Η επιστήμη συχνά προχωρεί με τη γνωστή ποππεριανή μέθοδο «της δοκιμής και του σφάλματος» (trial-and-error), με τη λογική της επαληθευσιμότητας ή διαψευσιμότητας των εκάστοτε επιστημονικών πορισμάτων. Τα τελευταία μπορεί συχνά να έχουν προσωρινή ισχύ, καθώς ενδέχεται να ανατραπούν από νεότερα δεδομένα. Απόλυτη βεβαιότητα δεν μπορεί να υπάρξει.
Έτσι, σε κάθε επιστημονική τοποθέτηση ή πρόβλεψη ενυπάρχει ο κίνδυνος της μεταγενέστερης επιστημονικής εξέλιξης (development risk), ο κίνδυνος δηλαδή της εκ των υστέρων διάψευσης των μέχρι πρότινος κρατουσών επιστημονικών παραδοχών. Οι νομικοί ιδίως τυχαίνει να γνωρίζουμε καλά αυτόν τον κίνδυνο: κατά το δίκαιο της ευθύνης του παραγωγού ελαττωματικών προϊόντων, ένας παραγωγός μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη του για τη βλάβη που προξενεί ένα ελαττωματικό προϊόν του (λ.χ. ένα φάρμακο), μεταξύ άλλων αν αποδείξει ότι, όταν το προϊόν του τέθηκε σε κυκλοφορία, το γενικό επίπεδο των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων δεν επέτρεπε τη διάγνωση του ελαττώματος (λ.χ. τον εντοπισμό μιας επικίνδυνης παρενέργειας του φαρμάκου). Γιατί, όμως, έχει σημασία να τονίζει κανείς τώρα όλα αυτά;
Δυστυχώς στις ημέρες μας αρκετοί συμπολίτες μας παραβλέπουν την παραπάνω κρίσιμη επιστημολογική παραδοχή και στηλιτεύουν με ιδιαίτερη ευκολία και ένταση τους γιατρούς για συχνή αλλαγή στάσης και συμβουλών στα θέματα αντιμετώπισης του κορωνοϊού. Προφανώς, οι γιατροί έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με μία πρωτοφανή κατάσταση, που απαιτεί γρήγορες αποφάσεις και συστάσεις, εν μέσω διαρκώς μεταβαλλόμενων επιδημιολογικών δεδομένων. Και προφανώς σε κάποιες περιπτώσεις έχουν αστοχήσει, διεθνώς και όχι μόνον στην Ελλάδα. Επίσης, ιδίως στη χώρα μας φαίνεται ότι οι λοιμωξιολόγοι-επιδημιολόγοι έχουν ένα πρόβλημα μεταξύ τους συντονισμού, το οποίο επιτείνεται από την καθημερινή έκθεσή τους στα ΜΜΕ· εδώ υπάρχουν ευθύνες και της Πολιτείας, που θα έπρεπε να φροντίσει να μην εκπέμπονται αντιφατικά μηνύματα κυρίως από τα μέλη της επιτροπής των ειδικών.
Ωστόσο, οι γιατροί μας δίνουν μία συνεχή και δύσκολη μάχη, προεχόντως στα νοσοκομεία, όπου εφαρμόζουν με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα πρωτόκολλα και θεραπείες και κατορθώνουν να στέλνουν ανθρώπους υγιείς στο σπίτι τους. Ως επιστήμονες δε, διατυπώνουν θέσεις και προτάσεις με βάση τα δεδομένα και τις γνώσεις που έχουν στη διάθεσή τους σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Κάποτε επιτυγχάνουν στις προβλέψεις τους ή τις προτεινόμενες θεραπείες, άλλοτε όχι. Άλλωστε, όπως είδαμε παραπάνω, αυτό συμβαίνει εν γένει συχνά στην επιστήμη. Κάθε κατάσταση αντιμετωπίζεται με βάση το τρέχον επίπεδο επιστημονικής γνώσεως. Πόσες φορές δεν έχει αναθεωρηθεί η προηγούμενη επιστημονική θέση. Πόσες φορές δεν το έχουμε κάνει και εμείς οι νομικοί· πόσες φορές δεν έχουμε διαφωνήσει μεταξύ μας λ.χ. σε μείζονα ζητήματα συνταγματικότητας ενός νόμου, κ.λπ.
Βεβαίως, το να επικρίνει κανείς την ιατρική κοινότητα, έστω και παραγνωρίζοντας τα παραπάνω, δεν παύει να αποτελεί έκφραση γνώμης, που είναι απολύτως προστατευτέα σε μία δημοκρατική κοινωνία. Το θλιβερό όμως είναι ότι πολλοί, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό, βρίσκουν τώρα την ευκαιρία να αμφισβητήσουν γενικά την επιστήμη ή, ακριβέστερα, να την απαξιώσουν, διακινώντας συγχρόνως ένα σωρό θεωρίες συνωμοσίας, οι οποίες έχουν συχνά αντικρουόμενο ή μεταβαλλόμενο περιεχόμενο («δεν υπάρχει ιός, είναι σχέδιο παγκόσμιας κυριαρχίας σκοτεινών δυνάμεων», «υπάρχει ιός, αλλά τον δημιούργησαν οι ελίτ για να βάλουν τσιπάκια στις μάσκες και να μας ελέγχουν», κοκ). Και το τελευταίο χαρακτηριστικό δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο, καθώς με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται σύγχυση και ο κόσμος καταλήγει, εν τέλει, να μη μπορεί να πιστέψει τίποτε.
