Στις προγραμματικές δηλώσεις ο Πρωθυπουργός ανέφερε ότι στις βασικές κυβερνητικές προτεραιότητες εντάσσεται η επιδίωξη «ίδρυσης μη κρατικών ιδιωτικών ΑΕΙ, με βάση το ισχύον δίκαιο της Κοινότητας και την εν καιρώ αναθεώρηση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος». Προσοχή: δεν πρόκειται για τις πρόσφατες παρόμοιες προγραμματικές δηλώσεις του νυν Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά για εκείνες του πατρός Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, πριν από 33 ολόκληρα χρόνια (24/4/1990). Οι σχετικές εξαγγελίες και η μετέπειτα εξειδίκευσή τους προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων, ιδίως στον πανεπιστημιακό κόσμο. Πρυτάνεις και επιφανείς νομικοί της εποχής διακήρυξαν την έντονη αντίθεσή τους στην προοπτική ίδρυσης μη κρατικών-ιδιωτικών ΑΕΙ. Βασικό επιχείρημα, σε επίπεδο ισχύοντος δικαίου, αποτέλεσαν οι προβλέψεις του άρ. 16 παρ. 5 & 8 Σ., που δεν άφηναν, κατά τη γνώμη τους, περιθώριο για καταστρατηγητικές ερμηνείες, επιτρέποντας μόνον την ίδρυση ΑΕΙ από δημόσιους φορείς, όπως λ.χ. οι ΟΤΑ ή η Εκκλησία.
Τον Ιανουάριο του 2004, ο Γιώργος Παπανδρέου επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο τη θέση του υπέρ της ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ. Και τότε εκδηλώθηκαν έντονες αντιδράσεις από την πανεπιστημιακή κοινότητα, με κάποιες ωστόσο εξαιρέσεις, που διέβλεπαν ότι, ανεξάρτητα από την αναθεώρηση του άρ. 16 Σ., ο ενιαίος ευρωπαϊκός χώρος ανώτατης εκπαίδευσης θα οδηγούσε αναγκαστικά σε νέες πρωτόγνωρες δομές που θα προέκυπταν από τη συνεργασία μεταξύ ΑΕΙ διαφορετικών χωρών. Μετέπειτα, τη θέση υπέρ της αναθεώρησης του άρ. 16 Σ. προσπάθησε να επιβάλει ο Γιώργος Παπανδρέου εσωκομματικά κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2008, δίχως να τα καταφέρει τελικά λόγω έντονων εσωκομματικών αντιδράσεων. Η θέση, πάντως, της ΝΔ υπέρ της ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ παραμένει σταθερή επί δεκαετίες.
Σήμερα πλέον, φαίνεται ότι έχει σχηματιστεί μία κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία υπέρ της αναθεώρησης του άρ. 16 Σ. Μία πλειοψηφία που αντιλαμβάνεται ότι η Ελλάδα θα πρέπει να μετάσχει πιο δυναμικά στον παγκόσμιο πανεπιστημιακό χάρτη, αλλά και να μην εξωθεί άλλο λαμπρούς νέους Έλληνες επιστήμονες σε απασχόληση στο εξωτερικό. Επί της αρχής, εξάλλου, η –χουντικών καταβολών– απαγόρευση του άρ. 16 Σ. δεν μπορεί να έχει θέση στο Σύνταγμα μιας σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας: η κρίση περί την αναγκαιότητα ή μη ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ θα πρέπει να επαφίεται στην εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία θα εφαρμόζει τη δική της πολιτική επί του ζητήματος (βλ. Στ. Τσακυράκη, «Ελευθεροτυπία» της 27ης/12/2006).
Επειδή όμως η επόμενη συνταγματική αναθεώρηση θα αργήσει, επανήλθε και πάλι στο προσκήνιο η παλαιόθεν γνώριμη ιδέα για εκμετάλλευση των δυνατοτήτων που μας δίνουν ήδη το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο και κεκτημένο, η νομολογία του ΣτΕ και του Δικαστηρίου της ΕΕ. Κατ’ εμέ, αξίζει να διερευνηθούν προσεκτικά εκ νέου οι δυνατότητες αυτές, με σκοπό να επιτευχθούν σοβαρές συνέργειες που θα απελευθερώσουν δημιουργικές δυνάμεις και θα καταστήσουν πιο πλουραλιστικό και διεθνώς ανταγωνιστικό τον ελληνικό πανεπιστημιακό χάρτη.
Ωστόσο, ένα τέτοιο βήμα προϋποθέτει οπωσδήποτε: (α) Να ισχύει και για τα αλλοδαπά ΑΕΙ ή τα παραρτήματά τους ένα αυστηρό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και ελέγχου, που αφενός θα εμποδίζει τη δραστηριοποίηση τυχοδιωκτικών σχημάτων και αφετέρου θα εξασφαλίζει στους αποφοίτους επαγγελματικά και ακαδημαϊκά προσόντα. (β) Να ενισχυθεί, παράλληλα, γενναιόδωρα το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο· μεταξύ άλλων, είναι καιρός πια για μία δραστική αύξηση των αποδοχών των πανεπιστημιακών: είναι αστείο να μιλάμε για προσέλκυση σοβαρών νέων επιστημόνων, όταν διατηρούμε στα ΑΕΙ τόσο χαμηλούς και διεθνώς μη ανταγωνιστικούς μισθούς.
Ας μη γελιόμαστε πάντως: Η οριστική επίλυση του όλου ζητήματος διέρχεται μέσα από την αναθεώρηση του άρ. 16 Σ., η οποία θα δημιουργήσει συνθήκες ασφάλειας δικαίου. Συνθήκες απαραίτητες για όσους ενδιαφέρονται να επενδύσουν σοβαρά στην ελληνική πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
[Δημοσιεύτηκε στην εφημ. Τα Νέα της 10.7.23]