Δημόσια πρόσωπα και κοινοί θνητοί
Ο Χάρρυ Τρούμαν, αναφερόμενος κάποτε στην οξεία κριτική που δέχονται οι πολιτικοί από τον Τύπο, παρατηρούσε σκωπτικά: «όποιος δεν αντέχει τη ζέστη, ας μη δουλεύει στην κουζίνα»! Πράγματι η «κουζίνα της πολιτικής» απαιτεί γερά νεύρα και γερό στομάχι· η φράση μάλιστα του αμερικανού Προέδρου έχει ευρύτερη σημασία, υπονοώντας ότι οι πολιτικοί και γενικότερα τα πάσης φύσεως δημόσια πρόσωπα (ηθοποιοί, τραγουδιστές, αθλητές κ.ά.) πρέπει να ανέχονται τις επιθέσεις του Τύπου, ιδίως δε τις προσβολές του ιδιωτικού τους βίου, αφής στιγμής οι ίδιοι έχουν επιλέξει την οδό της «αυτοέκθεσης», έχουν εισέλθει δηλαδή στο καμίνι της δημοσιότητας. Ας δούμε όμως εγγύτερα πώς έχουν τα πράγματα στη συγκρουσιακή αυτή σχέση μεταξύ ελευθερίας της πληροφόρησης και σεβασμού της ιδιωτικότητας των δημοσίων προσώπων.
Εν πρώτοις, είναι ευρέως γνωστό ότι το τί κάνει ο καθένας στην προσωπική του ζωή είναι απολύτως δικό του θέμα και ενδιαφέρει μόνον τον ίδιο και κανέναν άλλο, εφόσον βεβαίως δεν διαπράττεται κάποια παράνομη πράξη (όπως συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση της παιδεραστίας). Τούτο ισχύει κατ’ αρχήν και για τα δημόσια πρόσωπα, με τη διαφορά όμως ότι το πεδίο προστασίας που τα περιβάλλει είναι εδώ σαφώς περιορισμένο σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες-κοινούς θνητούς. Και τούτο, όχι μόνον λόγω της επιλογής της «αυτοέκθεσης», αλλά και επειδή συχνά η αποκάλυψη πτυχών του ιδιωτικού βίου δημοσίων προσώπων μπορεί να επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον, που συνίσταται εδώ στην ανάγκη δημοσίου ελέγχου, καθώς επίσης και διασφάλισης της δημοκρατικής νομιμότητας και διαφάνειας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η κοινή γνώμη έχει δικαιολογημένο ενδιαφέρον λ.χ. να πληροφορηθεί διά του Τύπου για τη σχέση ενός Υπουργού με μία ευειδή πράκτορα ξένων μυστικών υπηρεσιών, η οποία αποσπά από εκείνον απόρρητες πληροφορίες για τη θέση των οπλικών συστημάτων της χώρας· έτσι άλλωστε έχει κρίνει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) σε μία παρόμοια υπόθεση, ενώ δύσκολα λησμονεί κανείς εδώ και το αντίστοιχο «σκάνδαλο Πορφιούμο», που συντάραξε τη Μεγ. Βρετανία το 1963, καταφέροντας τότε καίριο πλήγμα στην Κυβέρνηση Μακμίλλαν.
