O Αντώνης Καραμπατζός, επίκουρος καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, ανήκει σε μία ελπιδοφόρα νέα γενιά πανεπιστημιακών δασκάλων. Όχι μόνο γιατί διαθέτει ένα πανίσχυρο οπλοστάσιο γνώσεων, αλλά κυρίως διότι η εσωτερική του καλλιέργεια του προσδίδει αληθινή ευαισθησία και απλότητα, στοιχεία μιας καλής καρδιάς.
Πρόσφατα με την ομάδα φοιτητών του συμμετείχαν στον 8ο Διεθνή Διαγωνισμό Εμπορικής Διαμεσολάβησης που διεξήχθη στο Παρίσι υπό τη διοργάνωση του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου (ICC) και μαζί με τους Απόστολο Γιαννακούλια (προπονητή της ομάδας), Ειρήνη Κικαρέα, Χλόη Ιορδανίδου, Φαίδωνα Βαρέση και Θανάση Τασόπουλο, κατάφεραν να διακριθούν ανάμεσα σε 66 πανεπιστήμια 31 διαφορετικών χωρών, κερδίζοντας ένα από τα σημαντικότερα βραβεία του διαγωνισμού, εκείνο της καλύτερης πρωτοεμφανιζόμενης ομάδας ανάμεσα σε δεκάδες άλλες. Ειδικότερα, ο εν λόγω διαγωνισμός διοργανώνεται από το ICC για όγδοη συνεχή χρονιά, διεξάγεται αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα και αποτελεί τον μοναδικό διαγωνισμό αφιερωμένο στην εμπορική διαμεσολάβηση. Περισσότεροι από 500 συμμετέχοντες, πάνω από 100 επαγγελματίες διαμεσολαβητές, 66 πανεπιστήμια από 31 χώρες (από τη Γερμανία μέχρι τις ΗΠΑ, από την Ινδία μέχρι τη Μεγάλη Βρετανία, από τη Νέα Ζηλανδία μέχρι το Ισραήλ), 5 ημέρες συνεχών και εξαντλητικών διαμεσολαβήσεων συνετέλεσαν στην δημιουργία ενός κλίματος έντονου συναγωνισμού, αλλά και γόνιμου συγκερασμού διαφορετικών πολιτισμικών αντιλήψεων. Για την επιτυχία της Νομικής Αθηνών απαιτήθηκε σκληρή και επίπονη προετοιμασία αρκετών μηνών, διότι η ομάδα ξεκίνησε την προσπάθειά της ουσιαστικά από μηδέν: οι φοιτητές δεν είχαν καμία προϊδέαση ούτε για τον ίδιο τον θεσμό της διαμεσολάβησης ούτε για το περιεχόμενο του διαγωνισμού· κατά την διάρκεια δε της προετοιμασίας τους έπρεπε να μάθουν να αναγνωρίζουν και να χρησιμοποιούν υψηλές τεχνικές διαπραγμάτευσης. Κι όμως τα κατάφεραν περίφημα!
«Τη βραδιά που μας αναγγέλθηκε το βραβείο, κυττώντας τα πρόσωπα των παιδιών -τα μάτια τους να λάμπουν απ’ την χαρά και την πίστη στην ομάδα- ένιωσα ότι όλη αυτή η ηθική ανταμοιβή είναι που μετρά περισσότερο, αποτελώντας μια από τις σημαντικότερες στιγμές της ακαδημαϊκής μου καριέρας. Είναι πολύ άξια αυτά τα παιδιά και πρέπει να συνεχίσουμε να τους παρέχουμε ανάλογες ευκαιρίες. Και το λέω αυτό χωρίς καμία διάθεση ανέξοδης κολακείας».
Αριστεύσας και πρωτεύσας στο έτος του στη Νομική Αθηνών, με μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στη Γερμανία και μεταδιδακτορικές σπουδές στην Αγγλία ο Αντώνης Καραμπατζός επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και του αφοσιώθηκε με διάθεση και όρεξη για προσφορά. Κι η προσφορά του αυτή βρίσκει αντίκρυσμα στην αγάπη των φοιτητών του.
