Στον θαυμάσιο πίνακα «Η πτώση του Ίκαρου» του Πίτερ Μπρέγκελ, ο μυθικός ήρωας μόλις διακρίνεται στο δεξί μέρος του πίνακα, καίτοι πρωταγωνιστής του. Στην πραγματικότητα φαίνονται μόνον τα πόδια του, τη στιγμή που το σώμα του βυθίζεται στη θάλασσα. Γύρω, όμως, από τον Ίκαρο η ζωή συνεχίζεται σαν να μην συμβαίνει τίποτε: ο αγρότης δουλεύει το αλέτρι, ο βοσκός στέκει ατάραχος, τα πλοία αρμενίζουν, κανείς δεν νοιάζεται για το τραγικό συμβάν. Όπως λέει μία γερμανική παροιμία: «κανένα αλέτρι δεν σταματάει για χάρη ενός ανθρώπου που πεθαίνει». Αν, ωστόσο, είναι πολύ περισσότεροι αυτοί που πεθαίνουν, μπορεί τα πράγματα να αλλάξουν και τα αλέτρια να σταματήσουν. Αυτές οι εικόνες μάλλον κάτι μας θυμίζουν:
Τις πρώτες εβδομάδες που έφταναν τα νέα από την Κίνα για τον νέο ιό, στον δυτικό κόσμο κυριαρχούσε μάλλον αδιαφορία. Η ζωή κυλούσε όπως στον πίνακα του Μπρέγκελ. Ίσως υπήρχε εδώ και μία αλαζονική στάση του τύπου «η Κίνα κείται μακράν», «εμείς στον δυτικό κόσμο έχουμε καλύτερα μέσα αντιμετώπισης από ένα αυταρχικό καθεστώς», κοκ. Ο δε Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας καθυστέρησε να επιστήσει την προσοχή του πλανήτη στην επικείμενη πανδημία, βασιζόμενος αρχικά σε ανακριβή πληροφόρηση από τις κινεζικές αρχές – υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι δεν θέλησε να συγκρουστεί με τη μεγάλη ασιατική δύναμη.
Μετέπειτα, όμως, όταν οι πεπτωκότες Ίκαροι άρχισαν να πληθαίνουν επικίνδυνα, επέκεινα της Ασίας πλέον, οι κυβερνήσεις των δυτικών χωρών χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες: Από τη μία πλευρά, σε εκείνες που έλαβαν άμεσα δραστικά μέτρα διαβλέποντας ορθώς τον επελαύνοντα κίνδυνο και, από την άλλη, σε εκείνες που αντέδρασαν αμήχανα και προτίμησαν αρχικά να αφήσουν τους πολίτες τους να συγχρωτίζονται αμέριμνοι. Οι πρώτες άκουσαν τους ειδικούς και δεν έπαιξαν με τις ζωές των πολιτών. Μεταξύ άλλων, και η ελληνική κυβέρνηση, που, ας μην ξεχνάμε, σταμάτησε εγκαίρως λ.χ. τα καρναβάλια. Οι κυβερνήσεις της δεύτερης κατηγορίας (ΗΠΑ, Αγγλία, Ολλανδία, κ.ά.) αρχικά επιχείρησαν να υποβαθμίσουν τον κίνδυνο. Στη συνέχεια, αμφιταλαντεύτηκαν μεταξύ της περίφημης «ανοσίας της αγέλης», σταθμίσεων οικονομικών επιπτώσεων και πολιτικής επιβίωσης. Τελικά, έχοντας χάσει πολύτιμο χρόνο και μετρώντας ήδη μεγάλο αριθμό θυμάτων, υιοθέτησαν και αυτές –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– αυστηρά μέτρα περιορισμού της ελευθερίας κίνησης και της οικονομικής δραστηριότητας (lockdown).
