Σύμφωνα με την παραδοσιακή διδασκαλία του John Stuart Mill, οι κρατικές επεμβάσεις στην ατομική ελευθερία είναι δικαιολογημένες μόνον όταν με αυτές εμποδίζεται η βλάβη τρίτων προσώπων – πρόκειται, εδώ, για την περίφημη αρχή της βλάβης (harm principle). Έτσι, σε μία ανοιχτή, φιλελεύθερη κοινωνία το άτομο είναι κατ’ αρχήν ελεύθερο να προβαίνει σε πράξεις αυτοβλάβης ή αυτοδιακινδύνευσης, ενώ περιορισμοί επιβάλλονται όταν οι πράξεις του βλάπτουν (και όχι απλώς ενοχλούν) τρίτα πρόσωπα ή, ευρύτερα, την ολότητα.
Το κάπνισμα, λ.χ., είναι μία συνήθεια κατ’ αρχήν επιβλαβής για τους ίδιους τους καπνιστές. Συγχρόνως, ωστόσο, μπορεί να βλάπτει (και όχι απλώς να ενοχλεί) τρίτα πρόσωπα, τους λεγόμενους «παθητικούς καπνιστές», με πρώτο και σταθερό θύμα στη χώρα μας τους εργαζόμενους σε χώρους εστίασης και αναψυχής. Παρόμοια εικόνα διαμορφώνεται και με τις παραβιάσεις του ΚΟΚ: η μη χρήση κράνους ή ζώνης ασφαλείας βλάπτει (εκ πρώτης όψεως) μόνον τους ίδιους τους οδηγούς, ενώ άλλες παραβιάσεις, όπως λ.χ. του ερυθρού σηματοδότη, και τρίτα πρόσωπα (ή μόνον εκείνα).
Ακόμη, όμως, και όταν μία συμπεριφορά βλάπτει μόνον το ίδιο το άτομο που επιδίδεται σε αυτήν, μία σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να αδιαφορεί. Ασφαλώς, σε σχέση με μία συμπεριφορά που βλάπτει και τρίτα πρόσωπα, θα διαφέρει εδώ η μορφή της κρατικής παρέμβασης, καθώς θα αναζητήσουμε ηπιότερα εργαλεία παρέμβασης. Ένα πρώτο τέτοιο εργαλείο –θεμιτό ακόμη και υπό μιλλιανούς όρους– είναι οι εκστρατείες δημόσιας ενημέρωσης για τους κινδύνους που συνδέονται με συγκεκριμένες δραστηριότητες.
Τέτοιου είδους εκστρατείες, λ.χ. για τις επιβλαβείς συνέπειες του καπνίσματος ή της μη χρήσης κράνους, πρέπει να είναι συνεχείς και συντονισμένες. Διότι έχουν να αντιμετωπίσουν μία σειρά από σοβαρές και ανθεκτικές συμπεριφορικές μας αδυναμίες, στις οποίες οφείλονται, γενικά, πολλές αυτοκαταστροφικές δραστηριότητές μας: Έχει διαπιστωθεί, πρωτίστως, ότι συστηματικά τείνουμε να υποτιμούμε τους κινδύνους που συνδέονται με ορισμένες δραστηριότητές μας (ιδίως όσο νεότεροι είμαστε), ενώ αντιστρόφως τείνουμε να υπερεκτιμούμε τις ικανότητές μας (λ.χ. οι περισσότεροι οδηγοί πιστεύουμε ότι οδηγούμε καλύτερα από τον μέσο οδηγό). Με άλλες λέξεις, πέφτουμε συχνά θύματα μιας υπερβολικής αυτοπεποίθησης ή υπεραισιοδοξίας. Λέμε λ.χ. ότι «δεν θα τύχει σε μένα το κακό»: έτσι, δεν υποτιμούμε τόσο τη γενική επελευσιμότητα ενός κινδύνου αλλά το ενδεχόμενο να βρει εμάς το κακό (λ.χ. να εμπλακούμε εμείς σε αυτοκινητικό δυστύχημα, μολονότι γνωρίζουμε τα εν γένει υψηλά ποσοστά τροχαίων). Από την άλλη, υπάρχει πάντοτε εκείνος ο παππούς στο χωριό που κάπνιζε δύο πακέτα τσιγάρα την ημέρα επί δεκαετίες και «έζησε μια χαρά μέχρι τα 85 του»: εδώ μας διαφεύγει, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί να πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση που δεν ανακλά τον κανόνα (outlier), δηλαδή τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο μέσος χρόνιος καπνιστής. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι συχνά διακατεχόμαστε από μία επικίνδυνη αυτοεξυπηρετική μεροληψία (self-serving bias), που δεν μας επιτρέπει να δούμε τα πράγματα καθαρά.