«Υπήρξα τυχερός, διοτι χρειάζεται και η αγαθή τύχη στη ζωή. Να βρεθείς με τους κατάλληλους δασκάλους, να πιστέψουν από νωρίς σε εσένα, να σε παρακινήσουν. Ήμουν πολύ νέος όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο και ξέρω καλά ότι, αν και δεν τους ήταν εύκολο να υποστηρίξουν αυτή τους την επιλογή, οι δάσκαλοί μου την υποστήριξαν μέχρι τέλους και τους είμαι ευγνώμων.
Και είμαι εξίσου τυχερός για τους εξαιρετικούς συναδέλφους μου στη Νομική Αθηνών, μια Σχολή με παράδοση και υψηλό επίπεδο σπουδών. Στους διεθνείς διαγωνισμούς η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη, πρόσφατα μάλιστα η ομάδα της Νομικής Αθηνών ήρθε πρώτη στον διαγωνισμό ρωμαϊκού δικαίου που διεξήχθη στην Οξφόρδη, υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση της συναδέλφου Αθηνάς Δημοπούλου, επίκουρης καθηγήτριας ρωμαϊκού δικαίου.
Κι ύστερα η επαφή με τους φοιτητές είναι ένα δώρο. Πιστεύω πολύ στα παιδιά και τη δουλειά μέσα στο πανεπιστήμιο. Πιστεύω πως με συναίνεση και ανθρωπιά, με κλίμα και πνεύμα πραγματικής συνεργασίας όλα μπορούν να γίνουν και το πανεπιστήμιο να αλλάξει, να εξελιχθεί, να ανοιχθεί στο μέλλον».
«Εκείνο που απαιτείται, πρώτα απ’ όλα, είναι να είσαι ειλικρινής απέναντι στους φοιτητές σου. Πρέπει πρώτος να τους πεις και να τους προετοιμάσεις, λ.χ., πως οι συνθήκες άσκησης του νομικού επαγγέλματος θα δυσκολέψουν πολύ στο μέλλον, καθώς η δικηγορική ύλη θα περιοριστεί και άλλο, και αυτό σημαίνει πως πρέπει να τους μάθεις ότι για να επιβιώσει κανείς στον ανταγωνισμό, χρειάζεται να είναι όσο το δυνατόν καλύτερα προετοιμασμένος, οπλισμένος με γνώσεις,υπομονή και επιμονή».
«Αυτός είναι ο ρόλος άλλωστε του πανεπιστημίου. Το πανεπιστήμιο είναι εδώ για να σε μάθει να σκέφτεσαι, να σε κάνει ικανό να γράφεις και να αναπτύσσεις έλλογα επιχειρήματα, να σου δώσει τις βάσεις, εκείνη την ικανότητα να μπορείς να σταθμίζεις τα εκατέρωθεν συμφέροντα, τον τρόπο να μυηθείς στη διαλεκτική αντιπαράθεση, πώς να εκφράζεσαι μέσα από τη δουλειά σου, πώς και πού να βρεις εναλλακτικές διεξόδους.»
«Ένα βασικό πρόβλημα στις σπουδές σήμερα είναι ίσως ότι δεν μυούμε τους φοιτητές μας στη σωστή δημόσια εκφορά λόγου, λόγου ικανού να πείθει με έλλογα επιχειρήματα. Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό, πρόβλημα είναι ότι δεν τους μαθαίνουμε πώς να γράφουν μία επιστημονική εργασία.»
