Κοινή είναι πλέον η διαπίστωση ότι από τότε που η χώρα μας πέρασε στην εποχή του Μνημονίου έχει επέλθει μία σοβαρή «εσωτερική υποτίμηση», η οποία μάλλον υπερβαίνει πλέον το 25% και ανάγεται προεχόντως στις δραστικές περικοπές που έγιναν σε μισθούς και συντάξεις. Η υποτίμηση αυτή έχει αντίκτυπο ιδίως στις συμβάσεις που είχαν συναφθεί προ της εποχής του Μνημονίου· η δραματική δηλ. μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος οδηγεί στην ανάγκη αναθεώρησης συμβατικών παροχών που είχαν συμφωνηθεί υπό διαφορετικά οικονομικά δεδομένα. Στο πλαίσιο κυρίως μισθωτικών συμβάσεων τα δικαστήρια ουσίας έχουν ήδη εκδώσει σειρά αποφάσεων που, εν όψει των νέων οικονομικών συνθηκών, επιβάλλουν τη μείωση του καταβαλλόμενου μισθώματος κατά 20-30% (δυνάμει των άρθρων 388 και 288 ΑΚ).
Ωστόσο, δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που τα δικαστήρια της χώρας καλούνται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες μιας οξείας οικονομικής κρίσης επί ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων[1]. Το πρόβλημα αναφύεται, περισσότερο ή λιγότερο έντονα, ύστερα από κάθε ιστορικό γεγονός του εθνικού μας βίου. Με ιδιαίτερη δριμύτητα, μάλιστα, ενέσκηψε ιδίως μετά τον Α΄ ΠΠ, οπότε και η νομολογία αντιμετώπισε περιπτώσεις σοβαρής διαταραχής της οικονομικής ισορροπίας των συμβάσεων, που οφείλονταν στις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου (λ.χ. υποτίμηση του νομίσματος κ.λπ.). Η στάση τότε της νομολογίας του Αρείου Πάγου (ΑΠ) ήταν φανερά αυστηρή: η αρχή της ασφάλειας και σταθερότητας των συναλλαγών έπρεπε να κερδίσει το προβάδισμα έναντι της αρχής της επιείκειας, όπερ σήμαινε την άρνηση κατ’ αρχήν μιας συμβατικής αναπροσαρμογής. Χαρακτηριστική είναι η υπ’ αριθμ. 9/1926 απόφαση του ΑΠ, όπου το Ακυρωτικό απέρριψε αίτημα για αναπροσαρμογή χρηματικής παροχής λόγω υποτίμησης του νομίσματος, εμμένοντας στην τήρηση της νομιναλιστικής αρχής, ήτοι στην ανάγκη διαφύλαξης της ονομαστικής αξίας του νομίσματος. Ως αιτιολογία προβλήθηκε το γεγονός ότι ενδεχόμενη αναπροσαρμογή θα έπληττε ευθέως την «δημόσια πίστη» στην ισχύ του νομίσματος και, συναφώς, την ασφάλεια των συναλλαγών. Κατ’ ουσίαν, ο ΑΠ έδωσε εδώ ιδιαίτερο βάρος στις περαιτέρω συνέπειες της απόφασής του επί της οικονομικής ζωής του τόπου, αποδεχόμενος έτσι μία άδικη ενδεχομένως κρίση στην εξεταζόμενη υπόθεση. Τούτο προκύπτει σαφώς και από τη σχετική αγόρευση του αντεισαγγελέα του ΑΠ Λ.Γιδόπουλου, ο οποίος τόνισε μετ’ επιτάσεως την ευθύνη του (ανώτατου) δικαστή για τις περαιτέρω συνέπειες μιας κρίσης του: «Διότι συσκότισις του βλέμματος του δικαστού είναι, όταν ούτος αποβλέπη εις το απόλυτον δήθεν δίκαιον εν εκάστη περιπτώσει παραβλέπων τας γενικωτέρας συνεπείας, ας είναι δυνατόν να έχη η απόφασίς του. […] Οφείλω μόνον να επιστήσω την προσοχήν εις τους κανόνας τους τιθεμένους χάριν των γενικωτέρων συμφερόντων. Διότι δεν είμεθα μόνον δικασταί των διαδίκων. Είμεθα και φρουροί της δημοσίας τάξεως και του κοινού του συνόλου συμφέροντος. Δι’ εκδοχών δε όπως η της κυκλοφοριακής αξίας του νομίσματος διασαλεύομεν ολόκληρον το κοινωνικόν και κρατικόν οικοδόμημα».
Δίχως αμφιβολία, τα λόγια αυτά απευθύνονται και στους σύγχρονους ανώτατους δικαστές, ιδίως όταν αυτοί καλούνται να κρίνουν υποθέσεις με μείζονα αντίκτυπο στην οικονομία ή τα δημοσιονομικά της χώρας: απαιτείται δηλ. να ζυγίζουν, με σοβαρότητα και υπευθυνότητα, τις περαιτέρω συνέπειες της κρίσης τους, ήτοι τις λεγόμενες «μακρο-συνέπειες», οι οποίες βαίνουν πέραν της ατομικά κρινόμενης περίπτωσης και αφορούν συνολικά στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας.
[1] Βλ. σχετ. διεξοδικά Α.Καραμπατζό, Απρόβλεπτη Μεταβολή των Συνθηκών στην Αμφοτεροβαρή Σύμβαση, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, 2006.
*Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 3.12.2011, σ. 14.