Μία στοχευμένη δημόσια ενημέρωση, ήδη από τις αίθουσες των δημοτικών σχολείων, μπορεί πράγματι να συμβάλει αποφασιστικά στον αγώνα για τη μείωση του καπνίσματος και των τροχαίων. Στο ίδιο πνεύμα, τα όργανα επιβολής του νόμου θα πρέπει, σε ένα αρχικό τουλάχιστον στάδιο, να ενημερώνουν και να πείθουν τους πολίτες στο έδαφος γιατί αναλαμβάνουν σχετική δράση. Να τους εξηγούν το λάθος τους, τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους στους ίδιους, τον στενό περίγυρό τους και το κοινωνικό σύνολο. Προέχει εδώ η συνειδητοποίηση του προβλήματος, καθώς και η αποκατάσταση μιας σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και οργάνων επιβολής του νόμου.
Παράλληλα με τέτοιες ενημερωτικές δράσεις, σημαντικό είναι, επίσης, να δοθούν και συγκεκριμένα κίνητρα για την (αυτο)προστασία των πολιτών, είτε θετικά (λ.χ. επιδότηση για την αγορά κράνους) είτε αρνητικά (λ.χ. αύξηση του ειδικού φόρου στα καπνά).
Από εκεί και πέρα, εφόσον ιδίως απειλούνται ή βλάπτονται αγαθά τρίτων προσώπων, θα χρειαστεί και η αυστηρή τήρηση του νόμου. Βεβαίως, από μία συνεπή εφαρμογή της αντικαπνιστικής νομοθεσίας ή του ΚΟΚ θα υπάρξουν αρκετοί δυσαρεστημένοι· «αιτήματα» για σβήσιμο κλήσεων ή προστίμων πάμπολλα. Το πολιτικό κόστος δεν θα είναι αμελητέο. Γι’ αυτό και χρειάζεται ισχυρή πολιτική βούληση. Η οποία, όμως, δεν θα πρέπει να φτάσει και στο άλλο άκρο, δηλαδή να επιβάλει καθολικές πατερναλιστικές απαγορεύσεις, που δεσμεύουν αναίτια την ατομική ελευθερία, τη στιγμή που δεν κινδυνεύουν αγαθά τρίτων προσώπων ή της ολότητας.
Το τίμημα που πληρώνουμε εδώ και δεκαετίες σε ανθρώπινες ζωές και αρτιμέλεια εξαιτίας του καπνίσματος και των τροχαίων είναι βαρύτατο. Είναι μία καθημερινή τραγική πραγματικότητα, προεχόντως για τα ίδια τα θύματα και τις οικογένειές τους. Οι πολιτικές περιορισμού του καπνίσματος και των τροχαίων πρέπει να γίνουν πρώτιστη εθνική προτεραιότητα. Όπως προσφυώς παρατηρήθηκε πρόσφατα (Ι.Ρόκας, Καθημερινή-Οικονομική, 28.7.2019), όταν μιλάμε για brain drain, ξεχνάμε τις απώλειες και αναπηρίες που καταγράφονται τις τελευταίες δεκαετίες ιδίως από τροχαία (έχουμε πλέον περίπου 750 θανάτους ετησίως): Δεν μεταναστεύουν μόνον οι νέοι μας, αλλά εγκαταλείπουν μαζικά τη ζωή κάθε χρόνο. Και μπροστά σε αυτή την εθνική τραγωδία δεν μπορούμε να μένουμε απαθείς.
Με μία αποτελεσματική δημόσια πολιτική περιορισμού των τροχαίων και του καπνίσματος δεν θα περιφρουρηθούν μόνον τα ύψιστα αγαθά της ζωής, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας –που είναι ασφαλώς πρώτιστο μέλημα–, αλλά συγχρόνως θα μειωθεί και το υψηλό κόστος που επωμίζεται το σύστημα υγείας εξαιτίας αυτών. Θα προκύψει, έτσι, και μία σημαντική εξοικονόμηση δημοσίου χρήματος, το οποίο θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη άλλων δυστυχούντων συμπολιτών μας, λ.χ. χρονίως πασχόντων (όπως οι νεφροπαθείς), αστέγων, ανέργων κοκ. Ο ακήρυχτος πόλεμος της ασφάλτου και του τσιγάρου έχει, δυστυχώς, και πολλά άλλα, αφανή θύματα.
Το τσιγάρο και ο δρόμος κάπου συναντιούνται στη νεοελληνική πραγματικότητα. Έχουν έναν κοινό παρονομαστή αυτοκαταστροφικότητας και αντικοινωνικότητας. Απέχουν, όμως, ίσως κι ένα τσιγάρο δρόμο στην επίλυσή τους, αν εφαρμοστεί ένα σωστό μείγμα δημόσιας πολιτικής, που θα βασίζεται σε συνεχείς ενημερωτικές εκστρατείες, παροχή θετικών και αρνητικών κινήτρων, καθώς και επιβολή αυστηρών κυρώσεων στους παραβάτες.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 25.8.2019, σ. 22 & 35/4-5 ( «νέες εποχές»).