Ο οξύνους πολιτικός φιλόσοφος Νικόλα Μακιαβέλλι παρατηρούσε ότι ο διαγκωνισμός για την εξουσία μεταξύ ισχυρών πολιτικών παρατάξεων συνεισφέρει στην πρόοδο μιας πολιτείας, καλλιεργώντας έναν επωφελή για το κοινωνικό σύνολο ανταγωνισμό θέσεων και πράξεων, ακόμη και αν αυτός αποκτά ενίοτε έντονα χαρακτηριστικά. Στο έργο του Discorsi sopra la prima deca di Tito Livio («Λόγοι για τα πρώτα δέκα βιβλία του Τίτου Λίβιου»), ο Μακιαβέλλι αναφέρεται συγκεκριμένα στο παράδειγμα της Ρώμης, υποστηρίζοντας ότι αυτή έφτασε την τελειότητα αποκλειστικά και μόνον μέσα από τις διχοστασίες μεταξύ Συγκλήτου και Πληβείων, προσθέτει δε ότι όλοι οι νόμοι που ευνοούν την ελευθερία γεννώνται ακριβώς μέσα από την αντιπαράθεση δύο μεγάλων παρατάξεων.
Όσο παράξενη και αν μοιάζει η παρατήρηση αυτή, φαίνεται να επαληθεύεται συχνά στην ιστορία. Η σύγκρουση μεταξύ ισχυρών αντιπάλων παρατάξεων οδήγησε στη γένεση και μακροημέρευση πολιτειών με ισχύ, κύρος και αξιοθαύμαστα οικονομικά και πολιτιστικά επιτεύγματα. Πατρίκιοι και πληβείοι, κεντροδεξιοί και σοσιαλδημοκράτες, ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί συγκρούονται μεταξύ τους, ενίοτε και με σφοδρό τρόπο (ανάλογα με την εποχή), αλλά η σύγκρουση αυτή φαίνεται να έχει συχνά – όχι όμως πάντοτε – θετικό πρόσημο για την πρόοδο της πολιτείας.
Επεκτείνοντας τον φιλοσοφικό μας προβληματισμό ακόμη πιο βαθιά στο παρελθόν, βλέπουμε ότι η ίδια ιδέα ανιχνεύεται και στο έργο του Ηράκλειτου, όπως με ενάργεια το προσεγγίζει ο ανυπέρβλητος Κορνήλιος Καστοριάδης (Η ελληνική ιδιαιτερότητα – τόμ. Α΄, εκδ. Κριτική, σ. 354): «…Οι άνθρωποι, λέει [ο Ηράκλειτος], δεν κατανοούν (οὐ ξυνίασιν) πώς αυτό που αντιτίθεται στον εαυτό του (διαφερόμενον ἑαυτῷ) συμφωνεί (ὁμολογεῖ) μαζί του. …Και συνεχίζει ο Ηράκλειτος <με αυτή την πολυσυζητημένη έκφραση που δύσκολα μεταφράζεται>: παλίντροπος ἁρμονίη… μια αρμονία που έχει δύο αντιτιθέμενους φορείς, σαν του τόξου και της λύρας, λέει ο Ηράκλειτος. Για να τεντωθεί το τόξο χρειάζονται πράγματι δύο αντίθετες δυνάμεις. Αυτό είναι ακριβώς που δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι, όταν θεωρούν τα αντίθετα ως ενότητες ξεχωριστές και πάγιες και τη μεταξύ τους αντίθεση ως αρνητική και καταστροφική, ενώ [σύμφωνα με τον Ηράκλειτο πάντοτε] αυτό που αντιτίθεται συμφωνεί με τον εαυτό του· η πιο όμορφη αρμονία είναι εκείνη που προκύπτει από συγκρουόμενες οντότητες, και τα πάντα γίνονται κατά την έριδα, τη διχόνοια και τη διαφωνία.» Πολλά λοιπόν – αν όχι όλα – γίνονται κατά την έριδα, μέσα δηλαδή από τη διαλεκτική δυναμική των αντιθέσεων.
Η ελληνική περίπτωση
Η αντιπαράθεση μεταξύ παρατάξεων που εκπροσωπούν αντιτιθέμενα συμφέροντα έχει διαχρονικά ωφελήσει και τον τόπο μας. Αυτό ίσως ηχεί παράλογο σε μία εποχή που η έννοια της «συναίνεσης» τείνει να αναχθεί σε αξία αδιαμφισβήτητου πολιτειακού κύρους, αλλ’ ωστόσο αληθεύει σε μεγάλο βαθμό. Η χώρα μας προόδευσε σημαντικά τον προηγούμενο αιώνα μέσα από δύσκολες εσωτερικές συγκρούσεις (Βενιζελικοί-Βασιλικοί, Δεξιά-Αριστερά, κοκ), ενώ έμαθε να πορεύεται τον δρόμο της πραγματικής δημοκρατίας από το 1974 και μετά, οπότε και τα αντιμαχόμενα πολιτικά στρατόπεδα αντελήφθησαν ότι είναι σώφρων επιλογή, προπαντός προς αποφυγή νέων εκατέρωθεν αιματοχυσιών, η καθιέρωση του δημοκρατικού παιγνίου ως του κατεξοχήν πεδίου εκφράσεως των ανταγωνιζόμενων συμφερόντων. Πολλά από τα συλλογικά μας επιτεύγματα δεν οφείλονται στην ύπαρξη συναίνεσης, αλλ’ αντιθέτως στον διαγκωνισμό ισχυρών πολιτικών παρατάξεων για την κατάκτηση της εξουσίας. Σε κάποιες μάλιστα στιγμές η χορδή του τόξου τεντώθηκε τόσο πολύ, που κόντεψε να σπάσει. Η συναίνεση έδρασε ευεργετικά πιθανώς μόνον στο πεδίο του εξωτερικού προσανατολισμού της χώρας, αλλά ας μη ξεχνάμε ότι και εκεί παρατηρήθηκαν αρχικά σφοδρές συγκρούσεις.
