. Στη χώρα μας, μετά το πέρας της πανδημίας, η αποτελεσματική αντιμετώπιση των νέων ανισοτήτων, που προέκυψαν με την κρίση της πανδημίας, θα πρέπει να διέλθει μέσα από ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, που θα βασιστεί στους πόρους του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης. Το μοντέλο αυτό θα πρέπει να είναι όσο πιο συμπεριληπτικό (inclusive) γίνεται, να καταλαμβάνει δηλαδή όσο το δυνατόν περισσότερες πληθυσμιακές ομάδες και προφανώς να μην υπηρετεί αντιλήψεις παρεοκρατικής-κλειστής διανομής του πλούτου. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να επιτύχουμε μία ταχεία, βιώσιμη και, προπάντων, δίκαιη ανάπτυξη.
Υπό μία γενικότερη τώρα έποψη, δεν χρειάζεται να εντρυφήσει κανείς στους μεγάλους πολιτικούς φιλοσόφους, για να αντιληφθεί ότι το καθήκον αλληλεγγύης και αυξημένης μέριμνας για τους άτυχους συνοδοιπόρους μας αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του κοινωνικού μας συμβολαίου. Το καθήκον αυτό καθίσταται πιο επιτακτικό από ποτέ, όταν απρόβλεπτα και ριζικά γεγονότα, όπως ακριβώς η πανδημία, πλήττουν εκ τύχης υπέρμετρα ορισμένες ομάδες του πληθυσμού, ενώ άλλες τις πλήττουν πολύ λιγότερο ή τις αφήνουν σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστες.
Όσοι τυχαίνει να ανήκουμε στη δεύτερη κατηγορία, θα μπορούσαμε να οχυρωθούμε πίσω από τη σκέψη ότι τη ζημία από την κακή τύχη θα πρέπει να επωμιστούν οι ίδιοι οι πληττόμενοι (the loss lies where it falls), μολονότι δεν φέρουν καμία ευθύνη για αυτήν. Στη συναλλακτική δράση μεταξύ ιδιωτών και σε σχέση ιδίως με συνήθεις συναλλακτικούς κινδύνους κάτι τέτοιο είναι κατ’ αρχήν αποδεκτό. Αλλά ενόψει της πανδημίας και των σαρωτικών επιπτώσεών της στις ζωές μας η αποδοχή μιας τέτοιας προσέγγισης σε συλλογικό επίπεδο θα συνιστούσε από μέρους μας διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου, παραβίαση του βασικού καθήκοντος αλληλεγγύης. Θα σκεφτόμασταν, άραγε, με τον ίδιο τρόπο στην περίπτωση ενός σεισμού ή μιας πλημμύρας που έπληξε μία συγκεκριμένη περιοχή της πατρίδας μας; Θα αφήναμε τότε τους συμπολίτες μας στο έλεος της μοίρας τους, λέγοντας απλώς ότι «στάθηκαν άτυχοι, ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους»; Ασφαλώς όχι. Ούτε, προφανώς, θα λέγαμε κάτι αντίστοιχο για τους συνανθρώπους μας που τους έλαχε ένας δύσκολος κλήρος στη ζωή, όπως τα άτομα με αναπηρία. Έτσι και τώρα, λοιπόν, πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να αναλάβουμε ένα μέρος της κοινωνικοποίησης του κινδύνου για το 2020 και, κατά τα φαινόμενα, και για το 2021.
Αυτό το πνεύμα, νομίζω, εξέφρασε με ενάργεια και το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, η οποία επεσήμανε χαρακτηριστικά τα ακόλουθα: «…προέχει η στήριξη αυτών που εκτέθηκαν περισσότερο στην κρίση και η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Ο κορωνοϊός […] διεύρυνε τις ανισότητες και επέφερε νέα ύφεση στην οικονομία. […] Οι δημόσιες πολιτικές, εθνικές και ευρωπαϊκές, οφείλουν να είναι επανορθωτικές και σύμφωνες με τις αρχές της δικαιοσύνης, ώστε οι πληγές της πανδημίας γρήγορα να επουλωθούν».
Από την πανδημία και τα απόνερά της θα βγούμε πραγματικά νικητές, όταν θα καταφέρουμε να τραβήξουμε μπροστά και αυτούς που έμειναν πίσω, χωρίς να φταίνε σε τίποτε. Πρέπει να τείνουμε σ’ αυτούς χείρα βοηθείας και αλληλεγγύης. Αυτό επιτάσσει το κοινωνικό μας συμβόλαιο και οι βασικές αρχές δικαιοσύνης που το διέπουν.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 17.1.2021, σ. 46-47/6-7 («νέες εποχές»).