«Την ώρα δε, που στην Αγγλία και τη Γερμανία από το πρώτο κιόλας έτος των σπουδών ο φοιτητής μαθαίνει να πηγαίνει καθημερινά στο σπουδαστήριο, ως ισότιμο μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας, στην Ελλάδα σπανίζουν τα ενιαία σπουδαστήρια και βιβλιοθήκες, παρά τον ζήλο και την αυταπάρνηση που δείχνουν πολλοί διοικητικοί υπάλληλοι. Το λέω συχνά και στους φοιτητές μου: Το πρώτο που έπρεπε να διεκδικούν είναι η ύπαρξη ενός ενιαίου σπουδαστηρίου, ενός αξιοπρεπούς και ευχάριστου σπουδαστηρίου όπου θα τους αρέσει να βρίσκονται και να μελετούν εκεί και θα αποτελεί γι’αυτούς έναν χώρο οικείο, τον πυρήνα όλης της πανεπιστημιακής κοινότητας, όπου οι φοιτητές θα βλέπουν καθημερινά τον καθηγητή τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα των ελλήνων φοιτητών είναι ακριβώς ότι οι φοιτητές δεν νιώθουν ότι ανήκουν σε μια κοινότητα. Το να παρακολουθείς απλώς και να δίνεις εξετάσεις δεν είναι πανεπιστήμιο. Το να συναντάς τον καθηγητή σου και τους συμφοιτητές σου καθημερινά στον χώρο μελέτης του σπουδαστηρίου, να μπορείς να πεις δυο λόγια παραπάνω, μετρά περισσότερο για τα παιδιά, η επαφή τα κάνει να εξοικειώνονται με τον ακαδημαϊκό χώρο, να θέλουν να αποκτούν μια διαρκή επαφή με τη γνώση και τις πηγές της».
«Πολλές φορές καλό είναι να ζητούμε από τους φοιτητές να μας λένε τι θέλουν να αλλάξουμε στον τρόπο διδασκαλίας. Το πανεπιστήμιο δεν είναι αυτοαναφορικό σύστημα. Πρέπει να δίνει διαρκή λόγο στην κοινωνία, και το δημόσιο πανεπιστήμιο, το οποίο και πληρώνει κάθε έλληνας πολίτης -από τον ψαρά από τις Πρέσπες μέχρι τον ελαιοπαραγωγό της Κρήτης – πρέπει να λογοδοτεί στην κοινωνία και τους φορολογούμενους πολίτες του. Όλοι μας έχουμε υποχρέωση λογοδοσίας και όλοι μας πρέπει να αξιολογούμαστε. Δείτε και τούτο. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, στα καλά πανεπιστήμια, οι αρχικές συμβάσεις εργασίας των διδασκόντων είναι συνήθως μονοετείς ή διετείς και οι βασικοί δύο δείκτες απόδοσής τους είναι η αξιολόγηση των φοιτητών και η αξιολόγηση των δημοσιεύσεών τους. Η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν πρέπει να φοβάται την αξιολόγηση, είναι δύναμη για τους φοιτητές και δύναμη για το έργο ενός καθηγητή, είναι ο απαραίτητος οδικός χάρτης για το τι γίνεται λάθος και τι σωστά.»
«Όταν η Φινλαδία στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 βρέθηκε σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, κατάφερε εν συνεχεία να σταθεί στα πόδιά της δημιουργώντας ένα οικονομικό θαύμα, το οποίο βασίστηκε κυρίως στις τεχνολογίες αιχμής και σε έναν σπουδαίο προγραμματισμό στην ανώτατη εκπαίδευση. Σήμερα το κατά κεφάλην εισόδημα στη Φινλανδία ανέρχεται στα 50.000 δολλάρια. Θέλουμε να παράγουμε κι εμείς στο μέλλον τεχνολογία αιχμής; Αν ναι, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δώσουμε προτεραιότητα στην ανώτατη παιδεία. Δυστυχώς όμως αυτή η τόσο αναγκαία υψηλή ιεράρχηση της ανώτατης παιδείας λείπει αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα. Τα πανεπιστήμια εδώ έρχονται ακόμη σε δεύτερη ή και σε τρίτη μοίρα».