Το σύγχρονο αίτημα του πολιτικού πλουραλισμού
Ωστόσο, στην εποχή που έχουμε πλέον εισέλθει η οπτική μας θα πρέπει να αλλάξει. Η διατήρηση της προοδευτικής δυναμικής στην Ελλάδα τελεί πλέον υπό την αδήριτη προϋπόθεση ότι το δημοκρατικό παίγνιο παίζεται κανονικά· μόνον υπ’ αυτήν την προϋπόθεση μπορεί η πολιτική αντιπαράθεση να αποδώσει ωφέλιμους καρπούς. Αυτό σημαίνει πρωτίστως ότι πρέπει να υπάρχει σεβασμός στη συνταγματική τάξη και, συναφώς, αποδοχή της δημοκρατικής εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία. Επίσης, σημαίνει ότι πρέπει να διασφαλίζεται η ανεμπόδιστη άσκηση του – συνταγματικώς κατοχυρούμενου – δικαιώματος συμμετοχής στα κοινά, ιδίως σε όσους επιθυμούν να μετάσχουν κατ’ αξίαν, και όχι λόγω ονόματος. Το πρώτο στοιχείο φαίνεται ότι έχει παγιωθεί πλέον στη χώρα μας, το δεύτερο όμως θα απαιτήσει ίσως κάποιο καιρό ακόμη για να εμπεδωθεί, δεδομένου ότι η δημοκρατία μας είναι σε μεγάλο βαθμό «οικογενειοκρατούμενη». Δυστυχώς το φαινόμενο της οικογενειοκρατίας αποτελεί πλέον για τη χώρα μας μία σοβαρότατη ένδειξη «πολιτειακής κόπωσης», που υποσκάπτει την ισότητα ευκαιριών στο νευραλγικό πεδίο της πολιτικής συμμετοχής – …«ἂδικον γάρ τό παρά τήν ἀξίαν γιγνόμενον» (Αριστοτέλης). Όταν δε κάποιοι είναι συστηματικά «πιο ίσοι» από τους άλλους κατά την κατάληψη των δημοσίων αξιωμάτων και την άσκηση πολιτικής, τότε καλλιεργείται η λογική της «κάστας» και της πάση θυσία προστασίας των δικών της, στενών συμφερόντων. Γι’ αυτό και θα πρέπει πλέον να αναδειχθούν στο πολιτικό προσκήνιο νέες δυνάμεις, που θα αντιπαρατεθούν με τον νεποτισμό και τις δυσμενείς συνέπειές του. Χρειάζεται βεβαίως θάρρος για κάτι τέτοιο, ανάλογο ίσως με εκείνο του αθηναίου στρατηγού Ιφικράτη, ο οποίος, όταν ένας απόγονος του Αρμοδίου τον προσέβαλε για την άσημη γενιά του (ο στρατηγός ήταν γιος σκυτοτόμου), είπε με αποφασιστικότητα: «Η δική μας γενιά αρχίζει από εμάς, ενώ η δική σας σταματάει σε εσάς!»
Πέραν όμως αυτών, μία σύγχρονη φιλελεύθερη πολιτεία δεν μπορεί να συνεχίσει να πορεύεται με ενισχυμένα πλειοψηφικά συστήματα, που αναμφίβολα νοθεύουν τη λαϊκή βούληση και δεν επιτρέπουν την κοινοβουλευτική έκφραση περισσότερων κοινωνικών τάσεων, η οποία θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως στοιχείο αναγκαίο για την πρόοδο της κοινωνίας, ενώ θα καθιστούσε εφικτή και τη δημιουργία κυβερνήσεων συνασπισμού (βλ. λ.χ. το γερμανικό μοντέλο). Με άλλα λόγια, είναι καιρός πια να κινηθούμε στη χώρα μας προς ένα αναλογικότερο και, άρα, αντιπροσωπευτικότερο εκλογικό σύστημα, διότι διαφορετικά εξωθούμε σταδιακά ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας εκτός πολιτικού παιχνιδιού, απονομής δημοσίων αξιωμάτων και ανάληψης κοινωνικής ευθύνης. Τα πρόσφατα γεγονότα του Δεκεμβρίου απέδειξαν, μεταξύ άλλων, πόσο επικίνδυνες μπορεί να αποβούν για το πολίτευμά μας αυτές ακριβώς οι συνθήκες πολιτικής περιθωριοποίησης. Επιθυμητή μεν η κυβερνητική σταθερότητα, αλλά δεν μπορεί να ανάγεται σε απόλυτη αξία, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι ευρύτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σημαίνει ενίσχυση του δημοκρατικού ελέγχου και της διαφάνειας.
Όσο και αν μοιάζει παράδοξο, οι προαναφερθείσες αλλαγές μπορούν να προέλθουν ακόμη και μέσα από το ίδιο το υπάρχον πολιτικό κατεστημένο, αρκεί βεβαίως να ασκηθεί και η σχετική πίεση από πολιτικές ομάδες και φορείς εκτός του κατεστημένου. Το τελευταίο από απλό ένστικτο αυτοσυντήρησης θα έχει κάθε συμφέρον να αναδιανείμει σε νέες δυνάμεις κάποια από τα εξουσιαστικά προνόμια που επί δεκαετίες τώρα έχει συγκεντρώσει, προκειμένου να μη τα χάσει όλα…
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα Ιδεών της 3.7.2009, σ. 23.