Η – πραγματική – ιστορία της Κ.
Η Κ. γεννήθηκε στο Δυρράχιο της Αλβανίας το 1989. Ήρθε στην Ελλάδα το 1993, σε ηλικία 4 ετών, ενώ οι γονείς της είχαν ήδη εγκατασταθεί στη χώρα μας έναν χρόνο νωρίτερα. Στην αρχή τα πράγματα για τους γονείς μόνον εύκολα δεν ήταν. Δυσκολεύθηκαν πολύ να αποκατασταθούν επαγγελματικά, μολονότι αμφότεροι ήταν πτυχιούχοι ανωτάτης εκπαίδευσης. Όπως είναι μάλλον ευνόητο, κανείς από τους δύο δεν άσκησε το επάγγελμα που σπούδασε, αντιθέτως έκαναν όποια άλλη δουλειά μπορεί να φαντασθεί κανείς, για να μπορέσουν να σταθούν στα πόδιά τους και να στηρίξουν την οικογένειά τους. Και τα κατάφεραν. Πάνω απ’ όλα δε, ο κόπος τους ανταμείφθηκε στο πρόσωπο των παιδιών τους. Η Κ., που είναι και το κυρίαρχο πρόσωπο στη σύντομη αυτή ιστορία, κατόρθωσε να εισέλθει πανηγυρικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το «ελληνικό όνειρο» όμως είχε για την Κ. περαιτέρω δυσκολίες, οι οποίες είναι εύλογο να εμφανίζονται σε μία χώρα που μέχρι τη δεκαετία του ΄90 δεν είχε αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα εισροής μεταναστών. Ο λόγος περνάει και πάλι στην Κ., η οποία, σε ηλικία πλέον 20 ετών, απαριθμεί μία σειρά από προβλήματα που αντιμετώπιζε μέχρι πρότινος λόγω στέρησης της ελληνικής ιθαγένειας:
- Εν πρώτοις, αν και διαμένει ήδη επί δεκαέξι έτη στην Ελλάδα, υφίσταται την ίδια μεταχείριση με τους αλλοδαπούς φοιτητές που εισέρχονται το πρώτον στην Ελλάδα για ανώτατες σπουδές και διαμένουν σ’ αυτήν μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους: πρέπει δηλαδή και εκείνη να ανανεώνει την κάρτα διαμονής της κάθε χρόνο. Στην πραγματικότητα δε, έχει στην κατοχή της την κάρτα για λιγότερο από έξι μήνες τον χρόνο, διότι αυτή μονίμως αργεί να εκδοθεί, ενώ πολλές φορές έχει ήδη λήξει όταν εκδίδεται!
- Στερούμενη την ελληνική ιθαγένεια η Κ. δεν απολαμβάνει, ως εικός, τα προνόμια του ευρωπαίου πολίτη στον τομέα της εκπαίδευσης. Έτσι, εάν θελήσει να μεταβεί σε κάποιο άλλο Πανεπιστήμιο κράτους-μέλους της ΕΕ για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές της, θα πρέπει, ως μη κοινοτική υπήκοος, να καταβάλει δίδακτρα αρκετά υψηλότερα σε σχέση με όσα καταβάλλουν οι ευρωπαίοι πολίτες.
- Επιπτώσεις όμως δυσμενείς εμφανίζονται και στο πεδίο των υποτροφιών, δεδομένου ότι δικαιούχοι των υποτροφιών του ΙΚΥ δεν μπορεί να είναι φοιτητές που δεν έχουν την ελληνική ιθαγένεια.
- Περαιτέρω, ενώ στην Κ. δόθηκε η δυνατότητα να εισαχθεί στο Πανεπιστήμιο και μετέπειτα να ασκήσει το νομικό επάγγελμα, στην πράξη δεν έχει τις ίδιες επαγγελματικές προοπτικές με τους συμφοιτητές της. Και τούτο, διότι ο διορισμός αλλογενούς ως δικαστικού λειτουργού γίνεται μόνον μετά την παρέλευση πενταετίας από την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας (βλ. άρθρο 36 παρ. 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), ενώ αντιστοίχως το επάγγελμα του δικηγόρου μπορεί να το ασκήσει αλλογενής μόνον μετά την παρέλευση διετίας από την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας (βλ. άρθρο 5.3 του Κώδικα περί Δικηγόρων).
- Περιττό ίσως να λεχθεί ότι χωρίς την ελληνική ιθαγένεια η Κ. δεν μπορεί να ταξιδέψει ελεύθερα στις χώρες της ΕΕ. Πλέον ωστόσο με τον Ν. 3731/2008, που συνιστά πράξη ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ – η οποία ορίζει τις συνθήκες υπό τις οποίες υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να αποκτήσουν καθεστώς «επί μακρόν διαμένοντος» σε κράτος-μέλος της ΕΕ –, δίδεται η δυνατότητα απόκτησης δεκαετούς κάρτας διαμονής, η οποία και επιτρέπει την ελεύθερη κυκλοφορία εντός της ΕΕ. Το μέτρο αυτό είναι σαφώς ελπιδοφόρο, προσπίπτει όμως και αυτό στον σκόπελο της ελληνικής γραφειοκρατίας (αρκεί να σημειωθεί εδώ ότι μέχρι σήμερα μόνον πέντε τέτοιες άδειες έχουν εκδοθεί από το Υπουργείο Εσωτερικών).
