Όπως καταγράφεται στις έρευνες κοινής γνώμης διεθνώς αλλά και στη χώρα μας, μία σημαντική μερίδα του κόσμου είτε φοβάται ότι το εμβόλιο για τον κορωνοϊό δεν θα είναι ασφαλές (κυρίως λόγω της ταχύτητας παρασκευής του) είτε πιστεύει σε διάφορες θεωρίες συνωμοσίας (λ.χ. ότι όλα γίνονται για να πλουτίσουν οι φαρμακευτικές εταιρείες, ότι θα μετατραπούμε σε ανθρωπόμορφα τέρατα, κ.λπ.). Η πρώτη ομάδα είναι σαφώς μεγαλύτερη της δεύτερης (ευτυχώς) και εκφράζει έναν φόβο που είναι κατ’ αρχήν εύλογος και κατανοητός – μολονότι τα εμβόλια έχουν ήδη δοκιμαστεί από δεκάδες χιλιάδες εθελοντές, που έθεσαν εαυτούς στην υπηρεσία της επιστήμης και της ανθρωπότητας.
Όπως δέχεται, ωστόσο, η διεθνής επιστημονική κοινότητα, για να είναι αποτελεσματικό το εμβόλιο και να δημιουργηθεί στον πληθυσμό ανοσία της αγέλης, ποσοστά εμβολιασμού γύρω στο 50% κατά κανόνα δεν αρκούν. Και έτσι τίθεται το ζήτημα αν το εμβόλιο για τον κορωνοϊό θα πρέπει να είναι υποχρεωτικό ή όχι.
Κατ’ ουσίαν, εν προκειμένω βρισκόμαστε ενώπιον ενός προβλήματος συλλογικής δράσης (collective action problem), το οποίο και ανάγεται στο γνωστό παιγνιοθεωρητικό «δίλημμα του φυλακισμένου». Συγκεκριμένα, αρκετοί πολίτες σκέπτονται να μην εμβολιαστούν καθόλου ή έστω κατά την αρχική φάση, προσδοκώντας είτε να δημιουργηθεί η επιθυμητή ανοσία της αγέλης χωρίς τη δική τους συμμετοχή είτε, αν τα πράγματα παρ’ ελπίδα δεν εξελιχθούν καλά με το εμβόλιο, να μην έχουν εκτεθεί οι ίδιοι σε κίνδυνο. Στην πραγματικότητα, σκοπεύουν να συμπεριφερθούν ως λαθρεπιβάτες (free riders) και να επωφεληθούν από την υπεύθυνη στάση των υπολοίπων συμπολιτών τους. Επειδή, δε, θέλουν να επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης, που θα ωφελήσει και τους ίδιους, προσδοκούν να είναι μικρό το ποσοστό εκείνων που θα ακολουθήσουν την ίδια με αυτούς στάση αποχής. Διότι, αν ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας επιλέξει εν τέλει τον ίδιο εγωιστικό δρόμο του «κάτσε να δούμε τι θα γίνει», η συλλογική προσπάθεια κινδυνεύει να πέσει στο κενό.
Είναι γνωστό, άλλωστε, το παράδειγμα με τη χρήση των δημοσίων συγκοινωνιών, όπου ο μεμονωμένος λαθρεπιβάτης μεγιστοποιεί το ατομικό του όφελος, αφού απολαμβάνει την παρεχόμενη υπηρεσία άνευ καταβολής εισιτηρίου. Αν, όμως, όλοι ή οι περισσότεροι χρήστες των συγκοινωνιών ακολουθήσουν την ίδια πρακτική, γίνουν δηλαδή λαθρεπιβάτες, τότε όλοι θα βρεθούν σε χειρότερη θέση –απ’ ό,τι αν κατέβαλλε ο καθένας το αντίτιμο του εισιτηρίου–, αφού οι συγκοινωνίες θα καταρρεύσουν. Γι’ αυτό και στις περιπτώσεις αυτές είναι απαραίτητη η επέμβαση της Πολιτείας, η οποία με την επιβολή κυρώσεων (προστίμων κοκ) στους παραβάτες θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι ο αριθμός των τελευταίων θα παραμείνει όσο το δυνατόν χαμηλότερος, έτσι ώστε να περιφρουρηθεί η περαιτέρω λειτουργία και απόλαυση των συγκοινωνιών, καθώς και ότι δεν θα επωφελείται μία ομάδα πολιτών εις βάρος των υπολοίπων – κάτι που αποτελεί βασική επιταγή δικαιοσύνης.