«Πιστεύω στην ιδέα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ολοκλήρωσης, είναι μάλλον μονόδρομος για τα κράτη-μέλη, αρκεί να υπάρξει μια στενότερη συνεργασία σε όλα τα επίπεδα και οι εθνικιστικοί φανατισμοί που διεγείρονται στα περισσότερα κράτη-μέλη να καταλαγιάσουν. Αυτή την εποχή ο φανατισμός που εκδηλώνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι πράγματι ανησυχητικός. Το κοινό ευρωπαϊκό όραμα για την δημιουργία ενός χώρου ειρήνης και ευημερίας ξεθωριάζει. Ακόμη και στις σκανδιναβικές χώρες, για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη μερίδα ανθρώπων με πανεπιστημιακή μόρφωση, που νιώθουν ότι η ευημερία τους απειλείται από τον ευρωπαϊκό νότο. Φίλοι ευρωπαίοι, χωρίς ακραίες ιδεολογικές αντιλήψεις, αναρωτιούνται πώς γίνεται να εγγυηθούν για τις επισφάλειες του νότου. Στη Σλοβακία, λ.χ., όπου ο κατώτατος μισθός ανέρχεται στα 330 ευρώ, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση και οι κατώτατοι δικοί μας μισθοί ήταν στα 700 ευρώ, οι πολίτες αναρωτιούνταν πώς γίνεται να εγγυηθούν για το χρέος μας. Και είναι όντως εύλογο, πώς μπορείς να πείσεις τον μέσο Σλοβάκο ότι θα πρέπει να δώσει χρήματα για να συντηρήσει τον μέσο Έλληνα; Ακόμη πιο απλό είναι το ακόλουθο παράδειγμα: αν στη θέση που είμαστε εμείς σήμερα βρισκόταν η Αλβανία, θα περνούσε άραγε από το κοινοβούλιό μας οποιαδήποτε απόφαση περί οικονομικής βοήθειας; Το λέω αυτό για να δούμε λίγο και το δικό μας αίσθημα αλληλεγγύης έναντι των υπολοίπων».
«Από την πρώτη στιγμή της συστάσεώς του, το ελληνικό κράτος επαφέθηκε και αφέθηκε, σε μεγάλο βαθμό, στην ευρωπαϊκή εύνοια και στήριξη, υλική και ηθική. Η σχέση μας, ωστόσο, με την Ευρώπη είναι αμφίθυμη· και τούτο, γιατί από τη μια πλευρά θέλουμε να είμαστε τα καλά παιδιά, προσπαθούμε να οργανώσουμε το κράτος μας και να ακολουθούμε τα ευρωπαϊκά πρότυπα, και από την άλλη κάποιες φορές πιστεύουμε ότι ο πονηρός Ελληνας ξέρει να ξεγελάει τον άμαθο Ευρωπαίο. Όλη αυτή η συμπεριφορά μας διαχρονικά υποδηλώνει ένα διαρκές άγχος να σταθούμε στο διεθνές στερέωμα, να βρούμε τη θέση μας ανάμεσα στους άλλους..»
«Συχνά δε, κάνουμε σαν να ψάχνουμε τον παράκλητο Μεσσία, χωρίς να ερευνάμε τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που γεννούν έναν τέτοιον Μεσσία, χωρίς να είμαστε σίγουροι αν ως κοινωνία τον θέλουμε πραγματικά ή όχι. Πέραν αυτού, πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας, ιδίως τη σημερινή εποχή, ότι κατά το παρελθόν οι πολιτικές τάξεις που διαχειρίζονταν τη ζωή της χώρας κατάφεραν να επιβιώσουν, σε σημαντικό βαθμό, ακόμη και σε δυσκολότερες καταστάσεις από τη σημερινή: αρκεί να σκεφτεί κανείς λ.χ. τι έγινε στην Ελλάδα από το ‘36 ως το ’52 -δικτατορίες, κατοχή, εμφύλιος- και ξαφνικά φτάσαμε σε μία πλήρη παλινόρθωση του πολιτικού συστήματος, κι ας είχαν έρθει τα πάνω-κάτω. Οι περισσότεροι προπολεμικοί πολιτικοί παρέμειναν στις θέσεις εξουσίας, δημιουργώντας απλώς νέα στρατόπεδα».