Από την άλλη πλευρά, όμως, ένα δημόσιο πρόσωπο μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκδηλώνει την πρόθεσή του να απομακρυνθεί από τα φώτα της δημοσιότητας, επιλέγοντας έτσι την προσωρινή «αποδημοσιοποίησή» του, αρκεί βεβαίως αυτό να γίνεται με ευκρινή και αντικειμενικά διαγνωστό τρόπο. Έτσι, η επιλογή λ.χ. ενός τηλεοπτικού αστέρα να δειπνήσει με κάποιο οικείο του πρόσωπο σε ένα απόμακρο, γωνιακό τραπέζι ενός εστιατορίου, αντανακλά την επιθυμία του να απομονωθεί και να απολαύσει κάποιες, πολύτιμες για κάθε άνθρωπο, στιγμές ιδιωτικότητας. Και πάλι ωστόσο η προστασία της ιδιωτικότητας μπορεί να καμφθεί, όταν λ.χ. στο ίδιο γωνιακό τραπέζι συντρώγουν δύο σημαίνοντες πολιτικοί: μία τέτοια συνάντηση ενδιαφέρει την κοινή γνώμη, συνιστά δηλαδή «είδηση», διότι μπορεί να προοιωνίζεται σημαντικές πολιτικές εξελίξεις (πτώση μιας Κυβέρνησης, διενέργεια εκλογών κ.λπ.).
Τα πράγματα δυσκολεύουν πάντως αρκετά, όταν η ιδιωτικότητα δεν προσβάλλεται απλώς και μόνον με την αναφορά ενός γεγονότος ή τη φωτογράφική απεικόνισή του, αλλ’ όταν πολύ περισσότερο η καταγραφή του συνδυάζεται με παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών. Οι σχετικές συνταγματικές και νομοθετικές προβλέψεις καθιστούν εν γένει παράνομη την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών· εντούτοις, προκειμένου περί δημοσίων προσώπων, ως αντίρροπη δύναμη προβάλλει εδώ εκ νέου η προαναφερθείσα ανάγκη για προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία και μπορεί, κατ’ εξαίρεσιν, να καθιστά ανεκτή μία τέτοια παραβίαση. Το τελευταίο θα συμβαίνει λ.χ. στην περίπτωση που ραδιοφωνικός σταθμός αποδεικνύει την εμπλοκή Υπουργών μιας Κυβέρνησης σε οικονομικό σκάνδαλο μεταδίδοντας μία τηλεφωνική μεταξύ τους συνομιλία, η οποία παραδόθηκε στο σταθμό από ανώνυμη πηγή (αντίστοιχη υπόθεση απασχόλησε και το ΕΔΔΑ). Στην περίπτωση αυτή φαίνεται να υπερέχει το δημόσιο συμφέρον. Σημειωτέον όμως και πάλι ότι τούτο μπορεί να συμβεί μόνον κατ’ εξαίρεσιν, εν όψει της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδουν στο απόρρητο των επικοινωνιών ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης, αφορμώμενοι από τη θεμελιώδη σκέψη ότι δεν πρέπει να δημιουργείται στους κοινωνούς το «καταθλιπτικό συναίσθημα» ότι η ζωή τους υπόκειται σε συνεχή παρακολούθηση, με συνέπεια να παραλύει κάθε δραστηριότητά τους.
Practise what you preach: να πράττεις αυτά που κηρύττεις
Η κατ’ εξαίρεσιν αποκάλυψη πτυχών του ιδιωτικού βίου δημοσίων προσώπων μπορεί να επιβάλλεται και από έναν ακόμη λόγο, που και αυτός όμως συνυφαίνεται άρρηκτα με το αίτημα για δημόσιο έλεγχο και διασφάλιση της διαφάνειας στο δημόσιο βίο: πρόκειται εδώ για την περίπτωση που διαπιστώνεται προφανής – ή κραυγαλέα, κατά τον Καθηγητή Νίκο Αλιβιζάτο – αντίφαση μεταξύ των δημοσίων διακηρύξεων και των «ιδιωτικών έργων» ενός δημοσίου προσώπου. Με βάση το κριτήριο αυτό ο Τύπος δικαιούται λ.