- Η Κ. κατέθεσε μέχρι στιγμής μία φορά αίτηση για χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στον ισχύοντα Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (Ν. 3284/2004). Μολονότι πληρούσε τις σχετικές προϋποθέσεις για την πολιτογράφηση, η αίτησή της απορρίφθηκε, και μάλιστα χωρίς καμία αιτιολογία· το δε αναιτιολόγητο της απόφασης που απορρίπτει αίτημα πολιτογράφησης το επιτρέπει μεν ο ίδιος ο νόμος (βλ. άρθρο 8 παρ. 2 του Ν. 3284/2004), λίαν αμφίβολο όμως είναι αν το επιτρέπει το Σύνταγμα.
Η ενδιάθετη στάση της Κ.
Η Κ. διηγείται την ιστορία της αυτή όχι με κάποιο μίσος ή εχθρότητα, αλλ’ αντιθέτως με ειλικρινή αγάπη για τον τόπο όπου μεγάλωσε, σπούδασε και πραγματοποίησε ήδη μέρος των ονείρων της. Αγαπά την ελληνική κοινωνία και θέλει να μείνει στην Ελλάδα, να εργασθεί και να χτίσει εδώ τη δική της ζωή. Οι επιδόσεις της άλλωστε στο Πανεπιστήμιο αποτελούν απόδειξη περίτρανη της περιώνυμης «μετοχής» της στην ελληνική παιδεία: η βαθμολογία της εγγίζει το «άριστα», και μάλιστα σε μία σχολή όπου το «άριστα» κατακτάται με μεγάλο κόπο.
Η Κ. απλώς δυσφορεί με τα συνεχή προσκόμματα που συναντά στην προσπάθειά της να γίνει ένα πλήρες και ισότιμο μέλος της ελληνικής κοινωνίας. Και δυσφορεί πρωτίστως με τις δυσλειτουργίες του ελληνικού κράτους, που παραμένει αδικαιολόγητα φοβικό απέναντι στο καινούριο. Δυσφορεί λοιπόν η Κ., όπως και κάθε έλληνας πολίτης που βλέπει το κράτος, αντί να παρίσταται αρωγός στη δημιουργική του προσπάθεια, να λειτουργεί ως τροχοπέδη στην καθημερινή του ζωή και να τού στερεί το δικαίωμα στο όνειρο.
Η ώρα της νομοθετικής πρωτοβουλίας
Η Κ. δεν αποτελεί μεμονωμένο παράδειγμα, αλλ’ ανήκει στην πληθώρα εκείνων των άξιων «μεταναστών δεύτερης γενιάς», που με πολύ κόπο και ιδρώτα, όπως και οι γονείς τους, κατόρθωσαν να ορθοποδήσουν στην ελληνική κοινωνία και να διακριθούν στα ελληνικά σχολεία και Πανεπιστήμια. Οι εκτιμήσεις για τον πραγματικό τους αριθμό ποικίλλουν, οι περισσότερες όμως εξ αυτών φαίνεται να συγκλίνουν σε έναν αριθμό όχι μεγαλύτερο των 250.000 (βλ. ενδεικτ. εφημ. «Το Βήμα» της 25.10.09, σ. Α44-45).
Ήταν καιρός πια ο έλληνας νομοθέτης να δώσει μία ορθολογική λύση στο πρόβλημα των «μεταναστών δεύτερης γενιάς». Η παρουσιασθείσα νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Εσωτερικών για την τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν προβλέπουν ένα αμιγές σύστημα «δικαίου του εδάφους» (ius soli) – αυτόματης δηλαδή κτήσης της ιθαγένειας με μόνη τη γέννηση του τέκνου επί του ελληνικού εδάφους –, αλλ’ εξαρτούν την κτήση της ιθαγένειας είτε από τη μόνιμη και νόμιμη διαμονή των γονέων του τέκνου στην Ελλάδα είτε από την παρακολούθηση, από μέρους του τελευταίου, τμήματος της υποχρεωτικής ελληνικής εκπαίδευσης, σε κάθε δε περίπτωση προϋποθέτουν την υποβολή σχετικής αίτησης για τη χορήγηση της ιθαγένειας είτε από τους γονείς είτε από το ίδιο το τέκνο (μετά την ενηλικίωσή του). Η αίτηση αυτή, στην οποία εμφανώς εγκλείεται το βουλητικό στοιχείο, είναι αναγκαία, διότι δεν πρέπει να λησμονείται ότι η κτήση της ιθαγένειας δεν συνδέεται μόνον με δικαιώματα, αλλά και με υποχρεώσεις, όπως είναι κυρίως η στρατιωτική θητεία.
Τα τελευταία χρόνια ο σχετικός δημόσιος διάλογος δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες, για να δοθεί μία οριστική νομοθετική λύση σε ένα κοινωνικό ζήτημα μείζονος σημασίας. Το αρχικώς κατατεθέν νομοσχέδιο υπέστη πλέον σειρά τροποποιήσεων, οι οποίες φαίνεται να προσθέτουν αρκετά γραφειοκρατικά εμπόδια· έστω όμως και υπ’ αυτή τη μορφή, καλό είναι πλέον, ιδίως ως προς την περίπτωση των «μεταναστών δεύτερης γενιάς», να υπάρξει διακομματική συναίνεση και έτσι η τελική νομοθετική παρέμβαση να έχει διακομματικό χαρακτήρα. Θα είναι μεγάλο το κέρδος για την κοινωνία και τη χώρα, η οποία έτσι θα έρθει πιο κοντά και στο ευρωπαϊκό αξιακό σύστημα. Εφόσον διατηρηθούν δε τελικά οι προαναφερθείσες ποιοτικές προϋποθέσεις, ο φόβος για μετατροπή της χώρας μας σε «πύλη εισόδου μεταναστών πρώτης ζήτησης» θα αποδειχθεί στην πράξη αβάσιμος.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα Ιδεών της 5.3.2010, σ. 30.