Το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής είναι πραγματικά εντυπωσιακό και δεν προβλέφθηκε (εξ όσων γνωρίζω) από καμία δημοσκόπηση. Τέτοια διαφορά, μάλιστα, μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος δεν έχουμε ξαναδεί στη Μεταπολίτευση – με την εξαίρεση των εκλογών του Νοεμβρίου του 1974, που έγιναν όμως υπό πολύ ιδιαίτερες συνθήκες. Ποσοστά και απόλυτοι αριθμοί έχουν τη σημασία τους, ας τα κρατήσουμε: με καταμετρημένο το 99,65% της Επικράτειας, η ΝΔ λαμβάνει 40,79% και 2.403.684 ψήφους και ο ΣΥΡΙΖΑ 20,07% και 1.182.408 ψήφους, ενώ θυμίζω ότι στις εκλογές του Ιουλίου του 2019 η ΝΔ έλαβε 39,85% και 2.251.618 ψήφους και ο ΣΥΡΙΖΑ 31,53% και 1.781.057 ψήφους. Σε απόλυτους αριθμούς, η ΝΔ λαμβάνει περίπου 150.000 ψήφους παραπάνω, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει περίπου 600.000 ψήφους.
Πρόκειται, αναμφισβήτητα, για μία εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ και, συγχρόνως, για έναν εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, που σε όλη την προεκλογική περίοδο διάβαζαν σωστά τις αδυναμίες ή τις αντιφάσεις του βασικού πολιτικού τους αντιπάλου και τις ανεδείκνυαν αμέσως (βλ. λ.χ. κοστολόγηση προγράμματος και παροχών, ζήτημα αύξησης ασφαλιστικών εισφορών, αναθεώρηση άρθρου 16 Συντ. και θέσεις υποψηφίων καθηγητών της αλλοδαπής, κ.ά.). Ίσως το στοιχείο αυτό συνέτεινε στο εύρος της διαφοράς, αν υποθέσουμε ότι αυτό διαμορφώθηκε τις τελευταίες ημέρες πριν από τις εκλογές ή και πάνω από την κάλπη. Ασφαλώς, θα συνέτειναν και άλλοι παράγοντες, αλλά όλα αυτά θα μας τα πουν οι ειδικοί τις επόμενες ημέρες, κατόπιν προσεκτικής επεξεργασίας των εκλογικών δεδομένων.
Με την εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ και όπως έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα, η χώρα ουσιαστικά σε πολιτικό επίπεδο δεν έχει αξιωματική αντιπολίτευση. Αν δεν διαμορφωθούν διαφορετικά οι αντιπολιτευτικοί συσχετισμοί στις δεύτερες εκλογές, αυτό δυνητικά είναι επικίνδυνο για τη χώρα, γιατί σε κάθε δημοκρατία χρειάζονται ισχυρά αντίβαρα, ως γνωστόν δε η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα (Λόρδος Άκτον). Ιδίως όταν έχουμε το θλιβερό προηγούμενο της υπόθεσης των υποκλοπών, αλλά και ενόψει της επικείμενης διάθεσης πακτωλού ευρωπαϊκών κονδυλίων, που θα πρέπει να διατεθούν με συμπεριληπτικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο, και όχι ασφαλώς να διοχετευθούν σε ημέτερους (όπως δυστυχώς έχει συμβεί στο παρελθόν στη χώρα μας). Γι’ αυτό και, ανεξάρτητα από τις κομματικές προτιμήσεις της καθεμιάς και του καθενός μας, πιστεύω ότι είναι προς το συμφέρον του τόπου, ο προοδευτικός χώρος να μπει σε διαδικασία ανασύνταξης και να φέρει στο προσκήνιο έναν διαφορετικό πολιτικό λόγο και άλλο ήθος, συγκροτημένες προτάσεις και προγραμματικές συγκλίσεις, όχι εύκολα λόγια και τσιτάτα ταχείας ανάλωσης. Η χώρα έχει σοβαρά προβλήματα μπροστά της και απαιτείται η αντίστοιχη πολιτική σοβαρότητα.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 23.5.2023]