Μπορεί η φιλελεύθερη δημοκρατία να ανέχεται τον εξτρεμιστικό πολιτικό λόγο; Μπορεί να δίνει βήμα ακόμη και σε όσους εχθρεύονται θεμελιώδεις αξίες της; Μήπως θα πρέπει να χτυπά το κακό ήδη εν τη γενέσει του, προτού μετουσιωθεί ο λόγος σε πράξεις; Τα ερωτήματα είναι σοβαρά και οι σχετικές σταθμίσεις διόλου εύκολες, ιδίως στη σύγχρονη εποχή όπου η ελευθερία της έκφρασης συχνά δεν υπηρετεί ευγενείς σκοπούς.
Κατά τη γνώμη μου, η δημοκρατία προφανώς και αμύνεται έναντι των εχθρών της, με διάφορα μέσα και σε διάφορα επίπεδα – όπως αποδείχθηκε περίτρανα και με την ποινική καταδίκη της ΧΑ. Αλλά συγχρόνως, στην προσπάθειά της αυτή, δεν αυτοκαταλύεται, ακόμη και όταν συγκρούεται με τους πιο μισητούς εχθρούς της· δεν απεμπολεί, ακόμη και τότε, εκείνα τα βασικά συσταστικά της που την καθιστούν ευρύχωρο και ανεκτικό πολίτευμα. Και η ελευθερία του λόγου αποτελεί έναν τέτοιο βασικό πυλώνα, αφού συνιστά ουσιώδη όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε ατόμου – έχει, όπως λέγεται, εγγενή αξία. Στο πλαίσιο αυτό, η αμυνόμενη φιλελεύθερη δημοκρατία αναμετρείται με τις εξτρεμιστικές ιδέες κατ’ αρχήν στο πεδίο της δημόσιας, πολιτικής αντιπαράθεσης (άλλο ζήτημα βεβαίως οι πράξεις, οι οποίες και θα πρέπει να διώκονται άνευ ετέρου). Αν μετατραπεί σε ένα καθεστώς περιορισμένης ελευθερίας έκφρασης, τότε κινδυνεύει να αυτοαναιρεθεί.
Έπειτα, πέρα από την παραπάνω θέση αρχής, μπορεί να αμφισβητηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα μιας ποινικοποίησης του εξτρεμιστικού λόγου: λ.χ. θα ελέγχεται και θα παραπέμπεται στη δικαιοσύνη κάθε άτομο που διακινεί εξτρεμιστικές απόψεις μέσω των ΜΚΔ, μέσω κάθε πιθανού και απίθανου εντύπου; Φοβάμαι ότι εδώ παραβλέπεται το φαινόμενο της Λερναίας Ύδρας. Κάποιοι φορείς ακραίων απόψεων, μάλιστα, μπορεί να μεταφερθούν σε άλλα, μη συμβατικά μέσα έκφρασης· το «σκοτεινό διαδίκτυο» (dark web) δυστυχώς δείχνει τον δρόμο.
Γενικότερα, εξάλλου, όταν εξοβελίζουμε συγκεκριμένες θεματικές από τον δημόσιο διάλογο και δημιουργούμε θέματα «ταμπού», δεν αποκλείεται να ρίχνουμε έτσι νερό στον μύλο των δήθεν αντισυστημικών και των ακραίων, που μέμφονται το «σύστημα» για ασφυκτική «πολιτική ορθότητα»· ενδεχομένως δε να τους σπρώχνουμε σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση.
Ούτε λόγος: ακραίες ρητορικές είναι διάχυτες πλέον στις κοινωνίες μας και απαιτούν εγρήγορση. Οι πάσης φύσεως κήρυκες του μίσους και της μισαλλοδοξίας θα πρέπει να συναντούν τη θαρρετή αντίδρασή μας στον δημόσιο λόγο και την αποδοκιμασία μας στην κάλπη. Είναι και θέμα ατομικής ευθύνης μας ως δημοκρατικών πολιτών.
Από εκεί και πέρα, όμως, σε μία φιλελεύθερη πολιτεία πρέπει να μπορούμε να χαράσσουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα αφενός στον λόγο που συνιστά ευθεία προτροπή για άσκηση βίας εις βάρος συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδων προσώπων (λ.χ. μεταναστών) και είναι ποινικώς κολάσιμος, και αφετέρου στον λόγο που, ακόμη κι αν είναι εξοργιστικός ή ηθικά καταδικαστέος, καλύπτεται κατ’ αρχήν από την ελευθερία της έκφρασης. Η άσκηση αυτή, βεβαίως, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση.
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα της 17-18.10.2020, σ. 15.