Προφανώς, καμία κυβέρνηση ή κοινωνία δεν μπορεί να είναι ευτυχής με την επιβολή τέτοιων μέτρων, που δοκιμάζουν την φέρουσα ικανότητα των σύγχρονων δημοκρατιών. Δεν είναι μόνον στενάχωρα στο παρόν, αλλά είναι βέβαιο ότι θα βυθίσουν την οικονομία σε ύφεση – άγνωστο για πόσο καιρό. Εν τούτοις, αρκετοί πολιτικοί ορθώς αντελήφθησαν ότι καμία κοινωνία ή οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει ενόσω τα κρατικά συστήματα υγείας καταρρέουν και δεν μπορούν να θεραπεύσουν όχι μόνον τους ασθενείς από την πανδημία, αλλά και εκείνους από άλλες αιτίες. Πολύ περισσότερο, καμία κοινωνία δεν μπορεί να ευημερήσει, αφήνοντας δίπλα της χιλιάδες ανθρώπους να πεθαίνουν μόνοι κι αβοήθητοι.
Σε τέτοιες συνθήκες, δεν μπορεί να θέσει κανείς συνειδητά σε κίνδυνο άδηλο αριθμό ανθρώπινων ζωών. Και αν στη χώρα μας παραμείνει συγκριτικά χαμηλός ο αριθμός των θυμάτων, αυτό δεν θα είναι απόδειξη του περιττού χαρακτήρα των μέτρων, αλλά τουναντίον της αποδοτικότητάς τους, καθώς επίσης και αποτέλεσμα της απαράμιλλης μάχης που δίνει, στο έδαφος, το ιατρικο-νοσηλευτικό προσωπικό της χώρας (με μέσα που γνωρίζουμε όλοι).
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, όταν η πανδημία θα έχει σχετικώς ελεγχθεί, να ανακάμψουν ταχύτερα οι οικονομίες εκείνων των χωρών που θα μετρούν τα λιγότερα θύματα, έχοντας επιδείξει εξαρχής σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Μη λησμονούμε εδώ ότι εν προκειμένω το μέτρο κρίσης και σύγκρισης είναι, δυστυχώς, κοινό διεθνώς. Οι ΗΠΑ, με τους μέχρι στιγμής ανεύθυνους χειρισμούς του προέδρου τους, θρηνούν ήδη χιλιάδες θύματα· αυτός είναι ο άμεσος τραγικός αντίκτυπος. Μελλοντικά, κινδυνεύουν όχι μόνον να παραμερισθούν από την Κίνα σε επίπεδο οικονομικής ισχύος, αλλά και να απαξιωθούν ως δύναμη που μπορεί να ηγηθεί με το παράδειγμά της.
Βεβαίως, όπως γνωρίζουμε, σε όλες τις χώρες έχουμε μακρά πορεία μπροστά μας, γι’ αυτό και είναι νωρίς ακόμη να προδικάσει κανείς την περαιτέρω εξέλιξη των πραγμάτων. Ιδίως στην πατρίδα μας θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία νέα περίοδο βαθιάς ύφεσης, μεταξύ άλλων λόγω της έντονης εξάρτησης της οικονομίας μας από τον τουρισμό. Από τον Μάιο δε και μετά, τα πολιτικά διλήμματα θα είναι ακόμη πιο δύσκολα.
Σε κάθε περίπτωση, όποιες ηγεσίες πορεύονται τον δρόμο που έχουν υποδείξει οι ειδικοί, τουλάχιστον θα έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους. Όποιες πήραν άλλον δρόμο τις πρώτες κρίσιμες εβδομάδες, ενδέχεται να μην έχουν πρόβλημα με τη συνείδησή τους, ιστορικά όμως μπορεί να τους καταλογισθούν βαριές ευθύνες. Πιθανόν δε να τεθεί και ζήτημα νομικής ευθύνης ορισμένων κρατών για επίδειξη εγκληματικής ολιγωρίας κατά την αντιμετώπιση του ιού. Η τελευταία παράμετρος φαίνεται ότι παραβλέπεται μέχρι στιγμής. Ωστόσο, στον πραγματικό κόσμο η αδιάφορη στάση του βοσκού του Μπρέγκελ δεν είναι άμοιρη συνεπειών.
*Δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 12.4.2020, σ. 22-23/2-3 («νέες εποχές»).