χ. να αποκαλύπτει τις εξωσυζυγικές περιπέτειες ενός πολιτικού που παρουσιάζει προς τα έξω την εικόνα του ένθερμου υποστηρικτή του γάμου και της οικογένειας· επίσης, να φανερώνει τις παιδοφιλικές προτιμήσεις ενός ιερέα ή να δημοσιεύει την είδηση ότι υψηλόβαθμος αξιωματικός της αστυνομίας, ο οποίος έχει ταχθεί δημοσίως υπέρ των «αλκοτέστ», συνελήφθη ένα βράδυ οδηγώντας υπό την επήρεια αλκοόλ. Επιβάλλεται, λοιπόν, συνέπεια λόγων και έργων, κυρίως εν όψει του γεγονότος ότι τα δημόσια πρόσωπα συχνά λειτουργούν ως πρότυπα στην κοινωνία. Είναι σημαντικό δε να τονισθεί ότι το κριτήριο αυτό της προφανούς αντινομίας μεταξύ δημοσίων λόγων και «ιδιωτικών έργων» έχει γίνει δεκτό, ρητά ή υπόρρητα, στη νομολογία τόσο του ημέτερου Αρείου Πάγου, όσο και των γερμανικών δικαστηρίων, αλλά και του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, με σημείο αναφοράς την περίφημη υπόθεση Falwell vs. Hustler Magazine (1988). Βεβαίως, όπως είναι μάλλον ευνόητο, χρήση του εν λόγω κριτηρίου θα πρέπει να γίνεται με φειδώ και μόνον όταν η ως άνω αντίφαση είναι όντως κραυγαλέα – όπως συμβαίνει στα προπαρατεθέντα παραδείγματα –, έτσι ώστε να μη μετατραπεί ο Τύπος σε έναν άγρυπνο δυνάστη της ιδιωτικής ζωής των δημοσίων προσώπων.
Η αγορά των ιδεών και των απόψεων
Τα δημόσια πρόσωπα και ιδίως οι πολιτικοί αναλαμβάνουν με την είσοδό τους στην αρένα της δημοσιότητας έναν συνειδητό «επαγγελματικό κίνδυνο» προσβολής στοιχείων της προσωπικότητάς τους, προεχόντως δε της τιμής και του ιδιωτικού τους βίου. Τα «τυχερά του επαγγέλματος» (δόξα, υστεροφημία, πλούτος κ.λπ.) έχουν προφανώς και τους κινδύνους τους.
Όσο γρηγορότερα συμβιβασθεί ένα δημόσιο πρόσωπο – και ιδίως ο πολιτικός – με την πραγματικότητα αυτή του «επαγγελματικού κινδύνου», τόσο ευκολότερα θα αντιληφθεί ότι εν γένει αποτελεσματικότερο μάλλον μέσο για την προάσπιση της προσωπικότητάς του έναντι των πάσης φύσεως επιθέσεων του Tύπου δεν είναι τόσο η προσφυγή στη δικαιοσύνη, όσο η δημόσια απάντηση, η οποία μάλιστα ως δικαίωμα κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα όσο και στην κοινή νομοθεσία. Η δημόσια απάντηση δίδει στο δημόσιο πρόσωπο τη δυνατότητα να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή των πραγμάτων μέσα από το δημόσιο διάλογο, στο πλαίσιο της «ελεύθερης αγοράς των ιδεών και των απόψεων» – όπου κατά τον John Stuart Mill μπορεί τελικώς να επικρατήσει η αλήθεια. Και αυτό πρακτικά μπορεί να γίνει μέσω συνεντεύξεων ή δελτίων τύπου, άρθρων, επιστολών, τηλεοπτικών εμφανίσεων κ.λπ. Τα μέσα δε αυτά άμυνας ασφαλώς και δεν αποκλείουν τη μετέπειτα προσφυγή στη δικαιοσύνη, η παράλειψη χρησιμοποίησής τους όμως ενδέχεται να εμποδίσει την απευθείας προσφυγή σε αυτήν ή να περιορίσει σημαντικά το τελικώς επιδικασθησόμενο ποσό της ηθικής βλάβης, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί και το πραγματικό desideratum του θιγόμενου.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα Ιδεών της 1.11.2009, σ. 29.