Οι συνθήκες είναι, λίγο-πολύ, γνωστές σε όλους: Το κυκλοφοριακό στην πρωτεύουσα έχει επιδεινωθεί εκ νέου τα τελευταία χρόνια, με κρίσιμους κόμβους να περιμένουν, μοιρολατρικά μάλλον, μία κάποια λύση. Η οικιστική ανάπτυξη της χώρας, συνολικά αλλά και κατά τόπους, είναι συχνά άναρχη, μη ακολουθώντας κάποιο σχέδιο ή κανόνες. Στα νησιά ο υπερτουρισμός και η επεκτεινόμενη δόμηση υπερβαίνουν αντοχές δικτύων και υποδομών (διαχείρισης απορριμμάτων, ύδρευσης κ.λπ.). Αρκετά χωριά στην επικράτεια, ιδίως ορεινά, ερημώνουν, ενώ οι τοπικοί δρόμοι και τα δίκτυα έχουν να συντηρηθούν χρόνια. Το σιδηροδρομικό δίκτυο, όπως δυστυχώς κατέδειξε και η τραγωδία των Τεμπών, παραμένει καχεκτικό και επικίνδυνο (υπάρχουν μπάρες σε διαβάσεις που ακόμη ανεβοκατεβαίνουν χειροκίνητα), ενώ η χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης που επιφυλάχθηκε στους σιδηροδρόμους είναι πενιχρή – παρά τις περί του αντιθέτου πρωθυπουργικές διακηρύξεις. Για την εικόνα που παρουσιάζει πλήθος δημοσίων υπηρεσιών δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Αυτά είναι μόνον κάποια ενδεικτικά παραδείγματα σοβαρής υστέρησης της χώραςꞏ ο κατάλογος είναι, δυστυχώς, μακρύς.
Ας μη κρυβόμαστε: Η πατρίδα μας νοσεί βαθιά, σε πολλαπλά επίπεδα. Όχι ότι ήταν ποτέ το δυνατό μας σημείο, αλλά ιδίως θεσμοί και πολιτικό σύστημα έχουν περιέλθει σε μία κατάσταση εντεινόμενης παρακμήςꞏ η δε ποιότητα του πολιτικού προσωπικού φθίνει συνεχώς. Μεγάλη μερίδα των πολιτών έχει αποστασιοποιηθεί όχι μόνον από τις εκλογικές διαδικασίες, αλλά και από τα «συστημικά» δίκτυα ενημέρωσης, έναντι των οποίων τρέφει βαθιά δυσπιστία, κυρίως για την ανεξαρτησία τους. Αντίστοιχη δυσπιστία εκδηλώνεται και έναντι βασικών θεσμών, όπως η Δικαιοσύνη: διάχυτη είναι εδώ, μεταξύ των πολιτών, η αίσθηση έλλειψης ανεξαρτησίας, η οποία ξεπερνάει κατά πολύ τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους – βλ. και την τελευταία Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Δικαιοσύνη (06/2024).
Εδώ και χρόνια, η χώρα μοιάζει να έχει ξεμείνει από πολιτικά καύσιμα, οράματα και μεγάλες εικόνες. Προφανώς, η οικονομική κρίση και η μνημονιακή εποπτεία δεν άφησαν χώρο για εθνικές στρατηγικές, καθώς προείχε ο διακανονισμός του δημοσίου χρέους και η δημοσιονομική εξυγίανση. Ωστόσο, ιδίως μετά το πέρας της μνημονιακής εποπτείας, το πολιτικό σύστημα παραιτήθηκε από τα λεγόμενα «μεγάλα αφηγήματα» και τις πραγματικές, εις βάθος μεταρρυθμίσεις.
Κατά την παρούσα δε, ήδη πενταετή διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ, οι όποιες προσπάθειες ανάταξης (λ.χ. ψηφιοποίηση διαδικασιών) ή αξιέπαινες μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες (λ.χ. ισότητα στον γάμο) έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα και δεν εντάσσονται σε κάποιο ευρύτερο συνεκτικό αφήγημα. Η κυβέρνηση, μάλιστα, σε πλήθος σοβαρών ζητημάτων (λ.χ. οικιστική επιδείνωση, επιβάρυνση των νησιών, κ.ά.), φαίνεται να μένει απλός παρατηρητής. Mε την εξαίρεση δε κάποιων έργων υποδομής (κυρίως αυτοκινητοδρόμων) που ευτυχώς προχωρούν, η χώρα βαδίζει, ως επί το πλείστον, διεκπεραιωτικά, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
Φυσικά, δεν λείπουν οι μεγαλεπήβολες εξαγγελίες, λ.χ. περί «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού». Αλλά καθόσον δεν υπηρετούνται με συνέπεια και επιμονή σε αρχές και αξίες, μένουν κενές περιεχομένου και μεταπίπτουν γρήγορα στη λήθη. Δεν μπορεί λ.χ. να εκδηλώνεται αρχικά η πρόθεση αλλαγής του συστήματος εκλογής των ευρωβουλευτών –που με τον σταυρό σε πανελλαδική κάλπη ευνοεί πρόσωπα με ευρεία αναγνωρισιμότητα–, να εξετάζονται μετά διάφορα λογικά σενάρια –λ.χ. εκλογή με σταυρό σε περιφέρειες, ώστε να μειώνεται η επίδραση της αναγνωρισιμότητας– και, εν τέλει, όχι μόνον να μην επέρχεται καμία αλλαγή λόγω ψηφοθηρικών σταθμίσεων, αλλά και να επιλέγεται ως εμβληματικός υποψήφιος προβεβλημένο πρόσωπο με σαφές λαϊκιστικό προφίλ. Ή, περαιτέρω, δεν μπορεί να υπονομεύεται επί σειρά ετών η λειτουργία νευραλγικών Ανεξάρτητων Αρχών και με αφορμή το ζήτημα πιθανών καρτελικών συμπράξεων, που συμβάλλουν στην κρίση ακρίβειας, να ανακαλύπτεται τώρα, μετά ολόκληρη πενταετία, η ανάγκη ενίσχυσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ή, τέλος, δεν μπορεί να θεωρεί κανείς στον πολύπαθο χώρο της υγείας κομβική «μεταρρύθμιση» τον αμφιλεγόμενο θεσμό των απογευματινών χειρουργείων.
Η στήριξη θεσμών, αρχών και αξιών πρέπει να είναι αταλάντευτη και ανεξάρτητη από τη συγκυρία, καθώς και να εντάσσεται στο πλαίσιο υπηρέτησης ενός ευρύτερου εθνικού σχεδίου για το μέλλον της χώρας. Ενός σχεδίου που θα θέτει τους κεντρικούς στόχους για τις επόμενες δεκαετίες και τις συγκεκριμένες πολιτικές που θα τους υπηρετήσουν. Για το κράτος, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα, την παιδεία, την υγεία, τη στέγαση, τα δίκτυα και τις υποδομές, την οικιστική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος. Δυστυχώς, ένα τέτοιο σχέδιο συνολικής ανασύστασης απουσιάζει αυτή τη στιγμή. Κυρίως διότι λείπει η πραγματική πολιτική βούληση, αλλά και σπανίζουν οι πολιτικοί που ενδιαφέρονται για τη χάραξη και συνεπή υπηρέτηση μιας μακροπρόθεσμης εθνικής στρατηγικής.
[Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής 7.7.24]