Σε όλη αυτή την προσπάθειά τους, οι σύγχρονοι τιμητές της επιστήμης, πέραν του παραπάνω στοιχείου του φύσει προσωρινού χαρακτήρα των επιστημονικών πορισμάτων, φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται μία κρίσιμη συμπεριφορική αδυναμία μας, στην οποία όλοι είμαστε λίγο-πολύ επιρρεπείς: πρόκειται για το σύνδρομο της επιμηθεϊκής πρόγνωσης (hindsight bias). Συχνά, δηλαδή, έχουμε την τάση να θεωρούμε αναμενόμενη μία συγκεκριμένη εξέλιξη των πραγμάτων αφού αυτή συμβεί, καθιστώντας την, εκ των υστέρων, εξηγήσιμη και προβλέψιμη. Όπως εύστοχα επισημαίνει στο πεδίο της νομικής επιστήμης ο Καθηγητής Μιχ.Σταθόπουλος, «με μεγάλη εμπειρία και μάλιστα εκ των υστέρων σχεδόν όλα γίνονται προβλεπτά»…
Εκμεταλλευόμενοι την εν λόγω αδυναμία μας, οι επικριτές της επιστήμης υποστηρίζουν ότι οι επιστήμονες απέτυχαν να δουν και να προβλέψουν τα «προφανή». Λένε λ.χ. τώρα ότι το lockdown ήταν υπερβολικό και δεν έπρεπε να είχε προταθεί-επιβληθεί, ότι θα έπρεπε να είχαμε λάβει το άλφα ή βήτα υγειονομικό μέτρο από την αρχή κ.λπ., ξεχνώντας ότι κατά την αρχική φάση γνωρίζαμε ελάχιστα για τον νέο ιό και τον τρόπο διασποράς του, γι’ αυτό και πορευθήκαμε, και ορθώς, με βάση την αρχή της μέγιστης προφύλαξης. Παρ’ όλα αυτά, οι επικριτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι επιστήμονες «δεν ξέρουν τελικά τίποτε» ή ότι «κάτι μας κρύβουν». Με τη δεύτερη εκδοχή ανοίγουν και πάλι την πόρτα στη συνωμοσιολογία.
Το δύσκολο, όμως, στη ζωή και την επιστήμη δεν είναι να είσαι Επιμηθέας, αλλά Προμηθέας. Εκ των υστέρων πολλά πράγματα είναι προφανή, όχι όμως εκ των προτέρων, κατά τη στιγμή λήψης μιας κρίσιμης απόφασης. Πολλοί οι μετά Χριστόν προφήτες, λίγοι οι Προμηθείς. Γι’ αυτό και παρά τα όποια λάθη ή αστοχίες τους, θα πρέπει να επιδείξουμε εμπιστοσύνη στην επιστήμη και τους γιατρούς μας, τους έχουμε ανάγκη και δεν μπορούμε να πορευθούμε διαφορετικά. Όλοι εμείς οι υπόλοιποι γνωρίζουμε και μπορούμε να επιτύχουμε πολύ λιγότερα σε σχέση με εκείνους στα ζητήματα αντιμετώπισης του κορωνοϊού. Σημασία έχουν η επιστημονική γνώση και η βάσει αυτής καταγραφή και επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων, και όχι η προσωπική διαίσθηση του καθενός από εμάς. Ακόμη δε και οι όποιες διορθώσεις στην πορεία επέρχονται με την επεξεργασία περισσότερων δεδομένων, και όχι βάσει διαίσθησης. Βεβαίως, από εκεί και πέρα, όπως έχω ξαναγράψει, οι ειδικοί προτείνουν και οι πολιτικές ηγεσίες αποφασίζουν· στις τελευταίες ανήκει το βάρος και η ευθύνη της τελικής απόφασης.
Και αν όλα αυτά δεν αρκούν για να πείσουν τους επιμηθείς τιμητές της επιστήμης, ας σκεφτούν, αλήθεια, πώς θα αισθάνονταν αν σε μία πτήση κάποιοι επιβάτες έδιωχναν τον πιλότο και αξίωναν να πετάξουν οι ίδιοι το αεροπλάνο. Η απερισκεψία θα έληγε σύντομα. Ο θείος Πλάτων θα εμφανιζόταν κάποια στιγμή για να υπενθυμίσει στους στασιαστές τα αυτονόητα. Και εκείνοι θα περίμεναν τελικά τον πιλότο, δηλαδή έναν ειδικό που ξέρει, να επανέλθει και να οδηγήσει όλους τους επιβάτες με ασφάλεια στον προορισμό τους.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 6.9.2020, σ. 28 & 45/4-5 («νέες εποχές»).