«Δυστυχώς έχουμε συνηθίσει στα επιχειρήματα που έχουν τον χαρακτήρα πυροτεχνήματος, που προκαλούν τον εύκολο εντυπωσιασμό. Ιδίως στη νομική επιστήμη πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί τόσο στη θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων όσο και στην ερμηνεία και εφαρμογή τους. Σ’ αυτό το πλαίσιο πιστεύω ότι πρέπει να αποφεύγουμε κυρίως τον νομικό πατερναλισμό ή τουλάχιστον την αβίαστη εισαγωγή ρυθμίσεων που υπηρετούν το πατερναλιστικό πρότυπο. Ένα σχετικό παράδειγμα αποτελεί ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ένα ζήτημα φλέγον, το οποίο όμως, νομίζω, έχουμε δει ίσως μονομερώς. Δεν μπορείς να κλείνεις τα μάτια στην πραγματικότητα, διότι άξιοι προστασίας δεν είναι μόνο οι δανειολήπτες που βιώνουν μία πολύ δύσκολη πράγματι κατάσταση –και ασφαλώς χρήζουν κατ’ αρχήν αυξημένης προστασίας–, αλλά και οι συνεπείς δανειολήπτες και ακόμη περισσότερο οι πολίτες που δεν έχουν πάρει ποτέ δάνειο στη ζωή τους. Την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών την πληρώνουμε όλοι οι πολίτες –ακόμη και και οι ασθενέστεροι– μέσω των φόρων τους. Και αυτά τα συμφέροντα πρέπει να ληφθούν υπόψη και να σταθμιστούν αρμονικά με εκείνα του δανειολήπτη. Οι πατερναλιστικές ρυθμίσεις δεν είναι τόσο ακίνδυνες όσο θέλουμε ενδεχομένως να πιστεύουμε: μπορεί να μας ευνουχίζουν ως πολίτες και να μας καθιστούν εν τέλει ανεύθυνους».
«Σε όλους σχεδόν τους διεθνείς δείκτες η απονομή της δικαιοσύνης, η φορολογική και πολιτική σταθερότητα είναι οι τρεις παράγοντες που μπορούν να εξασφαλίσουν σε ένα κράτος την ευημερία του. Αν σήμερα προσφύγει κανείς στο Ειρηνοδικείο Περιστερίου για μια αίτηση του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, θα πάρει δικάσιμο για το 2022. Πρώτος τρόπος επιτάχυνσης της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και περιορισμού των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων, είναι η μηχανογράφηση των δικαστηρίων μας, που πρέπει επιτέλους να προχωρήσει σοβαρά και με ταχείς ρυθμούς, καθώς επίσης και η ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφου.
Είμαστε, δυστυχώς, δικομανείς και η δικομανία αυτή δεν αντιμετωπίζεται με ημίμετρα. Η στρεψοδικία, η δικομανία μας αποτελεί κυρίως θέμα πολιτισμού και όταν προσφεύγει κάποιος στα δικαστήρια πρέπει να συναισθάνεσαι τη σοβαρότητα του χώρου, των φορέων και του θεσμού. Η αύξηση εδώ των εισαγωγικών παραβόλων θα μπορούσε να βοηθήσει σημαντικά, καθώς επίσης και η προώθηση εναλλακτικών θεσμών επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών (ADR, Alternative Dispute Resolution), όπως είναι η διαμεσολάβηση.
Και εδώ οι δικηγόροι έχουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης, αφού συχνά επιχειρούμε να προστατεύσουμε τα συντεχνιακά μας συμφέροντα, ξεχνώντας την υπόλοιπη κοινωνία και τις επιβαρύνσεις που υφίσταται – και οι οποίες με την κρίση έχουν πολλαπλασιαστεί δραματικά. Σ’ αυτές τις συνθήκες της κρίσης προφανώς δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε να ζητούμε από τον δυσπραγούντα συμπολίτη μας, που θέλει να πωλήσει ένα ακίνητό του για να ζήσει, να συνοδεύεται υποχρεωτικά στον συμβολαιογράφο από δικηγόρο».
«Θα πρέπει, τέλος, να αντιληφθούμε όλοι ότι η αναπτυξη της χώρας δεν διέρχεται μόνο μέσα από αποφάσεις του πολιτικού συστήματος, αλλά και μέσα από αποφάσεις προσωπικές, ατομικές. Παρά την έμφυτη και διαχρονική μας εσωστρέφεια, η εποχή επιτάσσει κάθε μορφή συνεργασίας και αλληλεγγύης, επιτάσσει την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ μας. Η εμπιστοσύνη, σε κάθε επίπεδο των κοινωνικών μας σχέσεων, είναι η λέξη-κλειδί, όρος απαραίτητος για τη συλλογική πρόοδο και ανάπτυξη.»
*Η συνέντευξη είναι διαθέσιμη και στο: https://www.protagon.gr/apopseis/blogs/eimaste-dystyxws-dikomaneis-24786000000