Ένα παρόμοιο πρόβλημα συλλογικής δράσης έχουμε να αντιμετωπίσουμε τώρα με το εμβόλιο. Προκειμένου δε να κατευθύνει τη δράση των πολιτών, το κράτος μπορεί να παρέμβει εδώ με διάφορους τρόπους. Κατ’ αρχάς, θα μπορούσε να καταστήσει το εμβόλιο υποχρεωτικό – όπως συμβαίνει ήδη με τα παιδικά εμβόλια. Βασική δικαιολογητική αρχή εδώ είναι ότι κανείς δεν δικαιούται να θέτει σε κίνδυνο την υγεία ή τη ζωή των άλλων (βλ. συναφώς λ.χ. την απαγόρευση του καπνίσματος). Η υποχρεωτικότητα μπορεί να προσλάβει διάφορες επιμέρους μορφές: από την επιβολή προστίμου μέχρι μία σειρά άλλων, έμμεσων κρατικών κυρώσεων εις βάρος των αρνητών του εμβολίου, όπως λ.χ. η μη αποδοχή τους προς εργασία σε δημόσιες υπηρεσίες άνευ «πιστοποιητικού εμβολιασμού». Δεν συζητούνται εδώ, ωστόσο, κάποιες ακραίες μορφές κυρώσεων, όπως λ.χ. η στέρηση πρόσβασης σε ΜΕΘ, καθώς κανείς δεν μπορεί να στερηθεί το αγαθό της δημόσιας περίθαλψης, ακόμη και αν ο ίδιος είναι υπαίτιος για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει (όπως συμβαίνει και στην περίπτωση λ.χ. της απόπειρας ανθρωποκτονίας, του τραυματισμού μοτοσυκλεκτιστή που δεν φορούσε κράνος, κοκ). Μέχρι στιγμής, πάντως, εν γένει η οδός της υποχρεωτικότητας φαίνεται να απορρίπτεται διεθνώς για διάφορους λόγους, πρωτίστως δε επειδή προκαλεί πολιτικο-κοινωνικές εντάσεις λόγω εικαζόμενης προσβολής της προσωπικής αυτονομίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως λ.χ. αεροπορικές εταιρείες ή επιχειρήσεις εστίασης, θα δικαιούνται κατ’ αρχήν, για λόγους προστασίας της υγείας του προσωπικού και των υπολοίπων πελατών τους, να αρνούνται την παροχή των υπηρεσιών τους σε μη εμβολιασθέντες.
Ενόψει της διαφαινόμενης κατ’ αρχήν απόρριψης της υποχρεωτικότητας, νομίζω ότι από πλευράς κρατικής παρέμβασης μία αποτελεσματική επιλογή είναι η προαιρετικότητα του εμβολίου σε συνδυασμό με τη διοργάνωση μιας συστηματικής-εντατικής εκστρατείας ενημέρωσης της κοινής γνώμης, όπου και θα αναδεικνύονται, με εύληπτο και επιστημονικά ακριβή τρόπο, η ασφάλεια του εμβολίου (λ.χ. ότι έχει εγκριθεί και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων), καθώς επίσης και τα σχετικά οφέλη για το ίδιο το άτομο και το κοινωνικό σύνολο. Κατά το πρώτο δε στάδιο του εμβολιασμού, θα ήταν χρήσιμη η συμμετοχή στην εκστρατεία αυτή δημοσίων προσώπων με ευρεία αναγνωρισιμότητα που θα υποβάλλονται σε εμβολιασμό, έτσι ώστε να πειστεί η ολότητα για την ασφάλεια και την αναγκαιότητα του εμβολίου. Μία τέτοια συστηματική εκστρατεία ενημέρωσης θα ενισχύσει και την (αναμενόμενη) κοινωνική πίεση να εμβολιαστούμε όλοι, προκειμένου να επανέλθουν οικονομία και κοινωνία σε κανονικούς ρυθμούς. Όσοι δεν ήθελαν προηγουμένως να κλείσει η οικονομία δύσκολα θα μπορούν τώρα να αρνηθούν την αναγκαιότητα ενός καθολικού εμβολιασμού του πληθυσμού.
Σε κάθε περίπτωση, όπως υπαινίχθηκα και αρχικά, ας έχουμε υπόψη μας ότι όσοι συμπολίτες μας εμφανίζονται προς το παρόν επιφυλακτικοί έναντι του εμβολίου δεν είναι κατ’ ανάγκην συνωμοσιολόγοι ή αρνητές του ιού. Μπορεί να είναι απλώς φοβισμένοι συμπολίτες μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να τους στιγματίζουμε εκ προοιμίου. Αντιθέτως, χρέος της Πολιτείας είναι να τους ενημερώσει επαρκώς και να προσπαθήσει να τους πείσει.
Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, θα πρέπει όλοι μας να αντιληφθούμε ότι σε μία κοινότητα δεν έχουμε μόνον δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Ιδίως την κρίσιμη αυτή περίοδο, έχουμε μία ηθική ευθύνη να ενεργήσουμε όλοι από κοινού και συντονισμένα, προκειμένου να ξεπεράσουμε μία πανδημία που έχει παραλύσει τη βιοτική και οικονομική δραστηριότητα. Στάσεις του τύπου «κάτσε να δούμε τι θα πάθουν οι άλλοι και βλέπουμε» δεν ανταποκρίνονται στο ηθικό καθήκον αλληλεγγύης και μέριμνας που έχουμε έναντι των συνοδοιπόρων μας στην κοινότητα, έναντι της ολότητας.
*Δημοσιεύθηκε στα Νέα, 8.12.2020,
καθώς και το Βήμα της 20.12.2020, σ. 24 & 25/4-5 («νέες εποχές»).