Τον τελευταίο καιρό επανήλθε στο προσκήνιο της επικαιρότητας ο περίφημος θεσμός της προσωρινής κράτησης (ή «προφυλάκισης»). Αφορμή στάθηκε η δημοσίευση σχετικών στατιστικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ότι στη χώρα μας ο χρόνος προσωρινής κράτησης είναι πλέον υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ ένας στους τέσσερις κρατούμενους στις ελληνικές φυλακές είναι προσωρινά κρατούμενος, δηλαδή κρατούμενος που δεν έχουν ακόμη καν δικασθεί. Οι απόλυτοι αριθμοί είναι ακόμη πιο αμείλικτοι: ο μέσος χρόνος προσωρινής κράτησης ανέρχεται στις 365 ημέρες, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 167 ημέρες· από την άλλη πλευρά, στις φυλακές της χώρας μας, συνολικής χωρητικότητας 7.543 κρατουμένων, στοιβάζονται σήμερα 10.983 κρατούμενοι, εκ των οποίων οι 2.938 είναι «προφυλακισμένοι»! Για το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο η χώρα μας έχει καταδικασθεί πολλάκις μέχρι στιγμής από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πρωτίστως για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας.
Δικαίως παρατηρείται από νομικούς, αλλά και έγκριτους αρθρογράφους, ότι το φαινόμενο αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό και ελάχιστα τιμητικό για μία δικαιοκρατούμενη χώρα. Παράλληλα δε, διαπιστώνεται ότι τα αίτια της συχνότατης επιβολής της προσωρινής κράτησης θα πρέπει να αναζητηθούν κατά κύριο λόγο στον φόβο που διακατέχει τους δικαστές, από τότε που αποκαλύφθηκε το λεγόμενο «παραδικαστικό κύκλωμα», μήπως χαρακτηρισθούν αδικαιολόγητα επιεικείς στις κρίσεις τους, ιδίως από τα καραδοκούντα ΜΜΕ.
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις είναι κατά βάσιν ορθές. Έχω ωστόσο την άποψη ότι η εκτεταμένη χρήση του θεσμού της προσωρινής κράτησης, ως προκαταβολής ποινής, ανάγεται σε μία βαθύτερη παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας – η οποία άλλωστε έχει επισημανθεί εδώ και καιρό από εγκρατείς θεράποντες της νομικής επιστήμης. Πρόκειται εδώ για το γενικότερο φαινόμενο της λειτουργικής αναπλήρωσης (dédoublement fonctionnel) των θεσμών, το οποίο σε αδρές γραμμές σημαίνει ότι, όταν ένας θεσμός σε μία κοινωνία δεν λειτουργεί σωστά ή ατονεί, αναπτύσσεται πλάι του ένας άλλος, νόμιμος ή έκνομος, ο οποίος υποκαθιστά τον πρώτο στη λειτουργία του, επιχειρώντας έτσι να καλύψει το δημιουργούμενο θεσμικό κενό. Το πώς λειτουργεί το φαινόμενο αυτό στην πράξη καθίσταται εμφανές ακριβώς στο παράδειγμα της προσωρινής κράτησης: οι δικαστές μας καταφεύγουν στην υπέρμετρη επιβολή της, όχι τόσο από τον φόβο μήπως χαρακτηρισθούν επιεικείς – εξάλλου, παλαιότερα στατιστικά στοιχεία μαρτυρούν δυστυχώς ότι η υπέρμετρη επιβολή της προσωρινής κράτησης παρατηρείτο ήδη πολύ καιρό πριν αποκαλυφθεί το «παραδικαστικό» -, όσο πολύ περισσότερο επειδή: α) γνωρίζουν ότι ανάμεσα στη δίωξη ενός εγκλήματος και την επιβολή της ποινής μεσολαβεί στη χώρα μας ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που δεν ικανοποιεί το «κοινό αίσθημα», το οποίο ιδίως σε «εγκλήματα που συγκλονίζουν το πανελλήνιο» αξιώνει την άμεση κοινωνική – ή, πολλές φορές, και φυσική(!) – εξόντωση του κατηγορουμένου· και β) είναι σχεδόν πεπεισμένοι ότι η υπόλοιπη πολιτεία δεν διαθέτει τους μηχανισμούς εκείνους που θα φροντίσουν για την ασφάλεια των πολιτών, προστατεύοντάς τους από τους «ελεύθερα κινούμενους» κατηγορούμενους. Έτσι, αποφασίζουν να λάβουν ήδη πριν από οποιαδήποτε δίκη ένα δραστικό μέτρο, η επιβολή όμως του οποίου είναι συχνά όχι μόνον παράνομη, αλλά και αντισυνταγματική. Με άλλα λόγια, επιχειρούν να καλύψουν άλλες – εικαζόμενες ή υπαρκτές – θεσμικές ανεπάρκειες της πολιτείας, μετερχόμενοι ωστόσο λάθος μέσα.
