Όταν η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανέλαβε καθήκοντα το 2019, έθεσε τις ακόλουθες έξι προτεραιότητες για την πενταετή θητεία της: (α) την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και την προστασία του περιβάλλοντος· (β) την προετοιμασία της ΕΕ για την ψηφιακή εποχή· (γ) τη διαμόρφωση ενός πιο ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος· (δ) μία ισχυρότερη ΕΕ σε διεθνές επίπεδο· (ε) την προώθηση ενός (αμφιλεγόμενου) «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής»· και (στ) την ισχυροποίηση της δημοκρατίας και την καταπολέμηση της διαδικτυακής παραπληροφόρησης.
Στην πορεία, ωστόσο, ανέκυψαν απρόβλεπτες προκλήσεις, που ανάγκασαν την Επιτροπή να στρέψει και αλλού την προσοχή της. Μεταξύ άλλων, κυριάρχησαν η πανδημία του κορωνοϊού, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η πληθωριστική κρίση. Με πρωτοβουλία της Επιτροπής υιοθετήθηκε το 2020 το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και θεσπίστηκε σειρά κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ειδικά, το Σχέδιο Ανάκαμψης βοήθησε –και βοηθάει ακόμη– σημαντικά τα κράτη-μέλη να ξεπεράσουν τις οικονομικές συνέπειες της πανδημικής κρίσης, αλλά και να οικοδομηθεί μία πιο πράσινη και πιο ψηφιακή Ευρώπη.
Μία ακόμη κρίση, την οποία κληρονόμησε η απερχόμενη Επιτροπή, ήταν η κρίση του κράτους δικαίου εντός της ΕΕ. Με βασικό επίκεντρο την Πολωνία και την Ουγγαρία, οι ενωσιακές αξίες και αρχές δοκιμάσθηκαν έντονα τα τελευταία χρόνια. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην υιοθέτηση νέων εργαλείων, όπως ο κανονισμός αιρεσιμότητας. Βάσει του κανονισμού αυτού, σε περίπτωση παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου από κράτος-μέλος, η ΕΕ μπορεί, μεταξύ άλλων, να αναστείλει πληρωμές από τον προϋπολογισμό της Ένωσης ή την έγκριση ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Πάντως, λίαν προσφάτως, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι ολοκλήρωσε την ανάλυσή της σχετικά με την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Πολωνία (στην πρωθυπουργία της οποίας έχει ανέλθει πλέον ο φιλοευρωπαίος Ντόναλντ Τουσκ), κρίνοντας ότι δεν υφίσταται πλέον σαφής κίνδυνος σοβαρής παραβίασης του κράτους δικαίου στην Πολωνία. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή, όπως και το Ευρωκοινοβούλιο, εκφράζουν συχνά την ανησυχία τους για την κατάσταση του κράτους δικαίου σε διάφορες χώρες της ΕΕ, μεταξύ άλλων και για την Ελλάδα.
Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επόμενη ηγεσία της Επιτροπής θα έχει μία εξίσου γεμάτη, αλλά και πιο πιεστική ατζέντα, και δη από την πρώτη ημέρα που θα αναλάβει καθήκοντα:
Εν πρώτοις, το συνεχιζόμενο πολεμικό μέτωπο στην Ουκρανία έχει ήδη αναλώσει μεγάλο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο των κρατών-μελών, φαίνεται δε ότι ιδίως η διατήρηση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας έχει προκαλέσει κάποια κόπωση. Η διαχείριση αυτής της κόπωσης και η συνέχιση της –απολύτως αναγκαίας– στήριξης του ουκρανικού λαού θα αποτελέσουν, ασφαλώς, πρώτιστη προτεραιότητα και στο μέλλον, καθώς στον πυρήνα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος βρίσκεται η εξασφάλιση ενός χώρου ειρήνης και ευημερίας, όπως επίσης και η προάσπιση των φιλελεύθερων αξιών και αρχών, κυρίως της δημοκρατίας, της ελευθερίας και του κράτους δικαίου. Η προσπάθεια αυτή, όμως, θα συναντήσει σοβαρές αντιστάσεις όχι μόνον από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα εντός της ΕΕ, αλλά και από τις ΗΠΑ σε περίπτωση επανεκλογής Τραμπ, που προτάσσει μία αντιφιλελεύθερη ρητορική και, συγχρόνως, διαπνέεται από μία έντονα φιλορωσική διάθεση.