Δυστυχώς, το φαινόμενο της λειτουργικής αναπλήρωσης των θεσμών μπορεί να εντοπισθεί πλέον στη χώρα μας και σε ποικίλες άλλες εκφάνσεις του κοινωνικού ή δημόσιου βίου. Ας σκεφθούμε λ.χ. τα ιδιωτικά φροντιστήρια, τα οποία εδώ και δεκαετίες έχουν υποκαταστήσει τα δημόσια σχολεία, εκμεταλλευόμενα τις πρόδηλες και μακροχρόνιες ελλείψεις των τελευταίων· ως εικός, η υποκατάσταση αυτή καταλύει στην πράξη τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ασφαλώς νοθεύει την ισότητα ευκαιριών κατά την πρόσβαση στη γνώση. Άλλο ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί επίσης η υποκατάσταση των κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών από τη λεγόμενη «αποκαλυπτική» δημοσιογραφία, που παρατηρείται στην Ελλάδα ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αλήθεια, πόσες φορές δεν έχουμε δει τα τελευταία χρόνια δημοσιογράφους να διαβαίνουν το κατώφλι του εισαγγελέα, προκειμένου να καταγγείλουν παράνομες δραστηριότητες δημοσίων αξιωματούχων; Αν και η ελεγκτική λειτουργία του Τύπου είναι κατ’ αρχήν απολύτως θεμιτή και ευκταία σε μία δημοκρατία, τα πράγματα αλλάζουν όταν ο Τύπος δεν περιορίζεται σε αυτόν τον ρόλο, αλλά αρχίζει να υποκαθιστά ευθέως τους κρατικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς. Και τούτο συμβαίνει στη χώρα μας, απλούστατα επειδή οι τελευταίοι σε μεγάλο βαθμό αδυνατούν πλέον να αντεπεξέλθουν στην αποστολή τους, κυρίως λόγω υποστελέχωσης, έλλειψης της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής, μειωμένου ή ανύπαρκτου επαγγελματισμού πολλών στελεχών τους, όπως επίσης και έλλειψης από μέρους τους πηγαίου – δηλ. όχι μόνον χρηματικού – ενδιαφέροντος για το αντικείμενο της εργασίας τους. Έτσι, η «αποκαλυπτική» δημοσιογραφία εκμεταλλεύεται εν προκειμένω ένα τεράστιο θεσμικό κενό, χρησιμοποιώντας ωστόσο συχνά παράνομα μέσα, όπως λ.χ. τηλεφωνικές υποκλοπές, «κρυφές κάμερες» κλπ., τα οποία παραβιάζουν σειρά νομοθετικών και συνταγματικών διατάξεων, που αποσκοπούν προεχόντως στην προστασία της ιδιωτικότητας του ατόμου.
Η τελευταία και μόνον παρατήρηση καταδεικνύει τη γενικότερη κρισιμότητα του φαινομένου της λειτουργικής αναπλήρωσης των θεσμών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις όχι μόνον οδηγεί σε παραβίαση θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων ή εγγυήσεων (τεκμήριο αθωότητας, απόρρητο των επικοινωνιών, δικαίωμα στην παιδεία, κλπ), αλλά πολύ περισσότερο υποσκάπτει τον δικαιοκρατούμενο χαρακτήρα του πολιτεύματός μας. Παράλληλα, όμως, το φαινόμενο αυτό θέτει πρωτίστως τον πολιτικό κόσμο της χώρας προ σοβαρών ευθυνών, καθώς επί χρόνια τώρα επιχειρεί με εμβαλλωματικές και μόνον επεμβάσεις να αντιμετωπίσει το γενικό θεσμικό πρόβλημα της χώρας, τη στιγμή που αυτό έχει λάβει πλέον, δίχως υπερβολή, διαστάσεις Λερναίας Ύδρας.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα Ιδεών της 5.12.2008, σ. 35.