Κατά δεύτερο λόγο, η ΕΕ βρίσκεται σε αναζήτηση ενός νέου γεωπολιτικού και οικονομικού ρόλου στο παγκόσμιο στερέωμα, με τις μεγάλες δυνάμεις της Κίνας και της Ινδίας να επεκτείνουν συνεχώς τη γεωπολιτική και οικονομική ισχύ τους. Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες, με πρώτη τη γερμανική, βρίσκονται ενώπιον σειράς σημαντικών προκλήσεων: η (απαραίτητη) πράσινη μετάβαση απαιτεί δραστικές αναπροσαρμογές πολυετών μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης, ενώ το έντονο αντιμεταναστευτικό κλίμα που επικρατεί στις περισσότερες χώρες της ΕΕ στερεί από μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις κρίσιμο εργατικό δυναμικό. Οι Γερμανοί επιχειρηματίες ανησυχούν –και δικαίως–, και γι’ αυτό αναλαμβάνουν πλέον και κοινωνικοπολιτικές πρωτοβουλίες (όπως η πρόσφατη κίνηση «υπέρ των αξιών», με πρωταγωνιστές τις Mercedes και Siemens), με σκοπό να ενημερώσουν τους πολίτες για τις κρίσιμες εξελίξεις διεθνώς, τα οφέλη από μία συντεταγμένη εισροή μεταναστών και την ενσωμάτωσή τους στις κοινωνίες κοκ, έτσι ώστε να ανακόψουν την επέλαση της παραπληροφόρησης και της ακροδεξιάς.
Ένα τρίτο πεδίο ενδιαφέροντος είναι η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού χώρου άμυνας. Οι στόχοι που τίθενται εν προκειμένω από διάφορα κράτη-μέλη (μεταξύ άλλων και από την Ελλάδα) είναι μάλλον υπερβολικά φιλόδοξοι. Η συζητούμενη εδώ μετάβαση προϋποθέτει εκ βάθρων αλλαγές στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, που βαίνουν πολύ πέραν της –επίσης εξεταζόμενης– κάμψης του κανόνα της ομοφωνίας για ορισμένα ζητήματα. Ας έχουμε δε υπόψη ότι η τελευταία θα καταστήσει μεν πιο λειτουργική την ΕΕ, αλλά συγχρόνως θα μειώσει τη διαπραγματευτική ισχύ μικρότερων χωρών, όπως είναι η πατρίδα μας.
Σε όλα τα παραπάνω προστίθεται μια σειρά άλλων σοβαρών προβλημάτων, όπως οι οικονομικές ανισότητες, οι αναπτυξιακές διαφοροποιήσεις μεταξύ αστικών κέντρων και περιφερειών, φαινόμενα διαφθοράς του πολιτικού προσωπικού και φοροαποφυγής από πλευράς του μεγάλου πλούτου. Οι σχετικές παρεμβάσεις της ΕΕ συχνά υπολείπονται των προσδοκιών των πολιτών και των απαιτήσεων ουσιαστικής δικαιοσύνης, γεγονός που συμβάλλει στην αύξηση της πολιτικής επιρροής των δυνάμεων του λαϊκισμού. Εν κατακλείδι: Η ΕΕ, αν θέλει να επιβιώσει στο νέο διεθνές ανταγωνιστικό σκηνικό, θα πρέπει να μετεξελιχθεί. Πολλά θα εξαρτηθούν από τη σύνθεση και τη σκοποθεσία της νέας Επιτροπής, που αποτελεί τον ιθύνοντα νου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κοντά στον νου, όμως, χρειάζεται και πολιτική βούληση για τις μεγάλες αλλαγές.
[Δημοσιεύτηκε στο Βήμα της Κυριακής 02.06.2024]